Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γρίβας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γρίβας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Χρειαζόμαστε ένα μνημείο ηλιθιότητας

Το να αναψηλαφεί κανείς το παρελθόν με στόχο την πολιτική εκμετάλλευσή του στο παρόν είναι άσκηση ματαιοπονίας. Νομίζω αυτό κάνουμε στην Κύπρο: Το ότι ματαίως ενθυμούμαστε κάθε χρόνο το πραξικόπημα ή την εισβολή συνάγεται εξάλλου και μέσα από την καθημερινή μας συμπεριφορά. Ανασύρουμε τα πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, είτε επετειακά είτε κατά τη διάρκεια εκλογών, για να πολιτικολογούμε στο παρόν. Εν τοιαύτη περιπτώσει  πιστεύω ακράδαντα ότι η Ιστορία δεν έχει τίποτα να μας διδάξει και προφανώς οφείλουμε να αποδεχτούμε αυτό που είπε ο φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ «ότι κανένας λαός δεν μαθαίνει από την ιστορία του». Πέρα από βαρύγδουπους ορισμούς η Ιστορία είναι κατά την ταπεινή μου άποψη μια χρηστική επιστήμη: Είναι η επιστήμη που θέλει  ή πρέπει να βοηθήσει τον άνθρωπο να γίνει καλύτερος. Το έχω ξαναγράψει πολλές φορές: Η Ιστορία μοιάζει με αιχμηρό μαχαίρι. Μ' αυτό μπορείς να ξεκοιλιάσεις τον γείτονά σου. Με το ίδιο μαχαίρι μπορείς να μοιράσεις ψωμί για να φας μαζί του στο ίδιο τραπέζι.
Τι μάθαμε λοιπόν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και την εισβολή της 20ής Ιουλίου; Μας δίδαξαν κάτι αυτά τα ιστορικά παθήματα; Για να μάθουμε, βέβαια, οφείλουμε να μελετήσουμε, να αποκτήσουμε πραγματική γνώση και ναι, αυτό είναι αιχμή προς τους ιστορικούς της χώρας μας. Αν έχεις γνώση τότε μπορείς να έχεις και γνώμη έλεγε ο Σωκράτης και είχε απόλυτο δίκαιο. Οι Κύπριοι, πάντως, έχουμε καταργήσει την πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση. Έχουμε απλώς γνώμη!
Τα ερωτήματα
Το θέμα είναι ανεξάντλητο. Γι' αυτό θα αρκεστώ κυρίως σε ερωτήματα: Τι ήταν το πραξικόπημα και η εισβολή; Κάποιοι αποκαλούν τις δύο αυτές θλιβερές επετείους ως το «δίδυμο έγκλημα κατά της Κύπρου». Ποιο είναι το περιτύλιγμα αυτής της φράσης; Ότι ξύπνησαν ένα πρωινό κάποιοι «άφρονες» Ελλαδίτες στρατιωτικοί και Κύπριοι Εοκαβητατζήδες υποκινούμενοι από τους Αγγλοαμερικανούς και αποφάσισαν να ρίξουν τον Μακάριο για να επιτρέψουν στην Τουρκία να καταλάβει τη μισή Κύπρο! Αυτή είναι η προσέγγιση μας τις τελευταίες δεκαετίες η οποία απέδειξε ότι δεν οδηγεί πουθενά. Πρόκειται για μια έτοιμη απάντηση η οποία κρύβει κάτω από το χαλί τα προβλήματά μας και κυρίως τις δικές μας ευθύνες. Ίσως λοιπόν πρέπει να αναδιατυπώσουμε το ερώτημα: Πώς φτάσαμε στο πραξικόπημα  και την εισβολή; Μήπως το πραξικόπημα έχει σχέση με την ποιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1960 ώς το 1974; Η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή, ήταν ένα δημοκρατικό κράτος για τους Ε/Κ και πολύ περισσότερο για τους Τ/Κ; Οι κάτοικοι αυτής της Δημοκρατίας πίστευαν στην Ανεξαρτησία της και είχαν μια έστω μίνιμουμ πολιτική συνοχή σε ό,τι αφορά την πραγμάτωσή της; Ποιες ευθύνες έχουν οι ιστορικοί ηγέτες των Ε/Κ, δηλ. ο Μακάριος και ο Γρίβας, και ποιες ο Ντενκτάς; Η Κυπριακή Δημοκρατία είχε σοβαρή εξωτερική πολιτική ή έπαιζε επιπόλαια παιχνίδια εν μέσω Ψυχρού Πολέμου; Πώς προέκυψε η TMT; Γιατί μας προέκυψαν  το Σχέδιο Ακρίτας, το Εθνικό Μέτωπο και η ΕΟΚΑ Β΄ το 1972 επαναφέροντας το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα; Μήπως διότι με ευθύνες ΟΛΩΝ ο πόλεμος της ΕΟΚΑ Α΄ δεν τέλειωσε ποτέ; Μήπως το αίτημα της Ένωσης αποτελούσε για ΟΛΟΥΣ την κρυφή ατζέντα των Ελληνοκυπρίων μετά το 1960; Δεν έχει σημασία ποιος ξεκίνησε πρώτος, αλλά το ακόλουθο ερώτημα νομίζω είναι έγκυρο: αν στόχος των Ε/Κ ήταν η Ένωση, δεν ήταν λογικό και οι Τ/Κ να θέσουν ως στόχο τη διχοτόμηση;
Με κίνδυνο να θεωρηθώ ως απολογητής της εισβολής οφείλω να θέσω κατ' αντιστροφή και μια σειρά άλλα ερωτήματα, η απάντηση  των οποίων απαιτεί κάποιο βαθμό ιστορικής ενσυναίσθησης: Αν πλειοψηφία στην Κύπρο ήταν οι Τ/Κ και αν το 80% των Τουρκοκυπρίων μετά την υπογραφή της Ανεξαρτησίας συνέχιζε να διεκδικεί Ένωση με την Τουρκία, το 20% των Ε/Κ θα είχε δικαίωμα να το αρνηθεί ναι ή όχι; Αν οι Τ/Κ ήταν το 80% και αν η Τουρκία έκανε πραξικόπημα, το 20% των Ε/Κ θα ζητούσε επέμβαση της Ελλάδας ως εγγυήτριας δύναμης ναι ή όχι; Θα θεωρούσε το πραξικόπημα της Τουρκίας εισβολή ναι ή όχι; Θα μπορούσε κάποιος να αποφύγει να απαντήσει χαρακτηρίζοντας τα ερωτήματα υποθετικά. Ορθόν. Όλοι όμως έχουμε ήδη δώσει τις απαντήσεις μέσα μας. Όλοι γνωρίζουμε ότι στις 15 Ιουλίου 1974 η Ελλάδα διά της χουντικής κυβέρνησης εισέβαλε στην Κύπρο, με τη συνδρομή των υπολειμμάτων της ΕΟΚΑ Β΄ και στις 20 Ιουλίου η Τουρκία εισέβαλε επίσης στην Κύπρο με τη συνδρομή της TMT. Βεβαίως δεν πρέπει να είμαστε ισοπεδωτικοί: Η χούντα δεν είχε πολιτική νομιμοποίηση και ακόμα διά του πραξικοπήματος (όσο τουλάχιστον διήρκεσε) δεν άσκησε βία κατά των Τουρκοκυπρίων, δεν τους ξεσπίτωσε, δεν δολοφόνησε αμάχους. Αυτές τις βρομοδουλειές τις έκαναν οι Ε/Κ το 1963. Αντιθέτως η Τουρκία, η οποία επενέβη ως εγγυήτρια δύναμη, κατά τα λεγόμενά της, επέδειξε πρωτόγνωρη βαρβαρότητα κατά των Ε/Κ, έχοντας πίσω της ως χειροκροτητή το τουρκικό έθνος. Ας μην μιλήσουμε βέβαια για κατάλυση της συνταγματικής τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή κατελύθη το 1964 από τους Ε/Κ και τους Τ/Κ, με την Ελλάδα και την Τουρκία να δίνουν το τελικό κτύπημα το 1974.        
Μετά το 1974

Αν απαντούσαμε με ειλικρίνεια τα πιο πάνω ερωτήματα, ίσως το πραξικόπημα και η εισβολή να μας προσέφεραν ένα διαφορετικό μάθημα από αυτό που πήραμε. Τα αφήσαμε όμως αναπάντητα ή κάποιοι τα απαντούν επιλεκτικά, παραμένοντας στη συνθηματολογία «του δίδυμου εγκλήματος κατά της Κύπρου με ευθύνες ξένων». Αποδώσαμε τις κυρίως ευθύνες στους Αγγλοαμερικανούς και στο ΝΑΤΟ, οι οποίοι συνωμότησαν κατά της χώρας μας, καταγγείλαμε την Τουρκία σε όποια διεθνή fora  είχαμε δυνατότητα, εξήραμε τις θέσεις αρχών των Σοβιετικών, ξεχάσαμε το πραξικόπημα της χούντας και κυρίως ρίξαμε μπόλικη αιθαλομίχλη για να καλύψουμε τις δικές μας ανοησίες μέχρι το 1974.
Η ομίχλη στην Κύπρο, όπως θα έλεγε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, δεν είναι μετεωρολογικό φαινόμενο. Είναι ιστορικό. Σε ένα τοπίο στην ομίχλη μπορείς να γυρίσεις μια ποιητική ταινία όπως αυτήν του Αγγελόπουλου η οποία μπορεί να είναι συνάμα και άκρως πολιτική. Δυστυχώς ούτε ο Μακάριος, ούτε ο Γρίβας, ούτε ο Ντενκτάς, ούτε οι διάδοχοί τους πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δεν είχαν αυτή την ενάργεια πνεύματος.
Η έλλειψη ηγεσίας και στις δύο κοινότητες, που οδήγησε στο 1974, εξακολούθησε να είναι ζητούμενο και στη μετά 1974 εποχή. Ο Ραούφ Ντενκτάς κάτω από τη σκιά των όπλων οικοδόμησε ένα «κράτος» που στηρίχθηκε πάνω σε ένα εθνικό ξεκαθάρισμα και μια κλοπή περιουσιών. Έκτοτε οι Τουρκοκύπριοι αναζητούν αναγνώριση χωρίς επιτυχία, απεναντίας άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι ο εκ του ασφαλούς εθνικισμός θα τους μετατρέψει σε μιαν ακόμα υποβαθμισμένη επαρχία της Τουρκίας. Οι Τουρκοκύπριοι έμαθαν εν ολίγοις πολύ λίγα από το πραξικόπημα, την εισβολή και εν γένει την Ιστορία μας. Ζουν υπό καλύτερες συνθήκες αλλά βιώνουν τα ίδια πολιτικά αδιέξοδα της δεκαετίας του 1960.
Από την άλλη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εξακολούθησε να κινείται πάνω σε δύο αντιφατικές γραμμές δίκην σιβυλλικού χρησμού: Εξήγγειλε μετά την εισβολή «μακροχρόνιο αγώνα για άρση των τετελεσμένων της εισβολής και της κατοχής». Το 1977, ωστόσο, υπέγραψε τη συμφωνία υψηλού επιπέδου με τον Ντενκτάς στην οποία αποδεχόταν διπεριφερειακή ομοσπονδία. Εν ολίγοις ποια είναι η γραμμή Μακαρίου; Ποιος είναι ο πραγματικός διάδοχός του; Ο Γλαύκος Κληρίδης ή ο Τάσσος Παπαδόπουλος;
Το ότι μηρυκάζουμε εν έτει 2016 την ίδια αδιέξοδη σκέψη της δεκαετίας του 1960 που μας οδήγησε στα αδιέξοδα του 1974, καταδεικνύει ότι η ηγεσία μας εξακολουθεί να είναι ελλειμματική και ότι μεσοπέλαγα αρμενίζει οδηγώντας μας συνεχώς στα βράχια.
Ακόμα και να δεκτούμε την επικρατούσα άποψη ότι τα σενάρια καταστροφής της Κύπρου γράφτηκαν από ξένους, είναι δύσκολο να δικαιολογήσουμε τους εαυτούς μας. Ένας συγγραφέας, είτε αυτός είναι θεατρικός, είτε αναλυτής της CIA ή της  KGB για να υλοποιήσει ένα σενάριο, χρειάζεται πρωταγωνιστές και κομπάρσους. Διαφορετικά το σενάριο καταχωνιάζεται σε ένα συρτάρι και ξεχνιέται. Στην Κύπρο εν ολίγοις όλοι παίξαμε το ρόλο μας οπότε φέρουμε κι εμείς τις ευθύνες που μας αναλογούν.
Θέλουμε μια ασφαλή ένδειξη
Ξέρετε ποια θα ήταν η ασφαλέστερη ένδειξη ότι ωριμάσαμε και μάθαμε κάτι από το 1974; Πρέπει να γράψουμε εμείς το δικό μας σενάριο και να υποδυθούμε τους δικούς μας ρόλους. Μόνο έτσι μπορούμε να φτάσουμε σε λύση του Κυπριακού, Επιπλέον μια ακόμα ένδειξη ωριμότητας θα ήταν αν οι ηγέτες που έχουμε σήμερα μπορούσαν να δώσουν μια κοινή ερμηνεία πώς οι δύο κοινότητες φτάσαμε στο 1974. Κάτι ψέλλισαν βέβαια αλλά δεν είναι αρκετό. Ανεξαρτήτως των σοβαρών ευθυνών άλλων χωρών, είναι σαφές πως και οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι φέρουν πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το 1963 και το 1974. Μπορούν να καταγράψουν αυτή την ευθύνη σε ένα κομμάτι χαρτί;
Η ανάληψη ευθύνης είναι μια ιστορική πράξη που χαρακτηρίζει σοβαρές ηγεσίες. Αν κάποιος περιδιαβάσει την Κύπρο από την Πάφο μέχρι την Καρπασία θα δει ότι καθημερινά υψώνονται μνημεία Ε/Κ και Τ/Κ ηρώων που πολέμησαν μεταξύ τους.  Πρόκειται για τους γενναίους ήρωες μας οι οποίοι εξακολουθούν όμως να μας διχάζουν. Αυτή η στάση μεγαλώνει την απόσταση μεταξύ των γενιών που έζησαν την εισβολή και προάγει ακραίες συμπεριφορές κυρίως στους νέους, οδηγώντας τους πολλές φορές στον εξτρεμισμό. Οπότε χρειαζόμαστε κατεπειγόντως κάτι εξισορροπητικό. Πρώτον τη δημιουργία μιας νέας γενιάς ηρώων. Αυτών που θα μας ενώνουν. Απαραίτητο είναι επίσης και ένα κυπριακό μνημείο ηλιθιότητας. Η αυτομαστίγωση, η οποία καμιά φορά οδηγεί στην αναγνώριση ενός αρνητικού γεγονότος, μπορεί να έχει και ευεργετικά αποτελέσματα. Όπως π.χ. στη δημιουργία μιας θετικής ταυτότητας για όλους τους Κυπρίους.
 

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Το νερό και ο Ε/κ Εθνικισμός

Χθες 17 Οκτωβρίου είχαμε δύο επετείους. Μια επίκαιρη και μια ιστορική. Ο μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς το 1931 κήρυξε την Ένωση μετά της μητρός Ελλάδος, χθες ο Ερντογάν ένωσε τα κατεχόμενα με τον Μέλανα Ποταμό, όπως τον ονόμαζε ο Ηρόδοτος, φέρνοντας μερικά εκατομμύρια κυβικά  ύδατος στην Κύπρο για σκοπούς ύδρευσης και άρδευσης.
Πώς αλλάζουν οι καιροί ρε παιδιά! Αν το ψάξει κανείς ιστορικά, ίσως καταλήξει και βρει ποια είναι η κακοδαιμονία των Ελληνοκυπρίων: Φωνές, προκηρύξεις, διακηρύξεις, απελευθερωτικοί αγώνες, ορκωμοσίες στη Φανερωμένη, οικονομικά θαύματα, ηρωικά ΟΧΙ και γενικά πολιτικές πλάνες. Προσπαθούμε, αγωνιζόμαστε αλλά στο τέλος κλοτσάμε την καρδάρα με το γάλα, προφανώς γιατί δεν έχουμε ηγεσία. Αν το ψάξει κανείς, την ηγεσία μας πάντα απαρτίζουν ένα τσούρμο εθνικο-φανφαρόνοι που μόνο φωνάζουν, σκούζουν, παλεύουν, κυρίως διαμαρτύρονται, αλλά στο τέλος λόγω πολιτικής στυτικής δυσλειτουργίας δεν μπορούν να ολοκληρώσουν.

  • Τι ήταν ο Νικόδημος Μυλωνάς; Ένας ωραίος εθνικός λογάς που δεν είχε επαφή ούτε με την πολιτική συγκυρία της εποχής του ούτε άκουγε από λόγια και προειδοποιήσεις, ακόμα κι αν αυτές προέρχονταν από έναν Ελευθέριο Βενιζέλο. Κατέληξε εξόριστος και μέθυσος στα Ιεροσόλυμα όπου πέθανε. Τόσο οι προκάτοχοι όσο και οι διάδοχοί του, διά της στενότητας αντίληψης όπως απέδειξε στο βιβλίο του ο δρ Φαίδωνας Παπαδόπουλος («Οι Κρυπτοχριστιανοί της Κύπρου»), υποχρέωσαν τη συντριπτική πλειονότητα των εξισλαμισθέντων Ε/Κ να παραμείνουν Τ/Κ, παρότι ήθελαν να επιστρέψουν στην «πατρώα πίστη». Ο λόγος; Για να μην «ξιμαρίσουν το Έθνος».  

  • Ποιοι ήταν ο Μακάριος και ο Γρίβας στη δεκαετία του 1950; Και οι δύο αντικομουνιστές και Χίτες, παιδιά του ηλίθιου εμφυλίου και της προάσπισης της μισής Ελλάδας. Ο ένας μεγάλωσε μέσα στους βυζαντινισμούς των μοναστηριών και ο άλλος εκτελώντας μονότονα ασκήσεις ακριβείας στη σχολή Ευελπίδων. Ανέλαβαν την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και φρόντισαν a priori να αποκλείσουν το 50% του πληθυσμού (δηλ. της μισής Κύπρου) οδηγώντας στη συνέχεια τη χώρα μας σε μια λύση/συμφωνία στην οποία δεν πίστευαν. Η αντιπαλότητα των δύο αυτών ηγετών μας οδήγησε κυρίως μετά το 1964 σε έναν ψυχρό ε/κ εμφύλιο που έγινε θερμός την περίοδο 1972-74 διά της δράσης της ΕΟΚΑ Β΄.

  • Ακόμα και όταν ο Μακάριος αντιλήφθηκε τα λάθη του το 1977, υπογράφοντας τον συμβιβασμό της διζωνικής ομοσπονδίας, προσμετρώντας την εθνική καταστροφή του 1974, δεν κατάφερε να χρίσει διάδοχό του τον Γλαύκο Κληρίδη, τον μόνο ο οποίος τότε είχε και ηλικία και κρίση ώστε να βάλει τέλος στους ανόητους ε/κ μαξιμαλισμούς. Τον διαδέχθηκαν οι Σπύρος Κυπριανού, Βάσος Λυσσαρίδης και Τάσσος Παπαδόπουλος οι οποίοι εξέθρεψαν μια νέα γενεά φλύαρων και υπερφίαλων πολιτικών οι οποίοι πάντα καταφέρνουν να κεντρίζουν το ενδιαφέρον της φοβισμένης πλειοψηφίας της χώρας μας. Ευτυχώς οι Νικόλες, οι Λιλλήκες και οι Σιζόπουλοι δεν έχουν το εκτόπισμα των προκατόχων τους.


Ο Ερντογάν κι εμείς


Από την άλλη ο Ερντογάν και νοητά η στρατιά των εθνικιστών προκατόχων του βρέθηκαν χθες στην κατεχόμενη Κύπρο για να θέσουν τον θεμέλιο λίθο του δικού τους μαξιμαλισμού. Χθες μπήκε ακόμα ένα τσιμεντομπλόκ στη διχοτόμηση. Γιατί το λέω αυτό; Διότι η τ/κ πλευρά στη συνέχεια των διαπραγματεύσεων θα επιχειρήσει να μην επιστρέψει εδάφη τα οποία επιστρέφονταν με το σχέδιο Ανάν το 2004. Πού στα αλήθεια θα μπορούσε να πάει αυτό το νερό αν δεν υπάρχουν κάποιες πεδιάδες στη Μόρφου και τη Μεσαορία να αρδεύονται;

Η άφιξη του νερού από την Τουρκία είναι ένα υπερεαλιστικό έργο που επέτρεψε να πραγματωθεί η αλά Αντρέ Μπρετόν απελευθέρωση της φαντασίας του Ταγίπ Ερντογάν. Στήθηκε δε γιατί στη δική μας πλευρά δεν υπήρξαν ποτέ ηγέτες με ρεαλιστική προσέγγιση και γι’ αυτό δεν μπορούν να απαντήσουν στην κίνηση αυτή. 

Το έθεσε προχθές σωστά ο Αβέρωφ Νεοφύτου: Αν αυτό το έργο γινόταν επί ενωμένης Κύπρου, δεν θα ήμασταν όλοι εκεί να χειροκροτάμε κοντράροντας την κατάρα της ανομβρίας που χρωματίζει το DNA αυτής τη χώρας από αρχαιοτάτων χρόνων; Ο Ερντογάν δεν θα αισθανόταν και λίγο ανόητος αναλαμβάνοντας την εκπόνηση ενός αντιοικονομικού, πολυέξοδου και κατ’ επέκταση επιχορηγούμενου από την Τουρκία έργου για να ποτίζουν τα χωράφια τους κυρίως οι Ε/Κ;
Δεν ήμασταν εκεί γιατί είμαστε ανιστόρητοι, φοβικοί και πάσχουμε από ανίατη έλλειψη ρεαλισμού. Να εξηγούμαστε: Δεν φταίμε εμείς για όλα. Η μπότα της Τουρκίας είναι σίγουρα πολύ βαριά και για μας αλλά και για τους Τ/Κ που μαζεύτηκαν χθες στα κατεχόμενα για να διαμαρτυρηθούν για την επίσκεψη του αφέντη Ερντογάν. Το ερώτημα που τίθεται είναι τι μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε; Τι μπορούν σήμερα να κάνουν ο Αναστασιάδης, ο Ακιντζί, ο Ταλάτ, ο Άντρος και ο Αβέρωφ και δεν το κάνουν; Μέχρι να αποφασίσουν, τα αυτιά μας θα υποφέρουν από τις άναρθρες κραυγές των σούπερ πατριωτών αυτής της χώρας.          



Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ποιος αμφισβητεί τη Δημοκρατία;


 
Δεν υπάρχει Κύπριος που τις μέρες αυτές να μην αισθάνεται απόγνωση για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι προσωπικές και θεσμικές σχέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον γενικό εισαγγελέα. Μια γρήγορη περιδιάβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταγράφει απογοήτευση, θυμό, σχεδόν απελπισία. Πόσο δικαιολογημένα είναι αυτά τα συναισθήματα;
Ας ξεκινήσουμε από μια παραδοχή: οι διορισμοί στα δημόσια αξιώματα επί κανενός Προέδρου δεν έγιναν αξιοκρατικά. Υπάρχει έντονο στοιχείο υποκειμενισμού και επιπλέον έχουν ως βασική αφετηρία όχι κατ' ανάγκη τον διορισμό των άριστων, αλλά των εύχρηστων.

Σε σχέση βέβαια με τη δεκαετία του 1960 θα πρέπει επίσης να κάνουμε ακόμα μία παραδοχή προόδου: έκτοτε έχουμε μεν διανύσει 55 χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά σύμφωνα με πολλούς κοινωνιολόγους, για να ωριμάσει θεσμικά μια πολιτεία χρειάζεται ένας κύκλος εμπειριών πέριξ των 150 χρόνων. Από πού ξεκινήσαμε και πού βρισκόμαστε σήμερα;

  • Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, για παράδειγμα, πλην του ΑΚΕΛ, δεν είχαμε κόμματα. Εν μια νυκτί, και συγκεκριμένα την 6η Φεβρουαρίου 1969, ο τότε Πρόεδρος και ταυτόχρονα Αρχιεπίσκοπος έδωσε εντολή να δημιουργηθούν 3 νέα κόμματα ως αντίβαρο στην πρόθεση του Γλαύκου Κληρίδη να ιδρύσει την ίδια μέρα το Ενιαίο Κόμμα. Ο προσωπικός γιατρός του Μακαρίου, ο δρ Βάσος Λυσσαρίδης, ίδρυσε την ΕΔΕΚ, ο εκδότης και αγωνιστής της ΕΟΚΑ Νίκος Σαμψών ίδρυσε το Προοδευτικό Κόμμα και ο Οδυσσέας Ιωαννίδης με λεφτά τού Συνεργατισμού και ιθύνοντα νουν τον διοικητή του Ανδρέα Αζίνα ίδρυσε την Προοδευτική Παράταξη. Οι εκλογές έγιναν το 1970, με τον Μακάριο να καθορίζει και τα ποσοστά. Το ΑΚΕΛ, αν και εκπροσωπούσε το 35% των ψηφοφόρων, βολεύτηκε με 9 βουλευτές. Με τις ψήφους που του περίσσευαν πριμοδότησε την ΕΔΕΚ που εξέλεξε δύο βουλευτές, τον Λυσσαρίδη στη Λευκωσία και τον Χρ. Χριστοφίδη στη Λάρνακα. Επίσης, πριμοδοτήθηκε η Προοδευτική Παράταξη, κυρίως στην Αμμόχωστο, που εξασφάλισε 30,2% των ψήφων, ενώ στην υπόλοιπη Κύπρο μόνο 8,8%, εκλέγοντας επτά βουλευτές, μεταξύ των οποίων και ο Σαμψών. Η πριμοδότηση της Προοδευτικής ήταν επινόηση του Μακαρίου για να μην αποκτήσει αυτοδυναμία στη Βουλή το Ενιαίο, το οποίο εξέλεξε τους 15 από τους 35 βουλευτές. Πώς μπορούσε ένας Πρόεδρος που στις πρώτες εκλογές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 13 Δεκεμβρίου 1959 εξελέγη με το 66% να αποκτήσει στη συνέχεια ρόλο εθνάρχη και να κερδίζει τις επόμενες με 95%; Όλο αυτό το σούργελο, δίκην πολιτικής ζωής, είχε ως αφετηρία τα γεγονότα του 1963. Η αποχώρηση των Τ/Κ και η τροποποίηση του Συντάγματος δυνάμει του δικαίου της ανάγκης κατέστησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας απόλυτο μονάρχη. Ο οποίος με κόμματα-μαριονέτες και ανεξάρτητους αξιωματούχους πλήρως ελεγχόμενους έκοβε, έραβε και γιαούρτωνε τους πολιτικούς του αντιπάλους. Οι Τ/Κ, ως αντίπαλο ή ως εξισορροπητικό δέος, χάθηκαν στους θύλακες, ο δε Γρίβας, που επιστρατεύτηκε από τους εθνικιστές, αποδείχθηκε πέρα από πολιτικά ανόητος και απρόβλεπτα επικίνδυνος.
  • Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, λόγω πραξικοπήματος, εισβολής και κατοχής, το πολιτικό σύστημα δέχτηκε ένα ισχυρό κτύπημα. Ο θάνατος επίσης του αδιαμφισβήτητου εθνάρχη Μακαρίου το 1977 απελευθέρωσε αρκετή καταπιεσμένη πολιτική ενέργεια. Τα κόμματα, κυρίως ο ΔΗΣΥ και το ΔΗΚΟ, οργανώθηκαν πάνω σε πιο δημοκρατικά, αλλά πάντα, πελατειακά πρότυπα. Η ΕΔΕΚ, υπό τη σκιά του αντιστασιακού πλέον Βάσου Λυσσαρίδη, παρέμεινε ακραία αρχηγικό κόμμα με εθνικιστική ρητορική, ενώ το ΑΚΕΛ παρέμεινε σταθερά το κόμμα στο οποίο ελέω δημοκρατικού συγκεντρωτισμού πάντοτε περίσσευε η συλλογική σοφία του ενός. Θα πρέπει να λεχθεί βέβαια ότι η βαριά παράδοση που άφησε πίσω του ο Μακάριος δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να υπερκερασθεί. Μεταξύ μας, κανένας δεν ήθελε να αλλάξει!
  • Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 το πολιτικό κατεστημένο της χώρας επανεφηύρε την Κυπριακή Δημοκρατία! Θυμηθήκαμε και τη σημαία της, την οποία φιλοτέχνησε ο Τουρκοκύπριος ζωγράφος Ισμέτ Γκουνέι, και διατυπώσαμε το νέο μας δόγμα: οικονομική ανάπτυξη, η οποία σε κάποια στιγμή άρχισε να χαρακτηρίζεται και θαύμα και, βεβαίως, στήριξη της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία το 1964 διά του ψηφίσματος 186 και παρά την εισβολή του 1974 παρέμενε αναγνωρισμένο κράτος πλήρως ελεγχόμενο από τους Ελληνοκυπρίους. Τι σήμαινε αυτό στην πράξη; Καμιά τροποποίηση του Συντάγματος, διότι, δήθεν, θα έδινε αφορμές στους Τουρκοκυπρίους να αμφισβητήσουν τη συνταγματική νομιμότητα της ΚΔ. Με λίγα λόγια, ο εκάστοτε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενδεδυμένος και με τις εξουσίες του Τ/Κ αντιπροέδρου, μπορούσε και στη δεκαετία του '90 αλλά και του 2000 να λειτουργεί ως εκλεγμένος δικτάτορας με τη συνδρομή μιας ομάδας ανεξάρτητων αξιωματούχων που λειτουργούσαν δίπλα του ως υπάλληλοι και μιας ομάδας μεγαλοκαρχαριών οι οποίοι την επομένη της εκλογής του τάσσονταν στο πλευρό του.
  • Το 2004 υπήρξε μια ευκαιρία, μέσω λύσης, να αποκτήσουμε ένα νέο Σύνταγμα διά της επανενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων, έχοντας μάλιστα κερδίσει και την ένταξή μας στην ΕΕ. Στη συντριπτική του πλειονότητα το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο με ηγέτη τον Τάσσο Παπαδόπουλο τάχθηκε εναντίον της λύσης. Σήμερα μπορούμε πολύ πιο καλά να αντιληφθούμε τις προθέσεις που στοιχήθηκαν πίσω από το βροντερό εκείνο «ΟΧΙ» της 24ης Απριλίου. Οι μεγαλοκαρχαρίες μέσω του Χρηματιστηρίου κατέκλεψαν το 1999 τις οικονομίες του κυπριακού λαού και τα επένδυσαν σχεδόν όλα στη γη, ανεβάζοντας τις τιμές στα επίπεδα φούσκας. Την ίδια περίοδο οι μεγαλοδικηγόροι άρχισαν να ξεπλένουν τα ρωσικά δισεκατομμύρια στις κυπριακές τράπεζες, οι οποίες από επαρχιακά συνεργατικά μετατράπηκαν ξαφνικά σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παγκόσμιας εμβέλειας με καταθέσεις πέραν των 80 δισ., με υποκαταστήματα στη Ρωσία, την Ελλάδα και τα υπόλοιπα στα Βαλκάνια. Γιατί λοιπόν να θέλουν λύση; Η λύση για αυτούς θα ήταν καταστροφή, διότι θα άνοιγαν τα μεγάλα φιλέτα γης στην κατεχόμενη Κύπρο, με αποτέλεσμα να πέσουν οι τιμές των οικοπέδων και των επαύλεών τους που έκτιζαν στον νότο. Έργα τα οποία χρηματοδότησαν οι τράπεζες με φουσκωμένα δάνεια από τις καταθέσεις των Κυπρίων και των Ρώσων. Έκαναν λοιπόν πλύση εγκεφάλου, κατατρομοκρατώντας ακόμα και τους πρόσφυγες ότι δεν ήταν προς το συμφέρον τους να πάρουν πίσω τη γη τους. Αντίθετα, όλοι πείστηκαν ότι πατριωτισμός είναι να δανείζεσαι μισό εκατ. λίρες για να αγοράσεις ένα σπίτι στη Λευκωσία, στη Λεμεσό ή εξοχικό στην Πάφο και την Αγία Νάπα, για να διασφαλίσεις τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κρατικής μας υπόστασης.
 Η δεύτερη «εισβολή»

Πολλοί ψηφοφόροι του «ΟΧΙ» του 2004 θα αμφισβητήσουν την πιο πάνω ανάλυση. Μετά την κατάρρευση της συστημικής φούσκας η οποία παρουσιαζόταν ως οικονομικό θαύμα και τον νόμο περί εκποιήσεων που πέρασε το Σάββατο ίσως αρχίσουν να κατανοούν τι λέω. Ίσως παραδεχθούν και τη σκληρή θέση ότι τελικά ψευδοκράτος δεν λειτουργεί μόνο στα κατεχόμενα από το 1983 αλλά υπάρχει και ένα άλλο ψευδοκράτος που λειτουργεί στον νότο από το 1964. Ίσως κατανοήσουν ότι τα μεγαλύτερα δεινά αυτού του τόπου προέκυψαν διότι ουδέποτε είχαμε ένα ισορροπημένο Σύνταγμα, και ως εκ τούτου: ουδέποτε είχαμε έναν Πρόεδρο συνθέτη απόψεων, αλλά έναν Λουδοβίκο που μας έλεγε «το Κράτος είμαι ΕΓΩ». Ουδέποτε είχαμε κόμματα που να λειτουργούν εκτός πελατειακής λογικής, ουδέποτε είχαμε ανεξάρτητους αξιωματούχους, ουδέποτε είχαμε σοβαρή δημόσια υπηρεσία, αλλά ούτε και δικαστική εξουσία, αν κρίνουμε από τις μάχες που χάθηκαν από τον απλό πολίτη μετά το σκάνδαλο του ΧΑΚ και εξής προς όφελος των μεγαλοκαρχαριών. Με βάση τα πιο πάνω, η κατάρρευση του πολιτικού και οικονομικού μας μοντέλου με τα μνημόνια και τα κουρέματα δεν ήταν τίποτε άλλο από μια δεύτερη εισβολή. Το 1974, 150.000 Ε/Κ έχασαν τα σπίτια τους. Σήμερα, 400,.000 Ε/Κ ζουν στην ανεργία, κάτω από το όριο της φτώχειας, ή κινδυνεύουν να ξαναχάσουν τα σπίτια τους. Αυτήν τη φορά, όμως, όχι από την Τουρκία, αλλά από μιαν απύθμενα διεφθαρμένη ελίτ Ελλήνων Κυπρίων που μας διοικούσε, μας άρμεγε, και τη χειροκροτούσαμε από πάνω ως ηλίθιοι.



Τα πρώτα ρήγματα

Ίσως για αυτό, όταν άκουσα προ ημερών τον Κώστα Κληρίδη να λέει στον Πρόεδρο «ντροπή σου», μου ήρθε ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη. Το ξέσπασμα αυτό, αν και υπερβολικό, δεν μπορεί να απομονωθεί: θεσμικά ομιλούντες, το πρώτο ρήγμα επήλθε με την παραίτηση του γεν. εισαγγελέα Σόλωνα Νικήτα το 2005, όταν αηδίασε από τις διαπλοκές του Τάσσου, το δεύτερο το 2009 όταν προέκυψε η κόντρα του τότε διοικητή της Κεντρικής Αθανάσιου Ορφανίδη όταν ήρθε σε ανοικτή σύγκρουση με τον τότε Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια. Ακολούθησε η κόντρα του επίσης διοικητή της Κεντρικής Πανίκου Δημητριάδη με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη. Τέλος, σήμερα βρίσκεται εν εξελίξει η κόντρα του Προέδρου με την επόμενη διοικήτρια της Κεντρικής, τη Χρυστάλλα Γιωρκάτζη, ενώ υπάρχει ανοικτή κόντρα και με τον γενικό εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη.
Όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις που δεν εξηγούνται μόνο μέσα από την επίδειξη παντοδυναμίας των εκάστοτε Προέδρων αλλά και τη διαδικασία αυτονόμησης των ανεξάρτητων θεσμών, οπότε πολλές φορές μπορεί να είναι και ανεξέλεγκτες, δεν νομίζω ότι πρέπει να μας φοβίζουν. Είναι μικρές ενδείξεις ότι έχουμε μια Δημοκρατία που ωριμάζει. Με λίγα λόγια, δεν μπορούμε να καταφύγουμε στις γνωστές τακτικές του παρελθόντος, όπως εισηγήθηκε ο πρώην γενικός εισαγγελέας Αλέκος Μαρκίδης. Δηλαδή, να κλειστούν σε ένα δωμάτιο ο Κώστας Κληρίδης και ο Ρίκκος και να τα βρουν. Δηλαδή, να πάρει το πόρισμα Καλλή ο Κώστας Κληρίδης να το χώσει στη μούρη τού Ρίκκου και να του πει «αν στο εξής δεν είσαι καλό παιδί, θα το αφήσω να διαρρεύσει». Ή ο Ρίκκος να του αντιτείνει ότι θα πάει στην αστυνομία να τον καταγγείλει αν συνεχίσει να τον ενοχλεί. Ο τρόπος που λειτουργούν και οι δύο, δηλαδή «όλα στη φόρα», πιθανόν να πλήξει βάναυσα και τους δύο σε προσωπικό επίπεδο. Μακροπρόθεσμα όμως ενδυναμώνει τους θεσμούς, που πρέπει να λειτουργούν πάνω από άτομα.

