Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Πατάτες Αντινακτές και η Αισθητική της Γλώσσας





Με αφορμή το όψιμο ενδιαφέρον κάποιων μελών του δ.σ. του ΡΙΚ για τη γλώσσα και κυρίως για μερικές λέξεις τις οποίες χαρακτηρίζουν βωμολοχίες ή και υβρισίες θέτοντας θέμα αισθητικής, απαντά ο Μπαμπινιώτης: «Υπάρχει αισθητική στη γλώσσα; Υπάρχει η έννοια του ωραίου και πώς μπορεί να ορισθεί; Είναι πολύ παρακινδυνευμένο να ορίσεις τι είναι ωραίο και τι άσχημο στη γλώσσα. Άσχημο είναι ό,τι προσκρούει στο κοινό γλωσσικό αίσθημα, π.χ. μια μορφή προφοράς (πγιότητα αντ ποι-ότητα), ένας γραμματικς τύπος (υπόστηκε, της γραμματέα, της ειλικρινής απάντησης), μια συντακτική φράση (οι εκπρόσωποι δέχτηκαν χθες απ τον πρωθυπουργ αντ έγιναν δεκτοί…), μια άστοχη λεξιλογικ χρήση (μια υγιειν επιχείρηση δεν κινδυνεύει αντ μια υγιής επιχείρηση) κ.τ.ο. Ωστόσο, αισθητικές κατηγορίες στη γλώσσα δεν υπάρχουν. Ό,τι ενοχλεί το γλωσσικό μας αίσθημα σήμερα μπορεί να είναι ο κανονικός τύπος αύριο», καταλήγει ο καθηγητής Γλωσσολογίας Μπαμπινιώτης.
Από την άλλη η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Οι λέξεις δεν είναι αθώες, γιατί από αυτές εξαρτάται ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και ζούμε την πραγματικότητά μας. Η γλώσσα δεν είναι ουδέτερη, ούτε σκέτος φορέας νοημάτων. Είναι διαμορφωτής των νοημάτων. Πολλοί γλωσσολόγοι και θεωρητικοί πιστεύουν ότι η γλώσσα διαμορφώνει την ίδια την πραγματικότητα, ότι είναι αδύνατο να αντιληφθούμε κάτι για το οποίο δεν έχουμε όνομα. Ο άνθρωπος υπάρχει μόνο μέσα στη γλώσσα του - χωρίς γλώσσα είμαστε ζώα. [Βλ. κυρίως υπόθεση των Sapir & Whorf. Επίσης ο Heidegger στο On the Way to Language, 1959, βλέπει τη γλώσσα όχι ως εργαλείο, αλλά ως θεμελιώδη τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου.]
Ερωτούνται εν ολίγοις τα μέλη του δ.σ. του ΡΙΚ, από πού κι ώς τα πού θέλουν να επιβάλουν αισθητική στη γλώσσα μιας σατιρικής εκπομπής και κυρίως με τι προσόντα, από τη στιγμή που από τα 9 μέλη του δ.σ. ο ΜΟΝΟΣ που έχει σχέση με τη γλώσσα ως δημοσιογράφος είναι ο Γιώργος Τσαλακός;
Αν κάποιοι οικονομολόγοι και νομικοί που μπήκαν στο δ.σ. του ΡΙΚ είναι σε θέση να επιβάλουν το λεξιλόγιο των εκπομπών του ΡΙΚ, ενώ είναι άσχετοι περί τα γλωσσικά, πού θα μπορούσαν να σταματήσουν στη συνέχεια; Δείχνουν δίκην υψηλής αισθητικής και μορφώσεως να διαφωνούν με τις λέξεις εσιέξιξι και γάρε, αλλά προφανώς δεν θα σταματήσουν εκεί αν κάποιος δεν τους υποδείξει το αυτονόητο. Ότι π.χ. τα έργα του Αριστοφάνη (και το παράδειγμα, προς Θεού, δεν χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης) αποτελούν διδακτέα ύλη στα σχολεία από τον 10ο μ.Χ. αιώνα, πράγμα παράδοξο, καθώς χρησιμοποιεί σε αυτά πολλές βωμολοχίες και έντονη πολιτική κριτική. Η βωμολοχία στον Αριστοφάνη είναι μέρος της αισθητικής του κειμένου του, αφού στις κωμωδίες του «κάθε σοβαρή και εκλεπτυσμένη έκφραση την ακολουθεί μια βωμολοχία, προκειμένου να εξισορροπηθεί το κωμικό στοιχείο». Υπάρχει όμως και ο Βασίλης Μιχαηλίδης με τα μυλλωμένα του! Μήπως οι συνωμότες της λογοκρισίας στο ΡΙΚ δεν θα επιτρέψουν να ακουστεί το ποίημα του «ο γάδαρος τζ΄ η σιλυντρούνα», γιατί η λέξη γάρος δεν εμπίπτει στην αισθητική τους; Και τι θα γίνει με το ποίημα «Αμολόητος» το οποίο αναφέρεται στη διαπάλη των μελών του σώματος με το Πέος να κερδίζει την τελική μάχη και να στέφεται βασιλιάς; «Βρίσκω ότι ο Αμολόητος», αναφέρει σε ένα κείμενό του ο κριτικός λογοτεχνίας Νίκος Σαραντάκος, «είναι στιχουργημένος με μεγάλη δεξιοτεχνία και συμφωνώ ότι έχει κορυφαία θέση στην ελληνική ποιητική χυδαιολογία». Πρότυπο του «Αμολόητου», για τους αισθητικούς της γλώσσας στο ΡΙΚ, είναι ο αρχαίος μύθος του Μενήνιου Αγρίππα για τη διαμάχη των μελών του σώματος, που τον διηγήθηκε το 494 π.Χ. για να συμφιλιώσει τους πατρίκιους με τους πληβείους. Στον ελλαδικό χώρο, τον ίδιο μύθο απηχεί η «Φιλονικία των μελών του σώματος περί της βασιλείας», του Μανιάτη λαϊκού ποιητή Νηφάκη (1748-1818). Με μόνη διαφορά ότι «στο ποίημα του Νηφάκη, βασιλιάς ανακηρύσσεται ο πισινός, δηλ. ο γείτονας του αμολόητου στον Μιχαηλίδη».

Εν κατακλείδι, η χρήση της γλώσσας, συμπεριλαμβανομένης και της αργκό, έχει να κάνει σοβαρότατα με το επίπεδο της παιδείας σε μια χώρα. Όπως εξάλλου είπε και ο Εφτανήσιος λογοτέχνης και βουλευτής Λορέντζος Μαβίλης στο Κοινοβούλιο, όταν κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποιεί τη μυαρή και χυδαία γλώσσα του λαού, δηλαδή τη δημοτική αντί της καθαρεύουσας, απάντησε: «Δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις. Υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι».