Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Ο "βούζουνος" της Ανατολικής Μεσογείου


Το ότι η διεθνής πολιτική είναι άναρχη είναι δεδομένο. Το ότι ακόμα η κάθε χώρα κοιτάζει το συμφέρον της επίσης θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Στην περίπτωση της Κύπρου, και με βάση τις αντιδράσεις που παρατηρήθηκαν μετά από τις γνωστές μεγαλοστομίες του Πρόεδρου της Δημοκρατίας κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα, το ελάχιστο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να διερευνήσουμε το πραγματικό μας συμφέρον μέσα από μια ορθολογιστική προσέγγιση των πραγμάτων.
Στην Κύπρο του άσπρου και του μαύρου και των συναισθηματικών εκρήξεων ο ορθολογισμός εξέλιπε δυστυχώς προ πολλού, με το ανιστόρητο δίλημμα να παραμένει αναλλοίωτο: Ανατολή ή Δύση; Αμερική ή Ρωσία;

Τα δεδομένα

Αλλά πού πραγματικά ανήκει η Κύπρος, ανεξαρτήτως του τι βλέπουν οι πολιτικοί μας; Είναι χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης του ευρώ. Δηλαδή θεσμικά και πολιτικά ανήκει στον σκληρό πυρήνα αυτού που λέμε Δύση. Την ίδια στιγμή, οι τρεις εγγυήτριες χώρες της Ανεξαρτησίας της, δηλαδή η Ελλάδα, η Βρετανία και η Τουρκία, είναι μέλη του ΝΑΤΟ, και πέραν αυτού διατηρούν στρατεύματα στην Κύπρο. Οι Βρετανοί, λόγω Βάσεων, έχουν σταθερή παρουσία στη χώρα μας, ενώ η ελλαδο-τουρκική υπεροχή εναλλάχθηκε: πριν το 1974, η Ελλάδα διατηρούσε στρατιωτική μεραρχία στην Κύπρο κατά παράβαση των συμφωνιών της Ζυρίχης -Λονδίνου, και η Ελληνοκύπριοι ήλεγχαν όλη την επικράτεια. Μετά το 1974, διά της εισβολής, η Τουρκία ελέγχει παρανόμως το 37% της χώρας.
Με λίγα λόγια, η Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και το πρόβλημά της είναι ένα κεφάλαιο που αφορά κατά κύριο λόγο τις ενδοοικογενειακές ισορροπίες της Δύσης, που κι αυτές εδράζονται στις προβληματικές σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας και στους τοπικούς εθνικισμούς που αναπτύχθηκαν επί του εδάφους της.

Η θέση της Δύσης

Παρακολουθώντας την προσέγγιση των Δυτικών στο Κυπριακό μετά το 1963, όταν δηλαδή αναφύηκε η νέα φάση του Κυπριακού, μπορεί να διαπιστώσει κανείς μια σταθερή προσέγγιση, λαμβανομένων κάθε φορά υπόψη και των τετελεσμένων επί του εδάφους.

