Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

 






Πριν 20 χρόνια, στις 24 Απριλίου 2004, οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν με συντριπτική πλειοψηφία το σχέδιο του Γενικού Γραμματέα Κόφι Ανάν για λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Ο διεθνής παράγοντας τότε είχε επενδύσει πολλά σε αυτό, οι Τουρκοκύπριοι επίσης, αλλά και οι Βρυξέλλες που ήθελαν λειτουργική ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην ΕΕ. Η πλειοψηφία της ηγεσίας των Ελληνοκυπρίων τότε, δηλαδή ο Τάσσος Παπαδόπουλος (ΔΗΚΟ), ο Δημήτρης Χριστόφιας (ΑΚΕΛ) και ο Βάσος Λυσσαρίδης (ΕΔΕΚ), δεν πίστεψε στο σχέδιο. Οι Γλαύκος Κληρίδης και Γιώργος Βασιλείου το στήριξαν και έδωσαν τη μάχη έχοντας δίπλα τους ένα μικρό ποσοστό του ΔΗΣΥ, του ΑΚΕΛ και ένα κομμάτι της Κοινωνίας των Πολιτών. Υπάρχει το 2004 και η περίπτωση Νίκου Αναστασιάδη, ο οποίος ουσιαστικά έπαιξε μια παρτίδα πολιτικού πόκερ. Υποστήριξε το σχέδιο για δύο λόγους. Και οι δύο έμπλεοι αμοραλισμού: α) Για να κερδίσει τότε την εύνοια του Κληρίδη και να παραμείνει στην ηγεσία του ΔΗΣΥ, β) επειδή πίστευε, τότε, ότι το ΝΑΙ θα μπορούσε να κινηθεί μέχρι και 40%, διεμβολίζοντας με αυτό τον τρόπο και άλλους πολιτικούς χώρους.

Μετά από καμιά δεκαετία, ο ίδιος μας είπε ότι στήριξε τότε το σχέδιο, αλλά δεν το διάβασε καλά. Όταν το διάβασε καλά, δηλαδή το 2013 που ήθελε την ψήφο του ΔΗΚΟ στις προεδρικές, έφριξε!

Το σχέδιο τελικά καταψηφίστηκε και στη συνέχεια δίχασε και προβλημάτισε.

Οι του ΟΧΙ

Ο προβληματισμός δεν ήταν πάντα νηφάλιος μεταξύ των Ελληνοκυπρίων. Κάποια επιχειρήματα βέβαια, 20 χρόνια μετά παραμένουν, αν ορθά ή λάθος πράξαμε. Οι πολιτικοί που έπεισαν την πλειοψηφία του 76% υποστηρίζουν ότι:

1. Οι Ελληνοκύπριοι διά του «όχι» τους προέβαλαν αντίσταση στην τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου, σώζοντας έστω το 64% του εδάφους της ΚΔ. Παρέλαβαν κράτος, παρέδωσαν κράτος και όχι κοινότητα.

2. Το ΟΧΙ και η ακολουθήσασα ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ βοήθησε την Κυπριακή Δημοκρατία να ισχυροποιήσει τη θέση της στην αφόρητη πίεση που ασκούσε η Τουρκία από το 1964. Σήμερα είμαστε σε καλύτερη θέση.

Οι του ΝΑΙ

Οι μειοψηφήσαντες υποστηρικτές του ΝΑΙ, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, εστιάζουν σε παραμέτρους που πηγάζουν από τη μη λύση.

1. Η άρνησή μας να δεχτούμε ΔΔΟ το 2004 επέτρεψε στην Τουρκία να ενσωματώσει τις τότε 130.000 Τ/Κ σε μια τουρκική πλέον βόρεια Κύπρο των 400.000 εποίκων, οι οποίοι συνδέονται άμεσα με τα 80 εκατ. Τούρκων της ηπειρωτικής Τουρκίας. Τότε, διά της ένταξης στην ΕΕ ολόκληρης της Κύπρου, οι 130.000 Τ/Κ θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στα 500 εκατ. Ευρωπαίων πολιτών.

2. Το 2004 χάσαμε την πρώτη και ίσως μοναδική ευκαιρία για επανένωση της Κύπρου μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Επιτρέψαμε στην Τουρκία να βάλει τις βάσεις για έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, αφού της αφήσαμε το 36% του εδάφους επί του οποίου μπορεί να αναπτύξει την επόμενη δεκαετία έναν πληθυσμό πέραν των 2 εκατομμυρίων, κτίζοντας μια οικονομία υπερτριπλάσια της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η εισβολή

Οι Ελληνοκύπριοι και ο Ελληνισμός γενικότερα υπέστησαν το 1974 μια δεύτερη συνεχόμενη ήττα από τους Τούρκους στον 20ό αιώνα. Μετά από συνεχόμενες νίκες κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Ελληνισμός το 1922 έχασε τη Μικρά Ασία, ενώ το 1974 έχασε τη μισή Κύπρο. Στο νέο του βιβλίο, ο Χρήστος Π. Παναγιωτίδης με τίτλο «Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και η Κυπριακή Καταστροφή του 1974», παρουσιάζει συγκριτικά τους βασικούς πρωταγωνιστές αυτών των δύο δραματικών γεγονότων της Ιστορίας της Ελλάδος και της Κύπρου και καλόν θα ήταν να το διαβάσουμε όλοι. Και στις δύο περιπτώσεις καταγράφεται η πολιτική ένδεια των πολιτικών της Κύπρου και της Ελλάδας και η αδυναμία σύλληψης και αντίληψης των γεωπολιτικών δεδομένων της εποχής.

Η διαφορά

Συγκρίνοντας αυτές τις δύο ήττες, κατά την άποψή μου, μπορεί κάποιος να εντοπίσει και μια τεράστια διαφορά.

Η Ελλάδα, μετά τον πόλεμο του 1922 είχε στην εξουσία τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο έφεραν άρον - άρον από το Παρίσι για να διαπραγματευτεί τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923. Στην Κύπρο, μετά την εισβολή του 1974, επέστρεψε ο Μακάριος από την Αθήνα, επίσης για να διαπραγματευθεί. Ποια η διαφορά των δύο;

1. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αντιλήφθηκε ότι η ήττα δεν μπορούσε να ανατραπεί. Ότι στα περίχωρα των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης στοιβάζονταν ενάμισι εκατ. Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες. Αποδέχτηκε λοιπόν ανταλλαγή πληθυσμών, με αποτέλεσμα γύρω στα 1 εκατ. μουσουλμάνοι να φύγουν από τη Βόρειο Ελλάδα και να μεταφερθούν στην Τουρκία. Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα έγινε το πιο ομοιογενές κράτος στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή διασφάλισε τα σύνορα της χώρας μέχρι τον Έβρο, εξασφάλισε την ελληνικότητα των νησιών του Βορειανατολικού Αιγαίου, προσπάθησε να διασφαλίσει την ελληνική κοινότητα στην Κωνσταντινούπολη, και ακόμα μέσα από 6 παραγράφους υποχρέωσε την Τουρκία να απαρνηθεί κάθε είδους διεκδίκηση επί της Κύπρου. Η Ελλάδα ηττήθηκε το 1922, αλλά είχε έναν πολιτικό που έβλεπε πέρα από την ήττα και την επόμενη μέρα.

2. Ο Μακάριος Γ' επέστρεψε στην ηττημένη Κύπρο το 1974 με κλάδους ελαίας και συγχωροχάρτια. Δεν έβλεπε την επόμενη μέρα για τους Κύπριους αλλά για τον ίδιο, ζητώντας τη συγκατάβαση των πρώην συνεργατών του της ΕΟΚΑ Β, τους οποίους ήθελε να εξευμενίσει για να συνεχίσει να κυβερνά. Ο μόνος που κατάλαβε ότι ηττηθήκαμε και ότι έπρεπε να βρούμε τρόπους όσο είναι νωρίς να κάνουμε κάτι ώστε να μην απωλέσουμε εντελώς τον έλεγχο, ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης. Ο οποίος από το 1964, ως άλλος Αριστείδης Στεργιάδης (ο τραγικός Έλληνας διοικητής της Σμύρνης 1919-1922) πρότεινε οδυνηρές λύσεις, αλλά ο Μακάριος δεν ήταν Βενιζέλος. Ήταν ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος νόμιζε ότι μπορεί να περάσει στην αντεπίθεση, να διαβεί τον Σαγγάριο και να καταλάβει την Άγκυρα. Ο Μακάριος κήρυξε μακροχρόνιο αγώνα και άφησε στο πόδι του τους Σπύρο Κυπριανού και Τάσσο Παπαδόπουλο για να τηρήσουν τις υποθήκες του.

Τα ΟΧΙ

Κάποιοι από μας ποτέ δεν καταλάβαμε τι σημαίνει μακροχρόνιος αγώνας.

1. Προετοιμαζόμαστε και εξοπλιζόμαστε για μια νέα στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία των 80 εκατ. πολιτών και των 3 εκατ. στρατού, όπου θα τα παίξουμε όλα για όλα;

2. Πιστεύουμε ότι θα κερδίσουμε σε βάθος χρόνου οικονομικά τη μάχη της απελευθέρωσης και επανένωσης της Κύπρου;

Εξήντα χρόνια μετά τη δημιουργία του κυπριακού προβλήματος, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή και είκοσι χρόνια μετά το δημοψήφισμα για λύση Ομοσπονδίας, αξίζει να προβληματιστούμε. Μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι χειροπιαστό από έναν μακροχρόνιο αγώνα, όπως τον ονειρεύτηκαν ο Μακάριος, ο Σπύρος και ο Τάσσος;

Πριν 20 χρόνια, μάλλον αυτό πιστεύαμε, γι' αυτό και το 76% του κυπριακού λαού καταψήφισε το σχέδιο λύσης. Με βάση αυτή τη λογική, ο αμοραλιστής Νίκος Αναστασιάδης πήγε το 2017 στο Κραν Μοντανά. Πήγε για να σκοτώσει ένα ακόμα σχέδιο Ομοσπονδίας βάζοντας στο τραπέζι τη λύση δύο κρατών. Μήπως τελικά πρέπει να δεχτούμε ότι η κατάληξη του μακροχρόνιου δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά αλλού και ότι ο Ερσίν Τατάρ είναι ο συνεχιστής της αδιέξοδης πολιτικής Μακαρίου και Αναστασιάδη;

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι έφτασε ο καιρός να σκεφτούμε out of the box σε ό,τι αφορά τη λύση του Κυπριακού, μεταξύ των οποίων και η ομάδα της κ. Μαρία Άνχελα Ολγκίν. Εμείς λέμε ότι δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε ξανά τον τροχό. Η λύση ομοσπονδίας είναι λύση έξω από το κουτί διότι χρειάζεται μεγάλες υπερβάσεις και τεράστια εναλλακτική σκέψη για εφαρμογή της στην Κύπρο. Κάποιος βέβαια πρέπει να εξηγήσει στους εμπλεκόμενους πολιτικούς ότι θα πρέπει να καθίσουν ξανά στο τραπέζι. Με μια διευκρίνιση: Ότι αυτός που θα φύγει, θα πληρώσει και το τίμημα.


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥΔημοσιεύθηκε 21.4.2024 στην εφημερίδα Πολίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: