Παρακολουθεί κανείς τα κυπριακά κόμματα και τις αντιδράσεις τους σε σχέση με τις προκλήσεις της Τουρκίας στην ΑΟΖ και πραγματικά θέλει να κλάψει. Θυμίζουν τα πρώτα κόμματα κατά την Ελληνική Επανάσταση, δηλαδή το Ρωσικό, το Αγγλικό και το Γαλλικό, που ιδρύθηκαν ανάλογα με την προτίμησή τους στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Αν για την εποχή του 1825 μπορούν να προβληθούν κάποιες δικαιολογίες, τι θα μπορούσαν οι σημερινοί Κύπριοι κομματάρχες να προτάξουν ως δικαιολογία;
Ιστορική αναλογία
Το Ρωσικό (δηλαδή ρωσόφιλο) Κόμμα ήταν ελληνική πολιτική παράταξη των πρώτων χρόνων ύπαρξης του ελληνικού κράτους και άρχισε να διαμορφώνεται περί το 1825-26 με αρχηγό τον Ανδρέα Μεταξά, συγχρόνως περίπου με τα άλλα δύο κόμματα, το Γαλλικό υπό τον Ιωάννη Κωλέττη και το Αγγλικό υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Όπως φαίνεται και από την ονομασία, η κάθε παράταξη προσέβλεπε στην αντίστοιχη Μεγάλη Δύναμη για βοήθεια σε εθνικό επίπεδο, αλλά και για να επιβάλει την κυριαρχία της στην Ελλάδα. Εννοείται ότι η ρωσόφιλη παράταξη υποστήριζε θερμά τον Καποδίστρια, που ήταν υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, ενώ τα άλλα δύο κόμματα έπαιρναν γραμμή κατευθείαν από τους πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν ως έδρα τους τον Πόρο, δίπλα από την πρώτη ελληνική πρωτεύουσα, που ήταν το Ναύπλιο.
Αναφερόμαστε σε περίοδο δύσκολη, με τον ελληνικό λαό πολιτικά να κινείται σε δρόμους υπανάπτυξης και δημοκρατικού ελλείμματος. Αν τότε λοιπόν μπορούν να προβληθούν δικαιολογίες για τον εμφύλιο πόλεμο, για τις δολοφονίες του Καποδίστρια και του γενναίου Κολοκοτρώνη, τι θα μπορούσε να ειπωθεί εν έτει 2014 για τη δουλικότητα και την πολιτική ανωριμότητα των κομμάτων της ευρωπαϊκής Κύπρου; Πώς θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει την αποσβολωτική δουλοπρέπεια του ΑΚΕΛ και την αφωνία του απέναντι στη Ρωσία, η οποία με τις δύο ανακοινώσεις της για την κυπριακή ΑΟΖ στην πραγματικότητα θέτει έμμεσα πλην σαφώς θέμα αποαναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας; Αντί ο Άντρος Κυπριανού να περάσει από τη ρωσική πρεσβεία και να τα πει ένα χεράκι με τον Ρώσο πρέσβη, έσπευσε να τη δικαιολογήσει ότι τάχα είναι εκνευρισμένη με τη φιλοδυτική στροφή της κυβέρνησης Αναστασιάδη. Την ίδια στιγμή ο Πρόεδρος Αναστασιάδης εκλιπαρεί γονυπετής για μια συνάντηση με τον Βλαντίμιρ Πούτιν όπου να ’ναι. Για πέντε λεπτά. Για να ζητήσει βοήθεια. Λες και δεν κατανοεί ότι αυτού του εκτοπίσματος χώρες έχουν συμφέροντα, ατζέντα και στρατηγική βάθους, και ότι τα προβλήματα δεν λύνονται με παρακλήσεις.
Δουλοπρεπέστατη στάση έναντι της Ρωσίας έδειξαν επίσης το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ και η Συμμαχία Πολιτών, για να εκφράσουν περισσότερο τη δυσαρέσκεια για τις «αδύνατες δηλώσεις» των δυτικών συμμάχων μας, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά αναγνώρισαν το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να κάνει γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της. Η Ρωσία ούτε λέξη, αλλά παραμένει μια χώρα η οποία κινείται στη βάση αρχών!
Βεβαίως στο πλαίσιο της ίδιας ανακοινωσιολάγνου νοοτροπίας θα πρέπει να κριθεί και ο Αβέρωφ Νεοφύτου, ο οποίος εκφράζοντας τις ιδεολογικές του προτιμήσεις έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην ανακοίνωση της Μεγάλης Βρετανίας, λέγοντας ότι του άρεσε περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες. Με λίγα λόγια, αντί σε αυτόν τον τόπο να παράγουμε πολιτική, μπήκαμε σε μια λογική καλλιστείων για το ποια ισχυρή χώρα εξέδωσε την καλύτερη ανακοίνωση.
Αλλαγή νοοτροπίας
Από την πιο πάνω και μόνο νοοτροπία είναι σαφής η ρηχότητα των κυπριακών κομμάτων και η πλήρης εξάρτησή τους από εξωτερικές δυνάμεις, αφού κατά κανόνα οι ηγέτες μας μπαινοβγαίνουν σε ξένες πρεσβείες για να πάρουν γραμμή. Αυτή η νοοτροπία επιβεβαιώνει επίσης ότι δεν μπορούμε να είμαστε αυτόφωτοι στη σκέψη για να μπορέσουμε να χαράξουμε μια ρεαλιστική πολιτική. Πολύ περισσότερα θα μπορούσαν να λεχθούν για τον τρόπο με τον οποίο τα κόμματα διαχειρίζονται τα θέματα εσωτερικής πολιτικής, αλλά αυτά ήδη η κοινή γνώμη τα γνωρίζει. Γνωρίζει ότι η ανικανότητα των κομμάτων (για να μην πιάσουμε στο στόμα μας και τους δημάρχους) και η οικονομική και πολιτική τους διαπλοκή οδήγησαν τη χώρα μας στην καταστροφή και στα μνημόνια.
Η πρόταση Αβέρωφ
Ο Αβέρωφ Νεοφύτου, παρότι δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τον κυκεώνα των προαναφερθεισών ανακοινώσεων, σταδιακά φαίνεται να πιάνει το νόημα των ουσιαστικών προβλημάτων του τόπου και τείνει να μετεξελιχθεί σε έναν ευπρεπή πολιτικό -τηρουμένων πάντα των αναλογιών- για τη χώρα μας. Συναντήθηκε προχθές με την οργάνωση για τη Διαφάνεια και έθεσε επί τάπητος τα οικονομικά των κυπριακών κομμάτων. Δυστυχώς όλα από εκεί ξεκινούν.
Τα κυπριακά κόμματα, στην προσπάθειά τους να εξεύρουν τους απαραίτητους πόρους λειτουργίας τους όλα αυτά τα χρόνια, έγιναν υποχείρια των χρηματοδοτών τους. Ανέχτηκαν τους απατεώνες, έγιναν ένα με τους απατεώνες, και από σύνολα παραγωγής πολιτικής για επίλυση των προβλημάτων κατάφεραν να γίνουν μέρος του προβλήματος. Θα συμφωνούσαμε λοιπόν με την πρόταση Αβέρωφ Νεοφύτου για αύξηση της χορηγίας προς τα κόμματα υπό έναν όρο: ότι τα λογιστήρια των κυπριακών κομμάτων θα ελέγχονται ανά πάσα στιγμή από το Γενικό Λογιστήριο του κράτους και για τη διάθεση της κρατικής χορηγίας αλλά και για τις εισφορές των ιδιωτών. Ο απόλυτος έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων θα τα βοηθήσει να γίνουν πολύ καλύτερα, αφού θα προσελκύσει πολύ πιο ποιοτικά στελέχη στις τάξεις τους.
Σήμερα πώς εκλέγεται ένας ηγέτης κόμματος; Όλοι κοιτάζουν τον προϋπολογισμό του κόμματος και αναζητούν όχι αυτόν που έχει τις καλύτερες ιδέες, αλλά αυτόν που μπορεί να φέρει χρήματα στο ταμείο. Για να σταματήσει αυτό θα πρέπει να δούμε το θέμα θεσμικά και να κατανοήσουμε ότι η πραγματική δημοκρατία έχει και το απαραίτητο τίμημα. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι να δίνουμε π.χ. 10 εκατ. ευρώ τον χρόνο στα κόμματα, αλλά πώς τα κόμματα θα λειτουργήσουν ως δημοκρατικοί φάροι για να μπορούν να μας προστατεύουν από τη διασπάθιση δισεκατομμυρίων. Ο γράφων -πέραν ίσως του Αβέρωφ που το πρότεινε- πολύ αμφιβάλλει αν έστω και υπό αυτές τις συνθήκες χρηματοδότησης τα κόμματα θα αποδεχθούν την πρόταση, γι’ αυτό και προκαλεί όλους τους κομματικούς ηγέτες να τοποθετηθούν: αποδέχονται μεγαλύτερη χρηματοδότηση από μας τους φορολογούμενους, αλλά και έλεγχο μέχρι και του τελευταίου σεντ που μπαίνει στα ταμεία τους; Δεν ζητώ να τοποθετηθούν στο ερώτημα ενός ταπεινού γραφιά, αλλά να απαντήσουν στον κυπριακό λαό.