  • Πριν το 1974, η πλάστιγγα έγερνε σαφώς υπέρ των Ε/Κ. Με πρόταση των Βρετανών, το ΣΑ, μετά τα γεγονότα του 1963, ενέκρινε το ψήφισμα 186, αναγνωρίζοντας την κυβέρνηση Μακαρίου ως τη νόμιμη κυβέρνηση. Ταυτόχρονα βέβαια την καλούσε να ενσωματώσει ξανά στο κράτος τους αποσυρθέντες Τ/Κ μέσα από έναν δομημένο διακοινοτικό διάλογο. Την ίδια στιγμή επέτρεψε την κάθοδο ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο (1964-1967) και υπέβαλε τα σχέδια Άτσεσον σε μια προσπάθεια μιας ενδο-δυτικής διευθέτησης του Κυπριακού. Αυτή η προσπάθεια δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τους Ελληνοκυπρίους, οι οποίοι είδαν την αναγνώριση αλλά και την κάθοδο της μεραρχίας ως ένα προστάδιο της Ένωσης με την Ελλάδα, πιστεύοντας ακόμα ότι έχουν την πολυτέλεια ενός εμφυλίου πολέμου με ηγέτες τον Μακάριο και τον Γρίβα την περίοδο 1972-74. Με λίγα λόγια, αντί να ενσωματωθούν και, ακόμα, να αφομοιωθούν οι κατά κύριο λόγο ελληνόφωνοι Τουρκοκύπριοι στην Κυπριακή Δημοκρατία την περίοδο αυτή, όπως έμμεσα πλην σαφώς υπεδείκνυαν οι Δυτικοί, ακόμα και με μια σχετική ανοχή της Τουρκίας, οι Κύπριοι κομματάρχες της εποχής εκείνης εξώθησαν τα πράγματα στο πραξικόπημα της χούντας.
  • Μετά το 1974, τα τετελεσμένα της εισβολής δεν μπορούσαν να αγνοηθούν από τη Δύση, με τον Κίσινγκερ να επιλέγει καθαρά την Τουρκία. Η Τουρκία άδραξε την ευκαιρία που περίμενε για χρόνια, επέβαλε μια νέα κατάσταση πραγμάτων, με αποτέλεσμα ξανά η Δύση να αναζητά μια νέα προσέγγιση. Το όνομα, δε, αυτής, ομοσπονδία. Η ομοσπονδία αποτελεί μια νίκη των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας στην Κύπρο; Σαφέστατα. Υπό τις περιστάσεις θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό; Αυτό ήταν περισσότερο στο χέρι των Ελληνοκυπρίων. Είτε θα καταφέρναμε να παλαιστινοποιήσουμε το Κυπριακό, είτε σε περίπτωση αποτυχίας μια τρίτη τουρκική εισβολή θα μας έστελνε στα περίχωρα των Αθηνών να ιδρύουμε τη Νέα Λευκωσία, τη Νέα Λεμεσό και τη Νέα Πάφο. Οι Κύπριοι πολιτικοί αποφάσισαν κάτι διαφορετικό. Να οικοδομήσουμε τη νότια Κύπρο με όρους δυτικού τύπου ανάπτυξης και να υιοθετήσουμε τη λύση ομοσπονδίας συζητώντας μεταξύ μας για το περιεχόμενό της μέχρι να έρθουν καλύτερες μέρες, με όχημα πάντα την ισχυρή μας οικονομία, η οποία χαρακτηρίστηκε ως η κύρια έπαλξη του αγώνα μας. Μόνο που αυτό δεν μας βγήκε καθόλου: υιοθετήσαμε μια δυτικού τύπου ανάπτυξη, την οποία διαχειριστήκαμε με ανατολίτικη νοοτροπία, εξ ου και η κατάρρευση του συστήματός μας το 2012.

Η Ρωσία

Σε αυτό το σκηνικό πού κολλά η Ρωσία; Μπορεί πραγματικά αυτή η χώρα να παρέμβει, πέραν της ψήφου που διαθέτει στο Συμβούλιο Ασφαλείας, στη λύση του Κυπριακού; Για να κατανοήσουμε ποια είναι η Ρωσία, δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε την εξωτερική της πολιτική και να προσπαθήσουμε να δούμε τα συμφέροντά της. Συμφέροντα που σε σχέση με την Ανατολική Μεσόγειο δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται από την περίοδο της τσαρίνας Αικατερίνης και εντεύθεν. Η Ρωσία είναι μια τεράστια χώρα και λογικά θέλει έξοδο στη Μεσόγειο, θέλει να έχει λόγο στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Σαφέστατα λοιπόν αμφισβητεί την ηγεμονία της Δύσης και του ΝΑΤΟ (αργότερα) στην περιοχή. Για παράδειγμα, το 1919, σε μια έμπρακτη αμφισβήτηση της συμφωνίας των Βερσαλλιών (συνθήκη Σεβρών) που επέβαλλε την Ελλάδα ως το κομβικής σημασίας κράτος της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο, η τότε ΕΣΣΔ όχι μόνο αναγνώρισε πρώτη το καθεστώς του Κεμάλ Ατατούρκ στην Άγκυρα, αλλά επιπλέον εξόπλισε τον τουρκικό στρατό, ο οποίος μπήκε το 1922 νικηφόρος στη Σμύρνη. Στόχος, μέσω ενός φιλοσοβιετικού καθεστώτος στην Άγκυρα, η εύκολη πρόσβαση στη Μεσόγειο. Με την ίδρυση του ΝΑΤΟ, βέβαια, μετά το 1950, το συμμάζεμα της Τουρκίας από τους Δυτικούς και την ύπαρξη ζωνών επιρροής, τα πράγματα δυσκόλεψαν για την ΕΣΣΔ, η οποία δεν μπορούσε άμεσα να εμπλακεί στην περιοχή, πέραν της επίθεσης φιλίας προς την Αίγυπτο του Νάσερ, η οποία όμως δεν κράτησε για πολύ. Την περίοδο αυτή, εξάλλου, μαινόταν ο Ψυχρός Πόλεμος, με τη Δύση να εφαρμόζει το δόγμα της περιχαράκωσης της ΕΣΣΔ, το οποίο με όπλα το Σχέδιο Μάρσαλ και το Δόγμα Τρούμαν δημιουργούσε μια γραμμή αποκλεισμού της ΕΣΣΔ που ξεκινούσε από τη Φιλανδία και έφτανε στο Πακιστάν. Ελλάδα και Τουρκία ως μέλη του ΝΑΤΟ βρέθηκαν στο κέντρο αυτού του δόγματος, κρατώντας τη γραμμή άμυνας της Δύσης στα Στενά και το Αιγαίο. Πώς θα μπορούσαν οι Σοβιετικοί να δημιουργήσουν ρήγμα; Η εύκολη λύση ήταν η Κύπρος, της οποίας οι δύο αυτές χώρες ως μέλη του ΝΑΤΟ ήταν εγγυήτριες δυνάμεις. Αυτός που δεν κατάλαβε τίποτε και έπαιξε τότε το παιχνίδι των Σοβιετικών ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ο οποίος οδήγησε την Κύπρο στους Αδεσμεύτους, επιχείρησε να φέρει ρωσικούς πυραύλους ΣΑΜ στην Κύπρο και γενικά υπερεκτίμησε τις δυνατότητες βοήθειας εκ μέρους της ΕΣΣΔ, σε σημείο που αποκλήθηκε και «κάστρο της Μεσογείου», παραπέμποντας στα τότε προβλήματα των ΗΠΑ με την Κούβα. Το κεφαλοκλείδωμα των Σοβιετικών τότε στον Μακάριο, με βασικό στυλοβάτη της σοβιετικής πολιτικής στην Κύπρο το ΑΚΕΛ μέχρι και το 1990, επαναλήφθηκε πολλές φορές στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Η δεξιά στροφή της Ρωσίας επί Γιέλτσιν και Πούτιν την οδήγησε σε εμπλουτισμό των συμμάχων της στο εσωτερικό της Κύπρου, όπως σήμερα είναι ο Γιώργος Λιλλήκας, ο Νικόλας Παπαδόπουλος και η ΕΔΕΚ. Η Ρωσία σήμερα κρύβεται πίσω από μια γενική διατύπωση… αρχών στο Κυπριακό. Ότι δηλαδή αποδέχεται ως λύση αυτό που θα αποφασίσουν οι δύο κοινότητες της Κύπρου, αρνούμενη στην πράξη τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού, επί της οποίας δεν της πέφτει λόγος. Αυτό της επιτρέπει να απορρίπτει εύκολα όλα τα διεθνή σχέδια λύσης στο Κυπριακό, χρησιμοποιώντας τοπικούς συμμάχους που για δικούς τους λόγους επίσης δεν θέλουν λύση του Κυπριακού. Στην πράξη δεν την ενοχλεί καθόλου η διαιώνιση της μη λύσης του προβλήματος, την οποία συχνά-πυκνά σαμποτάρει στο ΣΑ με την ψήφο της, πότε γιατί το ζήτησε ο Τάσσος Παπαδόπουλος, πότε ο Δημήτρης Χριστόφιας και πότε ο Νίκος Αναστασιάδης, χωρίς βέβαια ποτέ να φέρει σε δύσκολη θέση την Τουρκία, την οποία δεν την ενοχλεί ποσώς η μη λύση. Με λίγα λόγια, η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται διακαώς για μια λύση του Κυπριακού, διότι αυτό επιβάλλουν τα πολύ μεγαλύτερα δικά της συμφέροντα. Δεν την ενδιαφέρει ποσώς λύση που θα ενσωματώνει οριστικά και αμετάκλητα την Κύπρο στο δυτικό σύστημα ασφαλείας. Μια τυχόν τέτοια λύση, εξάλλου, δεν θα της επέτρεπε ποτέ να υπογράψει τη συμφωνία που υπέγραψε προχθές με τον Νίκο Αναστασιάδη, ώστε τα ρωσικά πολεμικά πλοία να ναυλοχούν στη Λεμεσό. Ούτε θα της επιτρέπει να χρησιμοποιεί την Κύπρο ως οικονομική βάση για να ασκεί τη δική της εξωτερική πολιτική.

Συνοψίζοντας

Εν κατακλείδι, θα μπορούσε να προβεί κάποιος σε μια σειρά παρατηρήσεων για τη διφορούμενη στάση μας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

  • Όπως εξήγγειλε στη διακήρυξη εξωτερικής του πολιτικής ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, ανήκουμε στη Δύση, αλλά ως πραγματικοί Ανατολίτες και χωρίς σοβαρή παράδοση στις διεθνείς μας σχέσεις μπορούμε να κινούμαστε κατά το δοκούν και το συμφέρον, παραγνωρίζοντας ένα πολύ σημαντικό στοιχείο: ότι είμαστε πολύ μικρό κράτος για να κάνουμε τόσο μεγάλες μπαγαποντιές. Διά της επίσκεψης Αναστασιάδη στη Μόσχα η αξιοπιστία μας, κυρίως εντός των πρώην ανατολικών χωρών της ΕΕ, έπεσε στο ναδίρ.
  • Η πολιτική διακίνησή μας μεταξύ Ανατολής και Δύσης μπορεί να εξηγηθεί γεωγραφικά, αλλά το πρόβλημά μας δυστυχώς είναι γεωπολιτικό. Κάποιοι κάποτε μίλησαν για εμπλεκόμενα συμφέροντα, αλλά μάλλον εννοούσαν όχι τη χάραξη μιας σοβαρής εξωτερικής πολιτικής, αλλά μιας πολιτικής του «βούζουνου». Του τύπου «δεν με στήριξαν οι Αμερικανοί, πάω στους Ρώσους».
  • Κατά βάση, η ανατολίτική μας προσέγγιση έχει να κάνει κυρίως με το Κυπριακό. Η Δύση επιθυμεί μια λύση συμβιβασμού στην Κύπρο, αναγνωρίζοντας πόσο δύστροπος παίκτης είναι η Τουρκία. Δεν παίζει όμως το παιχνίδι της Τουρκίας, όσο κι αν κάποιοι στη χώρα μας επιμένουν να το περάσουν αυτό ως αδιαμφισβήτητο δόγμα. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, η Κύπρος θα αποτελείτο από δύο κράτη από το 1974. Η Κύπρος δεν θα έμπαινε ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, παρά τις απειλές της Τουρκίας. Δεν θα ξεκινούσε ποτέ γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της με αμερικανικές παροτρύνσεις και εγγυήσεις. Δεν θα διέσωζε κανένας την οικονομία της το 2013.

Δυστυχώς σε αυτόν τον δύσμοιρο τόπο όλα τα πιο πάνω τα περνάμε στο ντούκου ρίχνοντας ένα τεράστιο πέπλο μαύρης συνωμοσιολογίας κατά των Δυτικών (που βεβαίως φέρουν τις ευθύνες τους), υποβαθμίζοντας κυρίως τη δική μας αναξιοπιστία και ανοησία. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αναβαθμίζουμε και τη ρωσική επαμφοτερίζουσα πολιτική ως πανάκεια για την Κύπρο. Από τη στιγμή που η Ρωσία (και δεν την αδικούμε για αυτό) από το 1965 και εξής, όταν έχει να επιλέξει μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας, επιλέγει διακριτικά, αλλά σταθερά, πάντοτε την Τουρκία.