ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
Στις 20 Ιουλίου 1974 ήμουν 14 ετών. Είναι δύσκολο κανείς να ξεχάσει. Ούτως ή άλλως λόγω επετείων και εκδηλώσεων οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι. Τι πήγε στραβά εκείνες τις δύσκολες μέρες; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η τουρκική εισβολή δεν μας προέκυψε γιατί κάτι πήγε στραβά εκείνες τις δύσκολες μέρες.
Το 1964
Το καλοκαίρι του 1964 έκλεινα 4 χρονών και ακόμα θυμάμαι εκείνα τα ξεθυμασμένα σκάγια να τσιμπούν τα πόδια μου στον περίβολο της Παναγίας της Καθολικής στη Λεμεσό. Ζούσαμε τότε δύο δρόμους μακριά από τα 4 Φανάρια και την τ/κ συνοικία. Οι διακοινοτικές ταραχές στην παιδική μας αντίληψη τότε ήταν ακόμα ένα παιχνίδι, όπου πάντα νικούσαν οι Έλληνες. Νικήσαμε τους Εγγλέζους το 1959 με την ΕΟΚΑ, τώρα ήταν η ώρα να κατατροπώσουμε τους Τούρκους. Για κάποιους άλλους, ακόμα και σήμερα, οι ταραχές αποτελούν αδιευκρίνιστο συμβάν. Τι ήταν; Φασαρίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων; Ένας νέος αγώνας για ένωση με την Ελλάδα; Τουρκανταρσία και απόπειρα της Τουρκίας να διχοτομήσει τη χώρα μας; Μια σύρραξη στην οποία πρωταγωνιστούσαν οι πιο ανώριμες γενιές, ένα δηλαδή αιματηρό παιχνίδι μεταξύ των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και της ΤΜΤ με βασικά όπλα έναν ανόητο εθνικισμό και κάτι δίκαννα της κακιάς ώρας; Κάποιοι ταμπουρώθηκαν εκεί στην οδό Αγίας Ειρήνης για να περικυκλώσουν σταδιακά τον τουρκομαχαλά από τη θάλασσα στο ύψος του Άη-Αντώνη. Κάποιοι ανέβηκαν στη στέγη της ΚΕΟ και του Κεραμείου. Οι Τ/Κ έπιασαν τις τέσσερις μεριές του γεφυριού του Γαρύλλη για να αποτρέψουν την εισοδο στη συνοικία τους. Από τότε η Λεμεσός των γειτονιών αυτών έχασε την ξεγνοιασιά της. Ο φίλος μου ο Μεχμέτ πήγαινε για κολύμπι με τους δικούς του το πολύ μέχρι το παλιό λιμάνι, εμείς περνούσαμε από την τ/κ συνοικία μόνο με αυτοκίνητο. Πραγματικά μας έλειψαν τα αρνίσια σουβλάκια του Νιαζί και του Αρίφι από το 1964 και μετά.
1968
Το 1968 στο Θ' Δημοτικό του Καψάλου ήμασταν όλοι εξοργισμένοι γιατί κάποιος συμμαθητής μας τόλμησε στις προεδρικές εκλογές να αμφισβητήσει τον Μακάριο. Όταν έτσι για πλάκα πήγε να ψελλίσει το όνομα Ευδόκας τον σπάσαμε στο ξύλο. Την επόμενη Κυριακή έτρεχα από πίσω τον πατέρα μου μέχρι την κάλπη μήπως και ψηφίσει Ευδόκα. Μου υποσχέθηκε ότι θα ψήφιζε Μακάριον και μόνο Μακάριον και μάλλον το έκανε. Κάποια στιγμή ο Μακάριος πραγματοποίησε επίσκεψη στη Λεμεσό και ο πατέρας μου μάς πήγε με τον μικρότερο αδελφό μου να τον γνωρίσουμε. Καθόταν εκεί στη βεράντα όπου σήμερα λειτουργεί το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Γάτων, μαζί με τον τότε Κιτίου Άνθιμο. Ήταν απόγευμα, ανήμερα των Θεοφανίων. Μόλις μας είδε ο Αρχιεπίσκοπος με εκείνο το φιλοπαίγνον του μειδίαμα, όπως τον περιέγραφε και ο πρέσβης Νίκος Κρανιδώτης, ρωτά: Ξέρετε να ψάλλετε; Αλίμονο! Ψάλλαμε το «Εν Ιορδάνη Βαπτιζομένου σου Κύριε», με τον Αρχιεπίσκοπο να χαμογελά και να χαϊδεύει στη συνέχεια τα κεφάλια μας. Συνέχισε με μια κίνηση ματ που δεν ξέχασα ποτέ. Κοιτάζοντάς μας με εκείνο το σπινθηροβόλο του βλέμμα, σχεδόν με κινήσεις φτασμένου μάγου, έβγαλε από την τεράστια τσέπη του ράσου του ένα πορτοφόλι. Το ανοίγει και με ταχυδακτυλουργική μαεστρία τσιμπά με τα δυο του δάκτυλα και μας δίνει -ολίγον επιδεικτικά, είναι αλήθεια- από μια λίρα. Σε μια περίοδο που με 3 γρόσια τρώγαμε τότε ταχινόπιτα συν ένα παγωτό τριαντάφυλλο στο ξυλάκι, η λίρα ήταν ένας έξοχος μποναμάς. Μια λίρα είχε 20 σελίνια και 200 γρόσια.
