Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Εθνικιστές και χαραμοφάηδες

Γιατί οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν μπόρεσαν ποτέ να συνεργαστούν και να οικοδομήσουν μια κοινή πατρίδα; Ίσως γιατί η λέξη πατρίδα είναι φορτισμένη με μια σημειολογία που δεν επιτρέπει ταυτίσεις. Για τους Ελληνοκύπριους «της πατρίδας η σημαία έχει χρώμα γαλανό», για τους Τουρκοκύπριους «κόκκινο». Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει βέβαια με τα χρώματα, αλλά με διάφορα συμπαρομαρτούντα τα οποία παραπέμπουν σε μια λέξη που τα περικλείει όλα: εθνικισμός.

Ως κίνημα ο εθνικισμός κατάφερε να νικήσει πολυεθνικές και αυταρχικές αυτοκρατορίες. Τα εθνικά κράτη, ωστόσο, στη συνέχεια κατάφεραν μέσα από σύνορα και κυρίως συμφέροντα να καθοδηγήσουν τις μάζες των ανθρώπων σε μια εξοντωτική αντιπαράθεση. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και οι χιλιάδες πόλεμοι που ακολούθησαν το καταμαρτυρούν. Στην Κύπρο, για να είμαστε δίκαιοι, ούτε τεράστια συμφέροντα υπήρξαν ούτε και τεράστιες πολιτιστικές διαφορές θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς. Επί Τουρκοκρατίας, σε 4 τουλάχιστον περιπτώσεις Ρωμιοί και μουσουλμάνοι κινήθηκαν επαναστατικά εναντίον της Υψηλής Πύλης γιατί θεώρησαν ότι ετύγχαναν άγριας εκμετάλλευσης, ενώ δεν έλειψαν και οι φωνές εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία λειτουργούσε ως φοροσυλλέκτης του σουλτάνου. Επί Αγγλοκρατίας, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι κάτοικοι του νησιού ομιλούσαν την κυπριακή διάλεκτο, είχαν κοινά ήθη και έθιμα, οι δε περισσότεροι πήγαιναν και σε κοινά σχολεία.

Ο εθνικισμός στην Κύπρο ξεκίνησε για τους μεν Ε/Κ κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, για τους δε Τουρκοκύπριους αρχές της Αγγλοκρατίας για να ενταθεί μετά την ίδρυση του τουρκικού κράτους το 1923 και να πυροδοτηθεί περαιτέρω επί Παλμεροκρατίας, όταν οι Βρετανοί διά της συστηματικής εισαγωγής δασκάλων εκ Τουρκίας υποχρέωσαν τους Τ/Κ να φοιτούν σε τουρκικά σχολεία. Παρ' όλα αυτά, η συνύπαρξη Ε/Κ και Τ/Κ σε κοινά χωριά και πόλεις δεν επέτρεπε στους εθνικιστές και των δύο πλευρών να πάρουν το πάνω χέρι.

Ο έλεγχος απολέσθηκε μετά τη δεκαετία του 1950. Τη μεγαλύτερη δε ευθύνη τη φέρει η πλειοψηφούσα ε/κ πλευρά, η οποία διά του ενωτικού δημοψηφίσματος και του αγώνα της ΕΟΚΑ ουσιαστικά απέκλεισε κάθε δίαυλο επικοινωνίας με τους Τ/Κ, αφού οι Ε/Κ προσδέθηκαν στο άρμα του ελληνικού εθνικισμού. Ακολούθησαν οι Τ/Κ διά της ίδρυσης του σωματείου «Η Κύπρος είναι τουρκική» και ο εθνικισμός τους τους έφερε σε πλήρη αντιπαράθεση με τους Ε/Κ διά της ίδρυσης της ΤΜΤ. Εκ των πραγμάτων λοιπόν ήταν αδύνατο να λειτουργήσει το κράτος της Ζυρίχης, αυτό δηλ. που καλούμε σήμερα Κυπριακή Δημοκρατία. Για την ηγεσία των Ε/Κ η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ένα όχημα του ε/κ εθνικισμού που έκανε μια στάση το 1960 μέχρι να επιτευχθεί το αίτημα για Ένωση. Για τους Τ/Κ η Κυπριακή Δημοκρατία, διά της πολιτικής ισότητας που τους πρόσφερε, ήταν το εφαλτήριο για να φτάσουν στη διχοτόμηση.


Η εισβολή

Η τουρκική εισβολή του 1974 ματαίωσε το όραμα των Ε/Κ και έφερε τους Τουρκοκύπριους ντε φάκτο κοντά στο δικό τους όραμα. Αυτό της διχοτόμησης. Οι εθνικισμοί, ωστόσο, και των δύο κοινοτήτων δεν τους έδωσαν αυτό που κάθε λογικός άνθρωπος ονειρεύεται. Τη δυνατότητα να ζήσουν ειρηνικά και να ευημερήσουν.

Οι Ε/Κ έζησαν όλα αυτά τα χρόνια σε ένα διεφθαρμένο και πελατειακό κράτος, το οποίο βεβαίως άρχισε να βελτιώνεται μετά την ένταξή του στην Ευρώπη. Όπως έγραψε και ο «Economist», αυτό το κράτος παραμένοντας διχοτομημένο ποτέ δεν θα μπορέσει να αποκτήσει τον πλούτο και την ευημερία που του αξίζει. Αυτό το κράτος δεν μπορεί να προσελκύσει μεγάλες επενδύσεις λόγω έλλειψης ασφάλειας, οπότε θα φυτοζωεί πότε ξεπλένοντας μαύρο χρήμα και πότε κερδίζοντας μέσα από τις συμφορές των γύρω χωρών. Πανηγυρίζουμε γιατί αυξήσαμε τον τουρισμό, αλλά δεν βλέπουμε ότι αυτό συμβαίνει γιατί ο εμφύλιος έκλεισε μια ανταγωνιστική μας αγορά όπως η Αίγυπτος.


Οι Τ/Κ αισθάνθηκαν ευτυχισμένοι μετά το 1974 γιατί ήρθε η μητέρα πατρίδα να τους σώσει. Στην πορεία όμως αντιλήφθηκαν ότι η Τουρκία αυτό που θέλει είναι να εξυπηρετήσει τα γεωπολιτικά της συμφέροντα στην περιοχή. Κατά τα άλλα, «χαραμοφάηδες» τους ανεβάζει και «τεμπέληδες» τους κατεβάζει ο Ερντογάν. Προετοιμάζοντάς τους, αντί Ευρωπαίοι πολίτες, να γίνουν μια υπανάπτυκτη επαρχία της Ανατολίας, η οποία θα πλημμυρίσει εποίκους και θα παίρνει εντολές από την Άγκυρα.


Μια ελπίδα        

Την τελευταία δεκαετία ηγήθηκαν των Ε/Κ και των Τ/Κ ηγέτες οι οποίοι θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά. Κι αυτό γιατί μπορούσαν και μπορούν να σκεφτούν περισσότερο αυτό που μας ενώνει παρά αυτό που μας χωρίζει. Οι κύριοι Χριστόφιας και Ταλάτ δεν τα κατάφεραν παρότι έφτασαν σε πολύ σημαντικές συγκλίσεις. Οι κύριοι Αναστασιάδης και Ακιντζί φαίνεται ότι και αυτοί δυσκολεύονται. Ουδείς παραγνωρίζει τον ρόλο της Τουρκίας, των υπόλοιπων εγγυητριών δυνάμεων και κυρίως των μεγάλων παικτών. Θα θέλαμε ωστόσο από τους κυρίους Αναστασιάδη και Ακιντζί για πρώτη φορά στην ιστορία του Κυπριακού να αποτολμήσουν κάτι θαρραλέο, έστω και χωρίς να το φωνάξουν. Αν διεκδικούν την πατρότητα των συνομιλιών, ας λύσουν το πρόβλημα οι δυο τους. Ας καταλήξουν στην εσωτερική πτυχή λαμβάνοντας υπόψη τους φόβους και τις ανασφάλειες της κάθε πλευράς. Ας μας αποδείξουν ότι διαπραγματεύονται εν ονόματι των Κυπρίων. Ο συμβιβασμός είναι απλός. Οι Ε/Κ προσφέρουν αναγνώριση, πολιτική ισότητα και ένταξη των Τουρκοκυπρίων στην ΕΕ. Οι Ε/Κ παίρνουν πίσω έδαφος και απαλλάσσονται από τον φόβο της Τουρκίας. Οι Τ/Κ έχουν κάθε δικαίωμα να διεκδικούν εκ περιτροπής προεδρία και αποτελεσματική συμμετοχή. Δεν έχουν όμως δικαίωμα, όπως έκαναν οι Ε/Κ τη δεκαετία του 1950, να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Τουρκίας στην Κύπρο, ζητώντας καθεστώς Ευρωπαίου πολίτη για 80 εκατ. Τούρκους στην Κύπρο και εγγυητικά δικαιώματα.


Ο Τραμπ και ο Τρίτος Δρόμος του Φιλελευθερισμού

Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο Ντόναλντ Τραμπ; Ένας λαϊκιστής ο οποίος κατάφερε να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές του μέσου λευκού, χαμηλής μόρφωσης και εθνικιστή Αμερικανού πολίτη, ο οποίος βλέπει το εισόδημά του να συρρικνώνεται, την πολιτιστική του ταυτότητα να απειλείται και τη χώρα του να υποβαθμίζεται πολιτικά; Μήπως είναι ένας πανέξυπνος επιχειρηματίας ο οποίος χρησιμοποιεί την Αμερική για να εξυπηρετήσει το δικό του επιχειρηματικό όραμα; Μήπως είναι ένας πολιτικός ο οποίος ονειρεύεται να επιστρέψει τις ΗΠΑ στο δόγμα του απομονωτισμού του Μονρόε συνδυάζοντας ταυτόχρονα λογικές New Deal του Φραγκλίνου Ρούσβελτ κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου για να σώσει τη χώρα από την οικονομική κρίση και μια ετεροβαρή παγκοσμιοποίηση;
Ο δημόσιος λόγος του νέου Προέδρου των ΗΠΑ εμπεριέχει λίγο απ’ όλα τα πιο πάνω, ωστόσο, στη διατύπωσή του εύκολα μπορούν να εντοπισθούν πολλές αντιφάσεις.



Λαϊκισμός

Το σίγουρο είναι ότι η λαϊκιστική ρητορική του τον έφερε στην εξουσία. Άντλησε τα μάλα ο κ. Τραμπ από τη ρητορική των οπαδών του Brexit, με τον Νάιτζελ Φάρατζ να αποτελεί τον μέντορά του. Εμφανίστηκε ως προστάτης του μέσου Αμερικανού εργαζομένου που υποφέρει από την ανεργία, που έχει σοβαρές απώλειες στο εισόδημα λόγω της φθηνής εργασίας που προσφέρουν τα εκατομμύρια μεταναστών. Επένδυσε στον φόβο του μέσου προτεστάντη που αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά της χώρας και αισθάνεται ότι απειλείται το lifestyle ή αυτό που οι Αμερικανοί υπερηφανεύονται να ονομάζουν «the American way of living». Σύμφωνα με το Αμερικανικό Γραφείο Απογραφής Πληθυσμού, από 317 εκατ. το 2014, ο πληθυσμός της χώρας αναμένεται να φτάσει τα 417 το 2060, με τον αριθμό των μεταναστών να φτάνει στο 20% του συνολικού πληθυσμού. Η απρόσκοπτη ροή μεταναστών κυρίως από τη Λατινική Αμερική οδήγησε τον κ. Τραμπ να εξαγγείλει το κτίσιμο τείχους στα σύνορα με το Μεξικό. Αυτή τη στιγμή ζουν ως μετανάστες στις ΗΠΑ γύρω στα 12 εκατ. Μεξικανοί, ενώ η δεύτερη μεγαλύτερη ροή προέρχεται από την Κίνα με 3 περίπου εκατ. άτομα. Πρόκειται για μια προσέγγιση πάντως η οποία δεν στερείται ακόμα και ακαδημαϊκής στήριξης: ο καθηγητής του Χάρβαρντ Samuel P. Huntington στο περιώνυμο βιβλίο του «Who we are? The challenges to America’s National Identity» από το 2004 υποστηρίζει ότι λόγω της τεράστιας ροής μεταναστών από τη Λατινική Αμερική, και κυρίως το Μεξικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν ακόμα και με διάσπαση. Ο εν λόγω πολιτικός επιστήμονας αντικρούει τη θέση ότι η Αμερική είναι χώρα μεταναστών, αλλά εποίκων. Αναφερόμενος στους Αγγλοσάξονες, υποστηρίζει ότι αυτοί εποίκισαν τη χώρα και υιοθέτησαν έναν τρόπο ζωής ο οποίος σήμερα απειλείται. Ο προβληματισμός είναι παλιός. Το 1965 με τροπολογία του Τεντ Κένεντι τέθηκε σαφής οροφή στην εισροή μεταναστών στις ΗΠΑ. Επί προεδριών Τζορτζ Μπους και Μπιλ Κλίντον, ωστόσο, η ροή έγινε ανεξέλεγκτη, μέσα από νομοθεσίες οι οποίες εξυπηρετούσαν βασικά τις άμεσες ανάγκες των ΗΠΑ σε φθηνά εργατικά χέρια. Βεβαίως η μαζική φυγή αμερικανικών εταιρειών μετά το 2000 ήταν φυσιολογικό να δημιουργήσει προβλήματα ανεργίας. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον κ. Τραμπ να επενδύσει πολιτικά κατηγορώντας την απληστία των Αμερικανών κεφαλαιοκρατών οι οποίοι συλλήβδην την τελευταία δεκαετία μεταφέρουν τις εταιρείες τους στην Κίνα και την Ινδία, οδηγώντας σε ερήμωση παραδοσιακές βιομηχανικές πόλεις όπως το Ντιτρόιτ, κάνοντας υπερκέρδη λόγω του φθηνού εργατικού δυναμικού που βρίσκουν εκτός ΗΠΑ. Θα πρέπει να τονιστεί ότι την ίδια στιγμή αυξάνεται και η ροή Αμερικανών στο εξωτερικό. Σύμφωνα με το Γραφείο Προξενικών Σχέσεων των ΗΠΑ, σήμερα ζουν στο εξωτερικό γύρω στα 3,5-4,5 εκατ. Αμερικανοί, ενώ άλλες πηγές τους ανεβάζουν κοντά στα 9 εκατ. άτομα.
Ο Τραμπ πάντως έχει τους αριθμούς με το μέρος του. Συνολικά το εμπόριο των ΗΠΑ τα τελευταία δύο χρόνια κινείται πέριξ των 5 τρισ. δολαρίων ετησίως. Εξ αυτών τα 2,23 τρισ. δολ. είναι εξαγωγές και τα 2,8 τρισ. εισαγωγές. Η Αμερική συνολικά είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας μετά την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση και ο πρώτος εισαγωγέας στον κόσμο (CIA World Factbook World Rankings). Ο κ. Τραμπ με λίγα λόγια μας λέει ότι οι ΗΠΑ έχουν ένα τεράστιο έλλειμμα διότι εισάγουν περισσότερα από όσα εξάγουν. Όπως ανέφερε στην ομιλία εγκαθίδρυσής του, «έχουμε αναβαθμίσει τις ξένες βιομηχανίες εις βάρος της αμερικανικής βιομηχανίας. Έχουμε κάνει άλλες χώρες πλούσιες, ενώ ο πλούτος και η ισχύς της χώρας μας έχει εξαφανιστεί από τον ορίζοντα. Τα εργοστάσιά μας κλείνουν και ανοίγουν σε τρίτες χώρες χωρίς να νοιάζονται καθόλου για τα εκατ. Αμερικανούς που αφήνουν άνεργους. Ο πλούτος της μεσαίας τάξης μας έχει διαβρωθεί και τα εισοδήματα αυτά έχουν διανεμηθεί στα νοικοκυριά άλλων χωρών».

Η αντίφαση

Η θεωρία των αριθμών του κ. Τραμπ βέβαια δεν μπορεί να μετατραπεί σε πολιτική πρακτική διά της κήρυξης ενός ανένδοτου αγώνα προς την παγκοσμιοποίηση. Για έναν απλό λόγο: η οικονομική αλληλεξάρτηση διά της διάχυσης κεφαλαίων δεν είναι δυνατό να μπει σε μια λογιστική λογική εισαγωγών και εξαγωγών για να μπορέσει κάποιος να διαπιστώσει αν στο σύνολο χάνει ή κερδίζει, παρά το ότι αυτού του είδους τα αθροίσματα έχουν σοβαρές επιπτώσεις πάνω στις ζωές των απλών ανθρώπων. Τουλάχιστον τον τελευταίο μισό αιώνα κάποιοι οικονομικοί δεσμοί εξώθησαν αμερικανικές εταιρείες και Αμερικανούς στο εξωτερικό. Την ίδια στιγμή, όμως, χιλιάδες προϊόντα που κατασκευάζονται στο εξωτερικό έχουν γίνει πολύ πιο φθηνά για το βαλάντιο του Αμερικανού. Επίσης, χιλιάδες Αμερικανοί κατασκευαστές πωλούν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό και δεκάδες εκατομμύρια τουρίστες επισκέπτονται τις ΗΠΑ ενισχύοντας την οικονομία τους. Ας μην μιλήσουμε για τις υψηλού επίπεδου υπηρεσίες της χώρας (νομικά – λογιστικά – τραπεζικά ιδρύματα) που κινούνται σε παγκόσμια κλίμακα και τα πανάκριβά της πανεπιστήμια τα οποία προσελκύουν την ελίτ των νέων του κόσμου. Πώς λοιπόν ο Ντόναλντ Τραμπ θα διαχειριστεί την αλληλοεπιχώρηση παγκόσμιων συμφερόντων; Θα επαναφέρει το Δόγμα Μονρόε του 1823 με βάση το οποίο οι ΗΠΑ θεωρούσαν αιτία πολέμου κινήσεις των ευρωπαϊκών εθνών που επιθυμούσαν να αποικίσουν ή να αναμειχθούν στα πολιτικά πράγματα των κρατών στη Βόρεια και Νότια Αμερική; Το δόγμα αυτό, που καθόρισε αυτό που ονομάζεται αμερικανικός απομονωτισμός και ακολουθήθηκε από σειρά Προέδρων, αλά καρτ ακόμα μέχρι και τα τέλη του 20ού αιώνα, δεν θα μπορούσε σήμερα να εξυπηρετήσει τις ΗΠΑ παγκόσμια αλλά τοπικά, ούτε συνάδει με τον νέο τίτλο των Αμερικανών Πρόεδρων περί πλανητάρχη. Θα μπορούσε ο Ντόναλντ Τραμπ να κινηθεί στη λογική του New Deal του Ρούσβελτ μετά το κραχ του 1929, αναθερμαίνοντας την οικονομία της χώρας για να καταπολεμήσει την ανεργία; Το New Deal βεβαίως ήταν μέτρο ανάγκης για να ανακάμψει μια οικονομία η οποία κατέρρευσε. Σήμερα τα δεδομένα δεν είναι καθόλου τα ίδια. Ο συνδυασμός και των δύο κατά τρόπο επιλεκτικό, βέβαια, ίσως θα μπορούσε να δώσει κάποιες λύσεις. Υπό την έννοια ότι οι ΗΠΑ ως γεωπολιτική υπερδύναμη θα πάρουν αλά καρτ ό,τι τους συμφέρει, αγνοώντας τα συμφέροντα άλλων χωρών (κυρίως της Κίνας) και επιχειρηματικών ομάδων; Όταν βέβαια ο Τραμπ μίλησε για το κλείσιμο της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και παραπονέθηκε ότι η αγορά έχει κατακλυσθεί από γερμανικά αυτοκίνητα, υιοθετώντας λογικές προστατευτισμού, πήρε πληρωμένη απάντηση από τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ: «Αν θέλει η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία να ανακάμψει, τότε ας φτιάχνει καλύτερα αυτοκίνητα». Αν λοιπόν ο κ. Τραμπ σκέφτεται να επιβάλει νέους δασμούς στις εισαγωγές στη λογική ενός νεομερκαντιλισμού, τότε και οι αμερικανικές εξαγωγές θα έχουν την ίδια αντιμετώπιση από τρίτες χώρες. Τότε ίσως αποδειχθεί και ανιστόρητος, ξεχνώντας την πραγματική ανάγκη που υπαγόρευσε το Marshall Plan μετά τον Β’ Παγκόσμιο, για ανοικοδόμηση της Ευρώπης και στήριξη των αγορών. Χωρίς ανοικτές αγορές το αμερικανικό σύστημα θα καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος. Αν τίποτα από τα πιο πάνω δεν ισχύει, τότε ο κ. Τραμπ μάλλον όλα αυτά τα είπε για να εκλεγεί παίζοντας με τον φόβο και τα πραγματικά προβλήματα του μέσου Αμερικανού, οπότε, ναι, η κατηγορία για λαϊκισμό ισχύει.
Η αντίφαση βεβαίως γίνεται εκκωφαντική αν την προσωποποιήσουμε. Ποιος στ’ αλήθεια είναι ο Ντόναλντ Τραμπ; Αυτός που εξελέγη Πρόεδρος με το σύνθημα πάνω από όλα η Αμερική και οι άνθρωποί της οι οποίοι χάνουν το βιοτικό τους επίπεδο και την πολιτιστική τους ταυτότητα από την παγκοσμιοποίηση και τη ροή μεταναστών; Ή για να ανακαλύψουμε τον πραγματικό του εαυτό πρέπει να διερευνήσουμε τον επιχειρηματία Ντόναλντ Τραμπ; Ως Πρόεδρος σήμερα βλέπει τον κόσμο ως απειλή. Ως επιχειρηματίας, ωστόσο, εδώ και δεκαετίες έβλεπε τον κόσμο ως ευκαιρία. Ο ίδιος όλα αυτά τα χρόνια έχει κάνει το όνομά του brand, δίνοντάς το σε ξενοδοχεία στην Ινδία, στον Παναμά και σε πολυτελείς αναπτύξεις στην Ινδονήσια και τις Φιλιππίνες. Είναι ιδιοκτήτης δύο γηπέδων γκολφ στη Σκωτία. Έχει κλείσει τεράστιες οικονομικές συμφωνίες στη Μέση Ανατολή, στη Νότιο Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία. Σε όλα αυτά τα επιχειρηματικά του ανοίγματα ο Ντόναλντ Τραμπ ακολούθησε τη βασική εταιρική αμερικανική αρχή σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, διά του μότο: «Πήγαινε εκεί όπου υπάρχουν διαθέσιμοι πελάτες και βγάλε χρήματα απ’ αυτούς». Αυτή η φιλελεύθερη στρατηγική λειτούργησε τις τελευταίες δεκαετίες με ξεχωριστή επιτυχία και δημιούργησε τεράστιο πλούτο σε ολόκληρο τον πλανήτη, καθιστώντας τον ίδιο δισεκατομμυριούχο.

Ο Τρίτος Δρόμος

Μπορεί λοιπόν ο Πρόεδρος Τραμπ να αναιρέσει τον επιχειρηματία Τραμπ; Ή μήπως μέσα από τη λαϊκιστική και ξενοφοβική ρητορική του, η οποία φαίνεται να σαγηνεύει τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα Μέι, να εμπνέει τη Γαλλίδα εθνικίστρια Μαρίν Λεπέν, να προσελκύει το ενδιαφέρον των αυταρχικών Βλαντίμιρ Πούτιν και Ταγίπ Ερντογάν, μπορούμε να αναζητήσουμε τον δικό του Τρίτο Δρόμο προς τον επιλεκτικό φιλελευθερισμό; Ένα δρόμο που θα επαναφέρει την ευθύνη και το βάρος που κουβαλά στους ώμους ο λευκός άνθρωπος, ώστε να «σώσει» τον πλανήτη, εγκαινιάζοντας μια νέα φάση νεοαποικισμού; Δίνοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία στους συντηρητικούς και τους φοβικούς του πλανήτη να βαπτισθούν για μια ακόμα φορά στην κολυμβήθρα του εθνικολαϊκισμού και να ανασυνταχθούν σε νέα μέτωπα;
Βεβαίως δεν λείπουν και κάποιοι πικρόχολοι αναλυτές οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτή η αντίθεση Προέδρου και επιχειρηματία στο πολύ εγγύς μέλλον ίσως βρει μια διαφορετική σύνθεση. Ο επιχειρηματίας Τραμπ και ο Πρόεδρος Τραμπ μπορούν να συμφιλιωθούν σύμφωνα με τον Αμερικανό οικονομολόγο Adam Davidson σε άρθρο του στο «New York Times Magazine»: «Ο δυϊσμός αυτός βέβαια μπορεί να μην δουλέψει προς όφελος της Αμερικής. Μπορεί όμως άνετα να δουλέψει υπέρ της τσέπης του».