Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Ο πρόεδρος και ο Ηράκλειτος

  • Ακούγοντας κανείς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας χθες στη δίωρη συνέντευξή του από τον «Άστρα», μπορούσε να αντιληφθεί αυτό που ο κάθε Κύπριος πολίτης έχει πλέον εμπεδώσει βαθύτατα στη σκέψη του: «Δεν μπορεί να υπάρξει λύση στο Κυπριακό».
    Σίγουρα, δεν φταίει και δεν ευθύνεται γι' αυτό ο Δημήτρης Χριστόφιας. Στο πλαίσιο της συμβατικής διαχείρισης του Κυπριακού, δεν είναι χειρότερος από τον Γιώργο Βασιλείου και τον Γλαύκο Κληρίδη και, σίγουρα, είναι πολύ καλύτερος από τον Τάσσο Παπαδόπουλο.
    Γιατί δεν μπορούμε να πετύχουμε λύση; Ο Πρόεδρος επικέντρωσε και συμπύκνωσε τη σκέψη του στον παράγοντα Ευρώπη, προσπαθώντας να την εμβολιάσει με κάποια ψήγματα αισιοδοξίας για το απώτερο μέλλον. Είπε ο κ. Πρόεδρος στον Γιώργο Παυλίδη: «Δεν πρέπει να βλέπουμε στατικά τα πράγματα». Το Κυπριακό θα μπορούσε να λυθεί εάν, όπως του είπε και ο κ. Μπαρόζο, «η Τουρκία ήταν σίγουρη για πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επειδή αυτό δεν μπορεί να της το προσφέρει κανένας, ουδείς μπορεί να την πιέσει πραγματικά για λύση στο πρόβλημα».
    Πανάκεια
    Αυτή η θέση είναι εν μέρει ορθή, δεν αποτελεί όμως πανάκεια. Εάν ο μόνος λόγος που η Τουρκία θέλει να λύσει το Κυπριακό είναι η πλήρης ένταξή της στην ΕΕ, τότε γιατί μετακινήθηκε από τη θέση που από το 1974 υποστήριζε περί λύσης δύο κρατών, καλώντας το 2004 τους Τ/Κ να ψηφίσουν ΝΑΙ στα δημοψηφίσματα; Μήπως και η προοπτική της ένταξης την ικανοποιεί προς το παρόν;
    Η Τουρκία, βέβαια, υπαναχώρησε διότι για πρώτη φορά στην ιστορία μας ως Ε/Κ ασκήσαμε δυναμική εξωτερική πολιτική, γιατί διασυνδέσαμε την ένταξη της Κύπρου με τη λύση και διότι εκμεταλλευθήκαμε τον διεθνή παράγοντα, ο οποίος μας βοήθησε να γελοιοποιήσουμε τις απειλές της χώρας αυτής ακόμα και για πολεμικό επεισόδιο σε περίπτωση ένταξής μας.
    Η Τουρκία υπαναχώρησε, επίσης, διότι για πρώτη φορά ως Ε/Κ μπήκαμε σε μια λογική παραχωρήσεων αποδεχόμενοι στο τραπέζι των συνομιλιών τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και την πολιτική ισότητα των Τ/Κ.
    Εν τέλει, η λύση του Κυπριακού μήπως είναι σημαντική για την Τουρκία ανεξαρτήτως της ένταξης της στην ΕΕ, διότι στην προσπάθειά της να αναβαθμιστεί σε περιφερειακή δύναμη στην περιοχή, δεν μπορεί να είναι όσο αξιόπιστη θέλει να φαίνεται, διατηρώντας στρατεύματα κατοχής σε μια ευρωπαϊκή χώρα;


    Ο δρόμος της ιστορίας
    Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι κι αυτός ως μέλος του ΑΚΕΛ αγωνίστηκε το 1960 για την απόρριψη των συμφωνιών της Ζυρίχης Λονδίνου. Έκανε επίσης αναφορά σε αυτούς που έχουν πλήξει την Κυπριακή Δημοκρατία, αναφερόμενος στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Ο Πρόεδρος σε ένα καταπληκτικό διάγγελμά του τον Αύγουστο του 2008 είχε μιλήσει πολύ πιο ξεκάθαρα. Σήμερα, το αποφεύγει. Είχε μιλήσει τότε και για τα δικά μας τα λάθη. Για τους δικούς μας εθνικισμούς.
    Την Κυπριακή Δημοκρατία, στην οποία κανείς δεν πίστευε, δυστυχώς την πλήξαμε όλοι μας. Ως Ελληνοκύπριοι θυμούμαστε μόνο την εισβολή και το ψευδοκράτος. Το 1964, ωστόσο, ακόμα κι αν κάποιος επιρρίψει όλη την ευθύνη στους Τ/Κ για την αποχώρηση τους από την Κυβέρνηση, ως Ε/Κ κάναμε χοντράδες. Πήραμε την Κυπριακή Δημοκρατία ως πληρεξούσιοι της με απόφαση του ΟΗΕ και τη διαχειριστήκαμε ως ένα δεύτερο ελληνικό κράτος. Σαν να μην έφτανε αυτό, το 1974 κάναμε και πραξικόπημα με σύνθημα την Ένωση με την Ελλάδα.
    Τι θέλαμε να κάνει η Τουρκία; Να κάτσει και να μας βλέπει; Έκανε ότι κάναμε και μεις το 1964. Δημιούργησε τετελεσμένα για να μπορεί μέσω των Τ/κ να έχει λόγο στην Κύπρο. Και το πέτυχε.
    Μέσα από συνομιλίες, μέσα από διαδικασίες και συναντήσεις κατάφερε να αναβαθμίσει τους Τουρκοκυπρίους σημαντικά εμπεδώνοντας στη διεθνή κοινή γνώμη ότι το Κυπριακό δεν είναι θέμα εισβολής και κατοχής, αλλά θέμα δύο κοινοτήτων σε μια χώρα που δεν μπορούν να ζήσουν μαζί.
    Αυτό είναι το Κυπριακό σήμερα, όσο κι αν δεν μας αρέσει να το ακούμε. Αυτή είναι η εντύπωση που έχει και η ίδια η Ευρώπη, της οποία είμαστε μέλη, η οποία για όσους γνωρίζουν ιστορία οικοδομήθηκε πάνω σε χιλιάδες κυπριακά προβλήματα, με εκατομμύρια νεκρούς, με εκατοντάδες εκατομμύρια πρόσφυγες, με χιλιάδες εδαφικές προσαρμογές και αναπροσαρμογές.

    Όραμα και ρεαλισμός

    Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη συνέντευξή του στον Γιώργο Παυλίδη είπε χθες μια σοφή κουβέντα: Το Κυπριακό είναι δύσκολο να λυθεί, αλλά πολύ πιο δύσκολο να τεθεί σε εφαρμογή η λύση. Εάν αυτή η διαπίστωση αναλυθεί ρεαλιστικά και γίνει κατανοητή και από τις δύο πλευρές στην Κύπρο, τότε όλες αυτές οι συζητήσεις περί λύσης δεν θα ήταν τόσο δογματικές.
    Η Ευρωπαϊκή Ένωση έλυσε τα μεγαλύτερά της προβλήματα στην πορεία και όχι μέσα από την εμμονή σε εξ υπαρχής προϋποθέσεις. Πάρτε ως παράδειγμα το πρόβλημα της Βόρειας Ιρλανδίας, τα προβλήματα της Ισπανίας με τις επαρχίες της που ζητούν αυτονομία, ακόμα και τα προβλήματα που προκύπτουν σήμερα στο Βέλγιο. Εντός της ΕΕ όλα βρίσκουν το δρόμο τους. Αλλά, και εάν ακόμα συντηρούνται, δεν μπορούν να διαταράξουν την ευρωπαϊκή καθεστηκυία τάξη.
    Πρακτικά και σε επίπεδο πολιτικής πώς θα μπορούσε αυτή η λογική να εφαρμοστεί στο Κυπριακό;
    Για τους Ελληνοκύπριους το ζητούμενο σήμερα στις διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να είναι μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση με είκοσι πέντε αρμοδιότητες. Αν επικεντρωνόμαστε π.χ. στην ασφάλεια, την ιθαγένεια, την οικονομία και την επιστροφή του μεγαλύτερου μέρους των προσφύγων υπό ε/κ διοίκηση, ίσως να αποφεύγαμε προβλήματα που έχει σήμερα το Βέλγιο. Θέλουμε με τη λύση οι Τ/Κ να ενταχθούν πλήρως και ολοκληρωτικά στους θεσμούς της Ευρώπης. Εάν θα έχουν δικαίωμα απόσχισης (όπως λένε σήμερα οι Φλαμανδοί) από την Ομόσπονδη Κυπριακή Δημοκρατία, πού στ’ αλήθεια θα πάνε; Θα εγκαταλείψουν την Ευρώπη. Ολίγον μας ενδιαφέρει. Αν θα συνάπτουν σχέσεις με άλλα κράτη και πάλιν ολίγον μας ενδιαφέρει, φτάνει να το κάνουν μέσα από το πλαίσιο του κοινοτικού κεκτημένου. Θέλουμε μια κεντρική κυβέρνηση με 500 δημόσιους υπαλλήλους, η οποία να ρυθμίζει τα του κοινού κράτους. Στην πορεία, όπως έγινε με την αμερικανική ομοσπονδία, όπως είδαμε να γίνεται με το βορειοϊρλανδικό, μπορούμε να έχουμε μια πιο ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, εάν το επιθυμούμε και οι δύο. Αυτή τη στιγμή, κανένας δεν εμπιστεύεται κανένα.
    Από την άλλη, οι Τ/Κ θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις ανοησίες περί κράτους τύπου Ταϊβάν. Η Ταϊβάν είναι ένα νησί τέσσερις φορές μεγαλύτερο από την Κύπρο, με είκοσι τρία εκατομμύρια πληθυσμό και ακαθάριστο εθνικό προϊόν όσο περίπου με της Ελλάδας, κοντά δηλαδή στα 350 δισεκατομμύρια δολάρια. Ακόμα και ο κ. Έρογλου που μιλά για κράτος είναι σε θέση να κατανοήσει ότι στο βόρειο τμήμα της Κύπρου δεν υπάρχει ούτε ο χώρος ούτε η αγορά και κυρίως ούτε η τεχνογνωσία, για να μετατραπούν σε μια χώρα με το οικονομικό εκτόπισμα της Ταϊβάν. Το δίλλημα για τους Τ/Κ, που επιτέλους πρέπει να συνάξουν το μυαλό τους, είναι το εξής: Είτε θα ενταχθούν στην Ευρώπη, όπου μαζί και με τους Ε/Κ θα έχουν συμμετοχή και απεριόριστα περιθώρια ανάπτυξης σε μια αγορά μισού δισεκατομμυρίου πολιτών, είτε θα γίνουν μια επαρχία τύπου Αλεξανδρέττας, η οποία σε 10 χρόνια θα έχει πρόεδρο έναν πρώην κάτοικο της Νοτιανατολικής Τουρκίας. Και βεβαίως, το πρόβλημα δεν είναι οι άνθρωποι και η καταγωγή τους. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι Τ/Κ θα μπουν στον φαύλο κύκλο της τουρκικής οικονομίας, της πολιτικής αστάθειας και των δημοκρατικών ελλειμμάτων.
    Συμπερασματικά, συμφωνώ απόλυτα με τον κ. Πρόεδρο ότι δεν πρέπει να είμαστε στατικοί. Στατική ανάλυση κάνει κάποιος ο οποίος βλέπει τον κόσμο από μια συγκεκριμένη θέση, από θέσεως αρχής, δηλαδή, καταλήγοντας νομοτελειακά στο Παρμενίδειον «είναι» ή στο Θεό. Δυναμική ανάλυση κάνει κάποιος ο οποίος βλέπει τον κόσμο από πολλές και διαφορετικές θέσεις και οπτικές. Αυτό έκανε και ο Ηράκλειτος, σύμφωνα με τον οποίο «δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εκβαίης», αφού «τα πάντα ρει».
    Η συμβατική πολιτική διαχείρισης, όλων των προέδρων μας, του Κυπριακού, υπήρξε στατική. Θέλουμε να λύσουμε το πρόβλημα εκ των προτέρων, θυμίζοντας το παραμύθι με τη μάγισσα, η οποία μεταμορφώνει τον κόσμο με ένα απλό τίναγμα του μαγικού της ραβδιού. Το Κυπριακό, όμως, θα λυθεί εάν ρισκάρουμε να αποδεχτούμε ένα ατελές σχέδιο λύσης μέσω του οποίου θα αναζητήσουμε επίμονα την τελική λύση. Το κέρδος μας - και αυτό μόνο αντιπαραβάλλω σε όσους θέλουν δύο κράτη - είναι ότι Ε/Κ και Τ/Κ θα γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.