Το 1972
Τα επόμενα χρόνια ξεχάσαμε τον Μακάριο. Αλλάξαμε ακόμα και ποδοσφαιρική ομάδα αφού από ΑΕΛ γίναμε Απόλλων. Τον πατέρα μου, παρότι παπάς, τον σακάτεψαν στο ξύλο δυο φορές οι άντρες του Εφεδρικού γιατί δεν μνημόνευε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Μνημόνευε Άνθιμο και, όταν αυτός πέθανε, Οικουμενικό Πατριάρχη. Όταν εκπαραθύρωσαν τον μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο. Θυμάμαι, γυρνάγαμε κάθε Κυριακή σε διάφορα σπίτια στην παλιά πόλη της Λεμεσού τα οποία κάποιοι Θεολόγοι ονόμαζαν κατακόμβες. Κάθε φορά το ίδιο. Την Κυριακή το πρωί λειτουργία, τα ξημερώματα της Δευτέρας το σπίτι τιναζόταν στον αέρα. Όπως έμαθα στη συνέχεια, το συνεργείο για τις βόμβες στη Λεμεσό ένα ήταν. Τη μια μέρα έβαζαν βόμβες κάτω από τα αυτοκίνητα των μακαριακών, την επόμενη κάτω από τα αυτοκίνητα των γριβικών.
Εισβολή
Στις 20 Ιουλίου 1974 ξύπνησα πολύ νωρίς. Μου έδωσε η μητέρα μου εκείνη την πλαστική τσάντα με φαΐ, τουτέστιν λίγο ψωμί, μισό χαλλούμι και μια μεγάλη ντομάτα. Η τσάντα ήταν δώρο σε όλους τους πελάτες του Συνεργατικού της γειτονιάς μας από τον υπεύθυνό του, τον κ. Τάκη, τον φανταστικό τότε αριστερό εξτρέμ της ΑΜΕΚ Καψάλου. Ξεκίνησα από την Αγία Φυλάξεως να πάω περπατητός στα φώτα του Επαμεινώνδα. Απ' εκεί παίρναμε κάθε μέρα το λεωφορείο για να πάμε να δουλέψουμε στο Φασούρι, στις αποθήκες συσκευασίας σουλτανίνας. Περιμέναμε το λεωφορείο όταν άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες. Σε λίγο μας πλησίασαν κάποιοι αστυνομικοί: «Πηγαίνετε έσσω σας. Κάμνουν εισβολή οι Τούρτζοι στην Κερύνεια».
Επέστρεψα γρήγορα πίσω. Όλη η γειτονιά, ανάστατη, στον δρόμο. Αρκετοί άντρες πήγαν στο ΚΕΝ Λεμεσού και ζήτησαν όπλα. Τους είπαν ότι δεν υπάρχει τίποτα, οπότε επέστρεψαν πίσω. Το ΡΙΚ μετέδιδε εμβατήρια και συνθήματα. «Νυν υπέρ πάντων ο αγών», «Ο εχθρός στη θάλασσα», αλλά και εκείνο το «Αι ημέτεραι δυνάμεις αναδιπλούνται ομαλώς». Δεν ξέρω τι ακριβώς μου συνέβη. Κλείστηκα σε ένα δωμάτιο και έκλαψα μέχρι εξαντλήσεως. Τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο. Εκείνη την ασήκωτη θλίψη της εισβολής την κουβαλώ πάντα μαζί μου.
Πρόσφυγες
Οι αλάνες και το χαρουπόδασος μέχρι την Αγία Φύλα, που αποτελούσαν τα παιδικά μας καταφύγια, έγιναν τα επόμενα χρόνια απέραντοι προσφυγικοί συνοικισμοί. Το σχολείο μας πρωινό και απογευματινό και οι τοπικές διαλεκτολογικές ζώνες φύρδην μύγδην. «Βούννα το» ο Βαρωσιώτης, «σύρμου μου το» ο Λεμεσιανός, τελικά όλοι βρήκαμε ένα modus operandi και μπορέσαμε να επιβιώσουμε στη μισή Κύπρο. Όσο κι αν μας νευριάζει, αυτό που μας λέει συνεχώς η Τουρκία και οι επιτελείς της μάλλον έχει και μια δόση αλήθειας. Ζήσαμε μετά το 1974 οι Ελληνοκύπριοι χωρίς ιδιαίτερες συγκρούσεις μεταξύ μας. Μας τέλειωσαν οι μακαριακοί και οι γριβικοι, τα Εθνικά Μέτωπα, η ΕΟΚΑ Β, οι Κοκκινοσκούφηδες του Λυσσαρίδη και το Εφεδρικό του Πανταζή.
Η λύση
Μας τέλειωσαν επίσης και οι συγκρούσεις με τους Τουρκοκύπριους. «Εμείς ποδά, τζείνοι ποτζεί». Πρόσφυγες, Αγνοούμενοι, Περιουσίες, Δεν ξεχνώ. Εκείνο το Δεν Ξεχνώ μας κόλλησε, είναι αλήθεια, στον κροταφικό λοβό που ελέγχει τη μνήμη. Μόνο που ποτέ δεν μας έδωσε απαντήσεις. Δεν ξεχνώ, αλλά μετά τι; Κάποιοι ήρθαν να προσθέσουν: «Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι». Πόσοι από μας αγωνίστηκαν και κυρίως τι πέτυχαν; Όλα αυτά τα χρόνια κάθε άνθρωπος στην Κύπρο προβληματίζεται. Μήπως πρέπει να ξαναπολεμήσουμε; Κι αν τα χάσουμε όλα; Μήπως να βρούμε μια λύση; Πώς να βρούμε λύση όταν οι μισοί θεωρούν την Ομοσπονδία προδοσία; Τελικά μήπως το status quo είναι η πιο ρεαλιστική λύση; Κάποιοι το πάνε και ένα βήμα παρακάτω: «Να κτίσουμε σιόρ και έναν τοίχο. Με να τους θωρουμεν, με να μας θωρούν».
Οι σπουδές μου στην Ελλάδα δεν με βοήθησαν και πολύ ώστε να δώσω απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Την πρώτη μέρα στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσ/νίκης, κάπου εκεί στην είσοδο Έλληνες πατριώτες έσπασαν στο ξύλο έναν Έλληνα μουσουλμάνο της Θράκης ο οποίος είχε το θράσος να θέλει να σπουδάσει Ελληνική Λογοτεχνία. Τελικά πήγε στην Τουρκία για σπουδές. Πολύ λίγο άλλαξαν τα πράγματα στην Ελλάδα και τα επόμενα χρόνια, αν αναλογιστούμε τις διαδηλώσεις για τα Σκόπια, τους μακεδονομάχους με τους δικέφαλους αετούς, τους παπάδες με τις μαγκούρες και τους σταυρούς και τους τσολιάδες με τα γιαταγάνια. Δυστυχώς η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είμαστε ακόμα προβληματικοί, χωρίς να παραγνωρίζω ότι στη γειτονιά μας υπάρχουν ίσως και χειρότεροι.
Η πτήση
Από καθαρή τύχη ταξίδεψα στη Νέα Υόρκη in style. Κάτι έγινε λάθος με τη θέση economy που έκλεισα, οπότε αναβαθμίστηκα στην πρώτη θέση και με τα φτερά της TWA προσγειώθηκα στα 24 μου στο Αεροδρόμιο Κένεντι.
Η Νέα Υόρκη, τουλάχιστον την εποχή που πήγα εγώ, δεν ήταν μια ακόμα πόλη. Ήταν ένα παγκόσμιο πείραμα συνύπαρξης ανθρώπων, φυλών, γλωσσών, ηθών, παραδόσεων. Σε αυτή την πόλη τίποτα δεν ήταν τέλειο αλλά και τίποτα άχρηστο. Όλα συνέβαλλαν σε μια καθημερινή εμβάθυνση μιας ουμανιστικής εμπειρίας που στην κυριολεξία μπορούσε να σε συναρπάσει. Μαθαίνεις σταδιακά σε αυτή την πόλη ότι η ανοχή είναι υπέροχη, ότι η διαφορά δεν είναι ενοχλητική αν μάθεις να τη γιορτάζεις. Στην Αστόρια την 25η Μαρτίου τα αρνιά γύριζαν θορυβωδώς στις σούβλες, την πρωτοχρονιά στην China Town πέρα από τους πολύχρωμους δράκους οι γειτονιές από τα γύρω εστιατόρια μύριζαν broccoli and beef και shrimp fried rice. Στη Little Italy η πίτσα ήταν πάντα ζεστή και νόστιμη με τον Ιταλό μαγαζάτορα έτοιμο πάντα για καβγά και φιλοφρονήσεις. Την ημέρα του Αγίου Πατρικίου ο East River βαφόταν πράσινος και γινόμασταν με τους Ιρλανδούς στουπί πίνοντας μπίρες, ενώ την 31η Οκτωβρίου κατά τη διάρκεια του Halloween η πόλη γιόρταζε και τιμούσε τους αγίους, αλλά και τους νεκρούς προγόνους των Αγγλοσαξόνων, ξεκοιλιάζοντας κολοκύθες και μοιράζοντας σοκολατάκια στα παιδιά.
Το 1993
Επέστρεψα στην Κύπρο με χαρά και μια ελπίδα ότι μπορούμε κι εμείς. Στη Νέα Υόρκη μαθαίνεις κάτι βασικό. Βλέπεις, ακούς, αναστοχάζεσαι, αλλάζεις. Τα επόμενα χρόνια με τη διαδικασία ένταξής μας στο άλλο πολυπολιτισμικό πείραμα της Ενωμένης Ευρώπης οι ελπίδες μεγάλωσαν. Έπρεπε να συνομιλήσουμε με ειλικρίνεια μεταξύ μας, αλλά και με τους Τουρκοκύπριους.
Το 1993 μου ανέθεσαν να κάνω αφιέρωμα για το πραξικόπημα στο Τρίτο Πρόγραμμα του ΡΙΚ. Αποφάσισα ότι δεν θα καλέσω για ακόμα μια χρονιά την Ουρανία Κοκκίνου και τον Πάτροκλο Σταύρου. Στο κεντρικό μέρος της εκπομπής ήταν προσκεκλημένος ο εκ των οργανωτών του Εφεδρικού υποστράτηγος Αχειλλίδης και ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Β Σταύρος Σταύρου Σύρος. Η Ελένη Βρετού είχε μια αποκαλυπτική συνέντευξη με τον Βάσο Λυσσαρίδη ο οποίος κατηγορούσε το ΑΚΕΛ ότι κρύφτηκε την ημέρα του πραξικοπήματος. Το Πρωινό Δρομολόγιο εκείνης της μέρας έσπασε κάθε ακροαματικότητα. Ο Δημήτρης Χριστόφιας με κατήγγειλε ενώπιον της Βουλής ότι παρέδωσα τα μικρόφωνα του καναλιού στους πραξικοπηματίες και οι κύριοι Κατσουρίδης και Χατζηδημητρίου ενέγραψαν θέμα για το ΡΙΚ στην Επιτροπή Εσωτερικών. Ο γενικός διευθυντής του ΡΙΚ Ποταμίτης ήρθε έξω από το στούντιο και μου ζήτησε να διακόψω την εκπομπή. Δεν δέχτηκα. Του είπα, αν επέμενε, να μπει μέσα και να το κάνει ο ίδιος. Ο Νίκος Αναστασιάδης την επομένη με πήρε γρυλλίζοντας να μου πει ότι τα έκανα θάλασσα γιατί όλοι θα νόμιζαν ότι μου ζητήθηκε από την κυβέρνηση Κληρίδη που μόλις είχε εκλεγεί να δώσω μικρόφωνο στον Σύρο. Εμφανίστηκα ενώπιον της Επιτροπής Εσωτερικών σχεδόν μόνος. Κανένας εκπρόσωπος του κρατικού ΡΙΚ. Δίπλα μου καθόταν ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Ανδρέας Καννάουρος και ο Σπύρος Κέττηρος ως συνάδελφος δημοσιογράφος. Ο Καννάουρος, όταν κάποια στιγμή με είδε να νευριάζω και να καταγγέλλω τη Βουλή ότι με φιμώνει, μου κράτησε το χέρι με πατρική στοργή. Ειρήσθω εν παρόδω την επόμενη χρονιά το ΡΙΚ και στο Τρίτο και στην Τηλεόραση έφερε τους ίδιους... και ακόμα δυσκολότερους να ακουστούν, αφού οι Δημήτρης Ανδρέου και Κώστας Γεννάρης εκτός από τον Σύρο πήραν συνέντευξη και από τον Μπουλέντ Ετζεβίτ.
Το 2003
Το 2003, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, όλοι αντιληφθήκαμε ότι οι Τ/Κ ήταν εκεί, ελάχιστα διαφορετικοί από ό,τι το 1974. Το ίδιο Κυπραίοι, το ίδιο λαφαζάνηδες, το ίδιο συμφεροντολόγοι, το ίδιο αξιαγάπητοι με μας. Τόσους αιώνες μαζί, θα μας άλλαζαν 30 χρόνια;
Πέρασαν, ωστόσο, ακόμα 20 χρόνια χωρίς να γίνει τίποτα. Τα τελευταία 50 χρόνια θα θέλαμε πιο τολμηρούς και έξυπνους πολιτικούς. Τόσα χρόνια στο σχολείο δεν έμαθαν άραγε ότι η Γεωγραφία δεν αλλάζει; Ότι οι άνθρωποι βελτιώνονται όταν ζουν μαζί και όχι χωριστά; Ότι οι πολιτισμικές μας διαφορές δεν είναι λόγος πολέμου, αλλά πλούτος και πρόσθετη εμπειρία που μας κάνει πλουσιότερους και σοφότερους; Αυτό δεν μπορέσαμε να το δούμε όταν ψηφίζαμε το 2004 στα δημοψηφίσματα. Δεν κατανοήσαμε τι χάθηκε το 2017 όταν έληξε άδοξα η διάσκεψη στο Κραν Μοντανά.
50 χρόνια μετά...
Το πρόβλημα δεν είναι αν θα προκύψει μια καλή ή κακή λύση. Με βάση την παράδοση, το συναίσθημα και την όποια παιδεία κουβαλούμε, η λύση δεν μπορεί να μας ικανοποιεί στον βαθμό που θέλουμε. Μια βιώσιμη λύση δεν μπορεί από την πρώτη στιγμή να ικανοποιεί ούτε τους Ε/Κ ούτε τους Τ/Κ. Η λύση, όπως κάθε βιώσιμη λύση, είναι αυτή που κτίζεται μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Δυστυχώς αποτύχαμε, παρότι αρκετοί παλέψαμε να αλλάξουμε τα πράγματα μετά το 1964 και το 1974. Το status quo όμως δεν θα αλλάξει από μόνο του και, όπως συμφωνούν όλοι οι Ε/Κ πολιτικοί, ΔΕΝ μας βολεύει. Παρ' όλα αυτά η πλειοψηφούσα τάση στη χώρα μας επιμένει σε αυτό το status quo. Το οποίο επέβαλε η Τουρκία, το οποίο επιτηρεί η Τουρκία και το οποίο ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει και πάλιν υπέρ της η Τουρκία καταβροχθίζοντάς μας ως κοινότητα. Όσοι Ε/Κ προσπάθησαν και επιχείρησαν να κάνουν κάτι δεν κέρδισαν κανένα παράσημο. Όσοι διανοήθηκαν ότι μέσα από μια λύση μπορούσαν τα πράγματα να γίνουν καλύτερα, αίφνης έγιναν ανθέλληνες, τουρκόσποροι, προδότες, οπαδοί της οποιασδήποτε λύσης.
50 χρόνια μετά και πλέον θα το πω, έπαψε να με απασχολεί τόσο αν θα υπάρξει λύση ή όχι στην Κύπρο. Προσωπικά θεωρώ ότι η λύση Ομοσπονδίας εντός της ΕΕ είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μας συμβεί μετά το 1974. Μια λύση εντός της ΕΕ προσφέρει αυτοπεποίθηση και προοπτικές στους Τ/Κ και, κυρίως, περιορίζει αισθητά την εξάρτησή τους από την Άγκυρα. Αν αυτό δεν είναι εφικτό, πρέπει όλοι υπεύθυνα να δούμε με ποιον τρόπο τουλάχιστον διασφαλίζεται η ειρήνη στην Κύπρο. Αυτοί που κινδυνεύουν από την εκκρεμότητα στη γραμμή αντιπαράταξης είναι οι Ε/Κ. Ας το κατανοήσουν αυτό οι οπαδοί του status quo. Οφείλουμε να σκεφτούμε περισσότερο, οφείλουμε να προστατεύσουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου