Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Χρειαζόμαστε ένα μνημείο ηλιθιότητας

Το να αναψηλαφεί κανείς το παρελθόν με στόχο την πολιτική εκμετάλλευσή του στο παρόν είναι άσκηση ματαιοπονίας. Νομίζω αυτό κάνουμε στην Κύπρο: Το ότι ματαίως ενθυμούμαστε κάθε χρόνο το πραξικόπημα ή την εισβολή συνάγεται εξάλλου και μέσα από την καθημερινή μας συμπεριφορά. Ανασύρουμε τα πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, είτε επετειακά είτε κατά τη διάρκεια εκλογών, για να πολιτικολογούμε στο παρόν. Εν τοιαύτη περιπτώσει  πιστεύω ακράδαντα ότι η Ιστορία δεν έχει τίποτα να μας διδάξει και προφανώς οφείλουμε να αποδεχτούμε αυτό που είπε ο φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ «ότι κανένας λαός δεν μαθαίνει από την ιστορία του». Πέρα από βαρύγδουπους ορισμούς η Ιστορία είναι κατά την ταπεινή μου άποψη μια χρηστική επιστήμη: Είναι η επιστήμη που θέλει  ή πρέπει να βοηθήσει τον άνθρωπο να γίνει καλύτερος. Το έχω ξαναγράψει πολλές φορές: Η Ιστορία μοιάζει με αιχμηρό μαχαίρι. Μ' αυτό μπορείς να ξεκοιλιάσεις τον γείτονά σου. Με το ίδιο μαχαίρι μπορείς να μοιράσεις ψωμί για να φας μαζί του στο ίδιο τραπέζι.
Τι μάθαμε λοιπόν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και την εισβολή της 20ής Ιουλίου; Μας δίδαξαν κάτι αυτά τα ιστορικά παθήματα; Για να μάθουμε, βέβαια, οφείλουμε να μελετήσουμε, να αποκτήσουμε πραγματική γνώση και ναι, αυτό είναι αιχμή προς τους ιστορικούς της χώρας μας. Αν έχεις γνώση τότε μπορείς να έχεις και γνώμη έλεγε ο Σωκράτης και είχε απόλυτο δίκαιο. Οι Κύπριοι, πάντως, έχουμε καταργήσει την πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση. Έχουμε απλώς γνώμη!
Τα ερωτήματα
Το θέμα είναι ανεξάντλητο. Γι' αυτό θα αρκεστώ κυρίως σε ερωτήματα: Τι ήταν το πραξικόπημα και η εισβολή; Κάποιοι αποκαλούν τις δύο αυτές θλιβερές επετείους ως το «δίδυμο έγκλημα κατά της Κύπρου». Ποιο είναι το περιτύλιγμα αυτής της φράσης; Ότι ξύπνησαν ένα πρωινό κάποιοι «άφρονες» Ελλαδίτες στρατιωτικοί και Κύπριοι Εοκαβητατζήδες υποκινούμενοι από τους Αγγλοαμερικανούς και αποφάσισαν να ρίξουν τον Μακάριο για να επιτρέψουν στην Τουρκία να καταλάβει τη μισή Κύπρο! Αυτή είναι η προσέγγιση μας τις τελευταίες δεκαετίες η οποία απέδειξε ότι δεν οδηγεί πουθενά. Πρόκειται για μια έτοιμη απάντηση η οποία κρύβει κάτω από το χαλί τα προβλήματά μας και κυρίως τις δικές μας ευθύνες. Ίσως λοιπόν πρέπει να αναδιατυπώσουμε το ερώτημα: Πώς φτάσαμε στο πραξικόπημα  και την εισβολή; Μήπως το πραξικόπημα έχει σχέση με την ποιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1960 ώς το 1974; Η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή, ήταν ένα δημοκρατικό κράτος για τους Ε/Κ και πολύ περισσότερο για τους Τ/Κ; Οι κάτοικοι αυτής της Δημοκρατίας πίστευαν στην Ανεξαρτησία της και είχαν μια έστω μίνιμουμ πολιτική συνοχή σε ό,τι αφορά την πραγμάτωσή της; Ποιες ευθύνες έχουν οι ιστορικοί ηγέτες των Ε/Κ, δηλ. ο Μακάριος και ο Γρίβας, και ποιες ο Ντενκτάς; Η Κυπριακή Δημοκρατία είχε σοβαρή εξωτερική πολιτική ή έπαιζε επιπόλαια παιχνίδια εν μέσω Ψυχρού Πολέμου; Πώς προέκυψε η TMT; Γιατί μας προέκυψαν  το Σχέδιο Ακρίτας, το Εθνικό Μέτωπο και η ΕΟΚΑ Β΄ το 1972 επαναφέροντας το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα; Μήπως διότι με ευθύνες ΟΛΩΝ ο πόλεμος της ΕΟΚΑ Α΄ δεν τέλειωσε ποτέ; Μήπως το αίτημα της Ένωσης αποτελούσε για ΟΛΟΥΣ την κρυφή ατζέντα των Ελληνοκυπρίων μετά το 1960; Δεν έχει σημασία ποιος ξεκίνησε πρώτος, αλλά το ακόλουθο ερώτημα νομίζω είναι έγκυρο: αν στόχος των Ε/Κ ήταν η Ένωση, δεν ήταν λογικό και οι Τ/Κ να θέσουν ως στόχο τη διχοτόμηση;
Με κίνδυνο να θεωρηθώ ως απολογητής της εισβολής οφείλω να θέσω κατ' αντιστροφή και μια σειρά άλλα ερωτήματα, η απάντηση  των οποίων απαιτεί κάποιο βαθμό ιστορικής ενσυναίσθησης: Αν πλειοψηφία στην Κύπρο ήταν οι Τ/Κ και αν το 80% των Τουρκοκυπρίων μετά την υπογραφή της Ανεξαρτησίας συνέχιζε να διεκδικεί Ένωση με την Τουρκία, το 20% των Ε/Κ θα είχε δικαίωμα να το αρνηθεί ναι ή όχι; Αν οι Τ/Κ ήταν το 80% και αν η Τουρκία έκανε πραξικόπημα, το 20% των Ε/Κ θα ζητούσε επέμβαση της Ελλάδας ως εγγυήτριας δύναμης ναι ή όχι; Θα θεωρούσε το πραξικόπημα της Τουρκίας εισβολή ναι ή όχι; Θα μπορούσε κάποιος να αποφύγει να απαντήσει χαρακτηρίζοντας τα ερωτήματα υποθετικά. Ορθόν. Όλοι όμως έχουμε ήδη δώσει τις απαντήσεις μέσα μας. Όλοι γνωρίζουμε ότι στις 15 Ιουλίου 1974 η Ελλάδα διά της χουντικής κυβέρνησης εισέβαλε στην Κύπρο, με τη συνδρομή των υπολειμμάτων της ΕΟΚΑ Β΄ και στις 20 Ιουλίου η Τουρκία εισέβαλε επίσης στην Κύπρο με τη συνδρομή της TMT. Βεβαίως δεν πρέπει να είμαστε ισοπεδωτικοί: Η χούντα δεν είχε πολιτική νομιμοποίηση και ακόμα διά του πραξικοπήματος (όσο τουλάχιστον διήρκεσε) δεν άσκησε βία κατά των Τουρκοκυπρίων, δεν τους ξεσπίτωσε, δεν δολοφόνησε αμάχους. Αυτές τις βρομοδουλειές τις έκαναν οι Ε/Κ το 1963. Αντιθέτως η Τουρκία, η οποία επενέβη ως εγγυήτρια δύναμη, κατά τα λεγόμενά της, επέδειξε πρωτόγνωρη βαρβαρότητα κατά των Ε/Κ, έχοντας πίσω της ως χειροκροτητή το τουρκικό έθνος. Ας μην μιλήσουμε βέβαια για κατάλυση της συνταγματικής τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή κατελύθη το 1964 από τους Ε/Κ και τους Τ/Κ, με την Ελλάδα και την Τουρκία να δίνουν το τελικό κτύπημα το 1974.        
Μετά το 1974

Αν απαντούσαμε με ειλικρίνεια τα πιο πάνω ερωτήματα, ίσως το πραξικόπημα και η εισβολή να μας προσέφεραν ένα διαφορετικό μάθημα από αυτό που πήραμε. Τα αφήσαμε όμως αναπάντητα ή κάποιοι τα απαντούν επιλεκτικά, παραμένοντας στη συνθηματολογία «του δίδυμου εγκλήματος κατά της Κύπρου με ευθύνες ξένων». Αποδώσαμε τις κυρίως ευθύνες στους Αγγλοαμερικανούς και στο ΝΑΤΟ, οι οποίοι συνωμότησαν κατά της χώρας μας, καταγγείλαμε την Τουρκία σε όποια διεθνή fora  είχαμε δυνατότητα, εξήραμε τις θέσεις αρχών των Σοβιετικών, ξεχάσαμε το πραξικόπημα της χούντας και κυρίως ρίξαμε μπόλικη αιθαλομίχλη για να καλύψουμε τις δικές μας ανοησίες μέχρι το 1974.
Η ομίχλη στην Κύπρο, όπως θα έλεγε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, δεν είναι μετεωρολογικό φαινόμενο. Είναι ιστορικό. Σε ένα τοπίο στην ομίχλη μπορείς να γυρίσεις μια ποιητική ταινία όπως αυτήν του Αγγελόπουλου η οποία μπορεί να είναι συνάμα και άκρως πολιτική. Δυστυχώς ούτε ο Μακάριος, ούτε ο Γρίβας, ούτε ο Ντενκτάς, ούτε οι διάδοχοί τους πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δεν είχαν αυτή την ενάργεια πνεύματος.
Η έλλειψη ηγεσίας και στις δύο κοινότητες, που οδήγησε στο 1974, εξακολούθησε να είναι ζητούμενο και στη μετά 1974 εποχή. Ο Ραούφ Ντενκτάς κάτω από τη σκιά των όπλων οικοδόμησε ένα «κράτος» που στηρίχθηκε πάνω σε ένα εθνικό ξεκαθάρισμα και μια κλοπή περιουσιών. Έκτοτε οι Τουρκοκύπριοι αναζητούν αναγνώριση χωρίς επιτυχία, απεναντίας άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι ο εκ του ασφαλούς εθνικισμός θα τους μετατρέψει σε μιαν ακόμα υποβαθμισμένη επαρχία της Τουρκίας. Οι Τουρκοκύπριοι έμαθαν εν ολίγοις πολύ λίγα από το πραξικόπημα, την εισβολή και εν γένει την Ιστορία μας. Ζουν υπό καλύτερες συνθήκες αλλά βιώνουν τα ίδια πολιτικά αδιέξοδα της δεκαετίας του 1960.
Από την άλλη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εξακολούθησε να κινείται πάνω σε δύο αντιφατικές γραμμές δίκην σιβυλλικού χρησμού: Εξήγγειλε μετά την εισβολή «μακροχρόνιο αγώνα για άρση των τετελεσμένων της εισβολής και της κατοχής». Το 1977, ωστόσο, υπέγραψε τη συμφωνία υψηλού επιπέδου με τον Ντενκτάς στην οποία αποδεχόταν διπεριφερειακή ομοσπονδία. Εν ολίγοις ποια είναι η γραμμή Μακαρίου; Ποιος είναι ο πραγματικός διάδοχός του; Ο Γλαύκος Κληρίδης ή ο Τάσσος Παπαδόπουλος;
Το ότι μηρυκάζουμε εν έτει 2016 την ίδια αδιέξοδη σκέψη της δεκαετίας του 1960 που μας οδήγησε στα αδιέξοδα του 1974, καταδεικνύει ότι η ηγεσία μας εξακολουθεί να είναι ελλειμματική και ότι μεσοπέλαγα αρμενίζει οδηγώντας μας συνεχώς στα βράχια.
Ακόμα και να δεκτούμε την επικρατούσα άποψη ότι τα σενάρια καταστροφής της Κύπρου γράφτηκαν από ξένους, είναι δύσκολο να δικαιολογήσουμε τους εαυτούς μας. Ένας συγγραφέας, είτε αυτός είναι θεατρικός, είτε αναλυτής της CIA ή της  KGB για να υλοποιήσει ένα σενάριο, χρειάζεται πρωταγωνιστές και κομπάρσους. Διαφορετικά το σενάριο καταχωνιάζεται σε ένα συρτάρι και ξεχνιέται. Στην Κύπρο εν ολίγοις όλοι παίξαμε το ρόλο μας οπότε φέρουμε κι εμείς τις ευθύνες που μας αναλογούν.
Θέλουμε μια ασφαλή ένδειξη
Ξέρετε ποια θα ήταν η ασφαλέστερη ένδειξη ότι ωριμάσαμε και μάθαμε κάτι από το 1974; Πρέπει να γράψουμε εμείς το δικό μας σενάριο και να υποδυθούμε τους δικούς μας ρόλους. Μόνο έτσι μπορούμε να φτάσουμε σε λύση του Κυπριακού, Επιπλέον μια ακόμα ένδειξη ωριμότητας θα ήταν αν οι ηγέτες που έχουμε σήμερα μπορούσαν να δώσουν μια κοινή ερμηνεία πώς οι δύο κοινότητες φτάσαμε στο 1974. Κάτι ψέλλισαν βέβαια αλλά δεν είναι αρκετό. Ανεξαρτήτως των σοβαρών ευθυνών άλλων χωρών, είναι σαφές πως και οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι φέρουν πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το 1963 και το 1974. Μπορούν να καταγράψουν αυτή την ευθύνη σε ένα κομμάτι χαρτί;
Η ανάληψη ευθύνης είναι μια ιστορική πράξη που χαρακτηρίζει σοβαρές ηγεσίες. Αν κάποιος περιδιαβάσει την Κύπρο από την Πάφο μέχρι την Καρπασία θα δει ότι καθημερινά υψώνονται μνημεία Ε/Κ και Τ/Κ ηρώων που πολέμησαν μεταξύ τους.  Πρόκειται για τους γενναίους ήρωες μας οι οποίοι εξακολουθούν όμως να μας διχάζουν. Αυτή η στάση μεγαλώνει την απόσταση μεταξύ των γενιών που έζησαν την εισβολή και προάγει ακραίες συμπεριφορές κυρίως στους νέους, οδηγώντας τους πολλές φορές στον εξτρεμισμό. Οπότε χρειαζόμαστε κατεπειγόντως κάτι εξισορροπητικό. Πρώτον τη δημιουργία μιας νέας γενιάς ηρώων. Αυτών που θα μας ενώνουν. Απαραίτητο είναι επίσης και ένα κυπριακό μνημείο ηλιθιότητας. Η αυτομαστίγωση, η οποία καμιά φορά οδηγεί στην αναγνώριση ενός αρνητικού γεγονότος, μπορεί να έχει και ευεργετικά αποτελέσματα. Όπως π.χ. στη δημιουργία μιας θετικής ταυτότητας για όλους τους Κυπρίους.