Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Οι 70χρονοι με μυαλό 12χρονου

Η πρόσφατη πυρκαγιά στο Τροόδος κατασβέστηκε. Ανέδειξε όμως μια άλλη πυρκαγιά που δεν σβήνει εδώ και 42 χρόνια. Αυτή είναι εσωτερική και κατακαίει τα σωθικά μας.
Αν το Κυπριακό –όπως μας λένε συνεχώς οι κύριοι Αναστασιάδης και Ακιντζί– μπορεί να λυθεί εντός του 2016, αν ισχύει η δήλωση του Μπαν Κι-μουν ότι θέλει περί το τέλος του 2016 να έρθει στην Κύπρο για να γιορτάσει την επανένωση, αν δηλαδή είμαστε τόσο κοντά σε μια λύση, τότε γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε να σβήσουμε μια πυρκαγιά που καίει το μεγαλύτερο δάσος μας; Το σπίτι μας!
Δεν θέλω με το κείμενο αυτό να διαγράψω τη μεγάλη καταστροφή στο Τρόοδος, τους δύο ηρωικούς νεκρούς δασοπυροσβέστες, τους δεκάδες τραυματίες και τους χιλιάδες επαγγελματίες και εθελοντές που εργάστηκαν για την κατάσβεσή της. Η πυρκαγιά του Τροόδους έσβησε.
Η πυρκαγιά ωστόσο του 1974 με τους χιλιάδες νεκρούς και αγνοουμένους, με τις εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, με τα εκατομμύρια θλιμμένα βλέμματα μπροστά στην εικόνα της διαμοιρασμένης μας πατρίδας δεν έσβησε ποτέ. Είναι εκεί και κατατρώει νυχθημερόν τις ψυχές μας, παραπλανά τη σκέψη μας αφήνοντας τέφρα και αποκαΐδια στον δρόμο των γενιών που έρχονται.
Γιατί οι ηγέτες μας δεν μπορούν να σβήσουν την πυρκαγιά του Κυπριακού; Υπάρχει μια φράση για αυτούς που «βλέπουν το δέντρο και χάνουν το δάσος». Προφανώς εφευρέθηκε για να δοξάζει τους στενοκέφαλους που εμμένουν στις λεπτομέρειες μιας κατάστασης χάνοντας με αυτόν τον τρόπο την ουσία, τη μεγάλη εικόνα, την ευρύτερη διάσταση των πραγμάτων. Το δέντρο στη δική μας περίπτωση είναι η πυρκαγιά στο Τρόοδος. Το δάσος είναι η επίλυση του Κυπριακού. Συνεκδοχικά, και παρακολουθώντας τη φορά των πραγμάτων, μετά λύπης μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι ούτε τον τίτλο του στενοκέφαλου δεν μπορούμε να απονείμουμε στους ηγέτες μας.
 Πραγματικοί ηγέτες
Μετά το 1945, Γαλλία και Γερμανία κλήθηκαν εκ των πραγμάτων να συνεργαστούν. Τους χώριζαν χιλιάδες εστίες φωτιάς: οι γαλλοπρωσικοί πόλεμοι του 1870, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος του 1914, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος του 1939, μερικά εκατομμύρια νεκροί, χαμένες πατρίδες, ένας απύθμενος ρεβανσισμός και μια τεράστια ιστορική προκατάληψη τουλάχιστον 5 γενεών.
Δεν χρειάστηκαν παρά μερικά χρόνια οι Σαρλ ντε Γκολ και Κόνραντ Αντενάουερ να αντικρίσουν την ομορφιά του δάσους. Να δουν τη μεγάλη εικόνα. Η γαλλογερμανική Συνθήκη Φιλίας, ή αλλιώς Συνθήκη των Ηλυσίων, υπεγράφη στις 22 Ιανουαρίου 1963 και ήρθε να γεφυρώσει διαφορές, μπροστά στις οποίες το Κυπριακό φαντάζει σχεδόν μηδαμινό. Ο Ντε Γκολ δεν πίστευε σοβαρά στην προοπτική της διακυβερνητικής συνεργασίας, απεναντίας κατατρυχόταν από έναν γαλλικό μεγαλοϊδεατισμό, που ήθελε τη χώρα του καταλύτη, αν όχι ρυθμιστή, στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Γι' αυτό και δεν ήθελε τους Βρετανούς στα πόδια του. Ο Αντενάουερ έβλεπε την εκκολαπτόμενη τότε ΕΟΚ ως το εφαλτήριο για την ολική επαναφορά της Γερμανίας στο διεθνές γίγνεσθαι, αλλά και ως ανάχωμα κατά της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία ήλεγχε την Ανατολική Γερμανία. Κάπου εδώ προέκυψε η θέαση του δάσους των κοινών τους συμφερόντων. Και οι δύο πολιτικές θα μπορούσαν να υπηρετηθούν μέσω μιας ισχυρής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο θεμέλιος λίθος αυτής της συμπόρευσης τέθηκε το 1958 μέσω της Συνθήκης της Ρώμης. Έκτοτε οι Γερμανοί και οι Γάλλοι δεν έχουν πολεμήσει ποτέ ξανά. Το αίμα σταμάτησε να ρέει ματώνοντας τα ανήσυχα νερά του Ρήνου. Αν κάτι ρέει άφθονο, είναι το γαλλικό κρασί στα τραπέζια των Γερμανών και η γερμανική μπίρα στα τσιμπούσια των Γάλλων. Ευτύχησαν βέβαια οι άνθρωποι μετά από μια στρατιά ηλιθίων ηγετών-πολιτικών στην πιο κρίσιμη καμπή, μετά τη λήξη του καταστροφικού Β' Παγκόσμιου Πολέμου, να έχουν δύο ηγέτες αποφασιστικούς. Οι οποίοι εφάρμοσαν στην πράξη τη γνωστή ρήση «προορισμός της ηγεσίας είναι η δημιουργία περισσότερων ηγετών και όχι οπαδών».
 Οι ουραγοί
Στην Κύπρο, κρίνοντας εκ των πραγμάτων, βρισκόμαστε ακόμα σε αναζήτηση ηγετών. Στόχος ενός ηγέτη είναι να προβλέπει και κυρίως να κινείται μερικά χρόνια μπροστά από τη μέση προσλαμβάνουσα παράσταση ενός μέσου πολίτη, όπως όλοι εμείς. Όλοι εμείς είναι λογικό να βλέπουμε το σήμερα και το αύριο. Να κοιτάζουμε πώς θα τα βγάλουμε πέρα με την οικονομική κρίση, πώς θα σπουδάσουμε τα παιδιά μας. Είναι επίσης λογικό να φοβόμαστε την κατοχή, την Τουρκία, τους ξένους στρατούς και τον πόλεμο μήπως ξανακτυπήσει την πόρτα μας.
Έχω την εντύπωση ότι στην Κύπρο οι ηγεσίες, ένθεν και ένθεν του οδοφράγματος, δεν κάνουν ούτε καν αυτό: ξυπνούν το πρωί και η πολιτική τους φιλοδοξία εξαντλείται στις 8 το βράδυ με ένα θριαμβικό ρεπορτάζ στα κανάλια για το πόσο μεγάλοι, πόσο ευαίσθητοι και λαμπροί υπήρξαν την ημέρα που πέρασε! Αύριο, έχει ο Θεός!
Ξέσπασε η πυρκαγιά στην Ευρύχου και ο Πρόεδρος ορθώς ανέτρεψε το πρόγραμμα που επιμελώς εκπονήθηκε για τους εορτασμούς του Κατακλυσμού: να φάει δηλαδή λοκουμάδες στις Φοινικούδες και να παίξει καζαντί στην επίχωση στη Λεμεσό. Για τις επόμενες τρεις μέρες κατασκήνωσε στη Γαλάτα για να συντονίζει το Κέντρο Επιχειρήσεων. Μαζί με τους 3 αρμόδιους υπουργούς πραγματοποίησε 20 συσκέψεις με τους αρμοδίους έως την Τετάρτη, οι οποίοι αντί να συντονίζουν την πυρκαγιά ενημέρωναν τον Πρόεδρο και τους υπουργούς ώστε να κάνουν δηλώσεις μετά στα ΜΜΕ. Το βράδυ στα δελτία οι τίτλοι έπεφταν βροχή: «Επί τόπου η κυβέρνηση», «Έρχονται 4 γαλλικά Καναντέρ με έκκληση του Προέδρου». Εν ολίγοις, εφήμερος πολιτικός θρίαμβος. Το ξύλο άρχισε μετά την Τετάρτη.
Από την άλλη, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, με περισσότερη πολιτική τακτική στο σκεπτικό του, έριξε την ιδέα της συμμετοχής των Τ/Κ στην κατάσβεση της πυρκαγιάς. Πολύ ορθή κίνηση, αν δεν εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες και αν ο ίδιος πριν από μερικούς μήνες επέτρεπε στα ε/κ μέσα πυρόσβεσης να βοηθήσουν στην κατάσβεση της φωτιάς στο Βαρώσι. Ο Ακιντζί θα ήταν ο πολιτικός που θέλουμε αν από μόνος του έλεγε: «Έχουμε 20 πυροσβεστικά οχήματα. Αφαιρέσαμε τα σήματα του ψευδοκράτους και ερχόμαστε να βοηθήσουμε ως Κύπριοι στο σβήσιμο της φωτιάς που καίει το κοινό μας δάσος». Δεν το έκανε και στη συνέχεια μας το έπαιζε και μεσάζων της Τουρκίας.

Το δέντρο, η καρέκλα και το χειροκρότημα
Κολλήσαμε βέβαια κι εδώ:
Το μέγα ερώτημα που τέθηκε και απασχόλησε τεράστια σύσκεψη στο υπουργείο Εξωτερικών είναι από πού θα εφορμούν τα τουρκικά ελικόπτερα. Βεβαίως, είπαν, από το αεροδρόμιο Λάρνακας, όπως έκαναν οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Ισραηλινοί. Έτσι οι Τούρκοι και θα κατασβέσουν τη φωτιά και θα αναγνωρίσουν την Κυπριακή Δημοκρατία που σταμάτησαν να αναγνωρίζουν από το 1964. Οι φωστήρες του ΥΠΕΞ πίστευαν ότι η Τουρκία θα εγκατέλειπε την πολιτική της στο Κυπριακό για να μας σβήσει την πυρκαγιά. Είμαστε τυχεροί που η φωτιά δεν έγειρε κατά τα Πλατάνια, γιατί σήμερα θα βρισκόταν στη Χιονίστρα.
Η Τουρκία ήθελε να επιχειρεί από την Τύμπου. Να βοηθήσουμε τους Ελληνοκυπρίους, να κερδίσουμε ανθρωπιστικούς πόντους διεθνώς, αλλά και να αναγνωριστεί εμμέσως πλην σαφώς το παράνομο κράτος του βορρά. Αν πραγματικά ήθελαν να βοηθήσουν και να κτίσουν ουσιαστικές γέφυρες, θα μπορούσαν να επιχειρούν από τις Βρετανικές Βάσεις. Ή, ακόμα, κατευθείαν από τη Μερσίνα σε συντονισμό με τις κυπριακές αρχές, αφού είναι λογικό κάποιος να τους δίνει τις συντεταγμένες ρίψης του νερού. Έτσι, θα μπορούσε και μία φορά ο φοβικός Ε/Κ να σκεφτεί: «Ρε, μήπως και έχουν αλλάξει οι Τούρκοι;»
Τελικά η φωτιά έσβησε, η ευκαιρία για μια ελπιδοφόρα συνεργασία χάθηκε και την Πέμπτη οι δύο ηγέτες ξεκίνησαν ξανά τις συνομιλίες για το Κυπριακό. Με την ίδια προκατάληψη, με την ίδια αμφιβολία, με πανομοιότυπες δεύτερες σκέψεις ότι δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον.
Αν ασχολούνταν με κάτι τέτοια ο Ντε Γκολ και ο Αντενάουερ, δεν θα είχαμε ποτέ την ΕΕ. Η οποία κτίστηκε πάνω στα ματωμένα πεδία των μαχών του Β' Παγκοσμίου, αφού παραμερίστηκαν τα διπλωματικά πρωτόκολλα του παρελθόντος και απομακρύνθηκαν οι γελοίοι διπλωμάτες με τα παπιγιόν. Οι δύο χώρες πολέμησαν για 100 χρόνια για τον έλεγχο της Αλσατίας και της Λωραίνης και θα μπορούσαν να πολεμούν ακόμα 100. Αντί τούτου, έκτισαν μια πλατιά γέφυρα πάνω από τον Ρήνο: το πρωί οι Γάλλοι ψωνίζουν από το Κελ τρόφιμα και το βράδυ μαγειρεύουν και διασκεδάζουν με τους Γερμανούς.
Βέβαια, ας μην κατηγορούμε μόνο τους δικούς μας ηγέτες: με κάτι τέτοια ασχολήθηκε και ο λίγος Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος έθεσε ως προτεραιότητα την αναστροφή της κατακόρυφης πτώσης της τιμής της σαρδέλας στη δυτική Ουαλία και τώρα τρέχει να σώσει τη βρετανική λίρα που καταποντίζεται και τη Βρετανία που απειλείται με τριχοτόμηση. Αντί να παλέψει για τη βελτίωση της όντως προβληματικής ΕΕ τα τελευταία χρόνια, κατέφυγε σε ένα δημοψήφισμα, νομίζοντας ότι θα το κερδίσει, για να περισώσει έτσι τη θεσούλα τού πρωθυπουργού.
Με τον ίδιο τρόπο συνεχίζουμε κι εμείς εδώ στην Κύπρο, όπως τα τελευταία 42 χρόνια, αναζητώντας το δέντρο, αγωνιζόμενοι για μια καρεκλίτσα και ένα εφήμερο χειροκρότημα. Για το δάσος ούτε λόγος να γίνεται. Και δεν θα το βρούμε ποτέ ενόσω δεν μπορούμε να συνεργαστούμε για την κατάσβεση μιας πυρκαγιάς που κατά λάθος ξεκίνησε από τα χέρια ενός 12χρονου. Ο 12χρονος βέβαια κάποια στιγμή θα μεγαλώσει και ίσως γίνει ένας λαμπρός περιβαλλοντιστής. Το μεγάλο μας πρόβλημα στην Κύπρο δεν είναι 12χρονοι. Είναι οι 70χρονοι που συμπεριφέρονται σαν 12χρονοι. Αυτοί δεν έχουν καμιά προοπτική!