Κρίση και Δημοκρατία

Όπως επισημαίνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Princeton David Runciman στο βιβλίο του «The Confidence Trap: A History of Democracy in crisis from World 1 to the Present», οι Δημοκρατίες των ΗΠΑ και της Αγγλίας ιστορικά εξελίχθηκαν μέσα από τη διαφθορά που επέφερε η διασύνδεσή τους με το υπερβολικό χρήμα. Για αυτόν τον λόγο κινήθηκαν πάντα μέσα από επιτυχίες και αποτυχίες, αλλά οι πολίτες δεν πρέπει να απογοητεύονται από αυτό. Οι μεγάλες κρίσεις που ενσκήπτουν, σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα, δεν αποκαλύπτουν πάντα μεγάλες αλήθειες. Ούτε οι Δημοκρατίες μαθαίνουν πολλά από τις κρίσεις, για αυτό και επαναλαμβάνουν τα λάθη τους. Εξάλλου μέρος της Δημοκρατίας είναι και το δικαίωμα να αγνοείς το παρελθόν σου. Για να καταλήξει: «Οι Δημοκρατίες, σε αντίθεση με τις απολυταρχίες, δεν είναι φαταλιστικές και άτεγκτες, αλλά επιβιώνουν μέσα από την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος. Οι Δημοκρατίες, με λίγα λόγια, μπορούν να εξελίσσονται και να διαφοροποιούνται μέσα από μικρές και ανεπαίσθητες, πολλές φορές, αλλαγές που συντελούνται στον τρόπο σκέψης των πολιτών τους.
Από την άλλη, ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Yale Stein Ringen στο βιβλίο του «Nation of Devils: Democratic Leadership and the Problem of Obedience» επισημαίνει ότι σε ένα δημοκρατικό καθεστώς «η κυβέρνηση πρέπει να κυβερνά και οι πολίτες να ακολουθούν». Υπό οποιουσδήποτε όρους; Βεβαίως όχι! «Αυτό που πρέπει να μας προβληματίζει περισσότερο», τονίζει, «είναι αν έχουμε καλή ή κακή κυβέρνηση, και ποια η δυνατότητα των θεσμών αλλά και των πολιτών να ελέγχουν την εξουσία».
Στην Κύπρο δυστυχώς βρισκόμαστε μακριά από τη δημιουργία μιας τέτοιας πολιτικής κουλτούρας. Εξακολουθώ όμως να δηλώνω αισιόδοξος, παρότι τόσο ο Δημήτρης Χριστόφιας όσο και ο Νίκος Αναστασιάδης μπορούν να αισθάνονται δυστυχείς διότι στην ιστορία της κυπριακής προεδρίας υπήρξαν οι πλέον «αδύναμοι θεσμικά» Πρόεδροι. Αυτό δεν θα πρέπει να το εκλαμβάνουν ως προσωπική πολιτική τους αποτυχία, αλλά ως μια επιτυχία της ίδιας της κοινωνίας, η οποία σταδιακά αποκτά δημοκρατικά και συνάμα πατριωτικά αντανακλαστικά. Όπως κάποτε είπε ο Αμερικανός συγγραφέας Έντουαρντ Άμπι, «ένας πατριώτης πρέπει να είναι πάντα έτοιμος να υπερασπίσει τη χώρα του ενάντια στην κυβέρνησή του». Αυτή η στάση ενισχύει τη Δημοκρατία και απελευθερώνει από τους ώμους των πολιτικών ένα βάρος που ούτως ή άλλως δεν μπορούν να σηκώσουν μόνοι τους.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Από τον Αυξεντίου στον Αναστασιάδη


Τι σχέση μπορεί να έχει ο Γρηγόρης Αυξεντίου με τον Νίκο Αναστασιάδη; Εκ πρώτης όψεως η σύγκριση μπορεί να φαίνεται ανεδαφική έως και προκλητική, λόγω πολλαπλών διαφορετικών  παραμέτρων: Για παράδειγμα συγκρίνουμε δύο ανθρώπους διαφορετικών εποχών. Συγκρίνουμε έναν αναγνωρισμένο ήρωα του αντιαποικιακού αγώνα με έναν πολιτικό που είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι μέρος του πολιτικού κατεστημένου της χώρας μας. Συγκρίνουμε έναν φλογερό και ανυποχώρητο μαχητή της ελευθερίας με έναν πολιτικό που είναι υποχρεωμένος να ζει μέσα από καθημερινούς συμβιβασμούς εφευρίσκοντας συναινέσεις.

         
Θα ήθελα εδώ να θέσω ακόμα ένα ερώτημα που ίσως και πάλιν φανεί περίεργο: Μήπως η σχέση Αυξεντίου - Αναστασιάδη μπορεί να περιγραφεί σε ιστορικό επίπεδο ως η σχέση εκείνη που έχουν οι σκυταλοδρόμοι μιας τεράστιας σκυταλοδρομίας, όπου ο κάθε αθλητής/πατριώτης διανύει μια συγκεκριμένη απόσταση και παραδίδει στον επόμενο; Μια σχέση δηλαδή όπου ο καθένας πρέπει να κάνει το καθήκον του και να δώσει το άπαν των δυνάμεών του με στόχο να τερματίσει η ομάδα/χώρα του; Βεβαίως κι εδώ υπάρχει αντίλογος: Κάποιοι ίσως αντιτείνουν ότι οι δύο άνδρες τρέχουν σε διαφορετική σκυταλοδρομία. Ο Αυξεντίου διάνυσε μια απόσταση και έδωσε τη σκυτάλη στον Παλληκαρίδη με στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Αναστασιάδης τρέχει μια σκυταλοδρομία παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Μακάριο, τον Βασιλείου, τον Κληρίδη και τον Χριστόφια για να βρει λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Άσπρο - Μαύρο

Αν θέλουμε να παραμείνουμε στη λογική της καθαρής και στοχευόμενης σκυταλοδρομίας, το άρθρο τελειώνει κάπου εδώ, αφού στην Κύπρο διεξάγονται πολλές σκυταλοδρομίες με διαφορετικό σημείο τερματισμού. Τα πράγματα είναι δηλαδή για κάποιες ομάδες τόσο απόλυτα, που αισθάνονται ότι δεν μπορούν καν να συνυπάρξουν στο ίδιο αθλητικό στάδιο. Νομίζω όμως ότι αξίζει να προχωρήσουμε ακόμα λίγο τη σκέψη μας έχοντας ως οδηγό μας την Ιστορία.

  • Ο ήρωας Γρηγόρης Αυξεντίου και μαζί του ολόκληρη η Κύπρος έδωσε μιαν άνιση μάχη με μια αυτοκρατορία και την έχασε. Και δεν την έχασε γιατί δεν ήταν επαρκώς γενναίος ή γιατί δεν είχε στόχο. Τα είχε και τα δύο. Ήταν γενναίος και είχε ως στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Βεβαίως από έναν ανθυπολοχαγό του ελληνικού στρατού δεν είχε κανείς την απαίτηση να έχει γεωπολιτική ανάλυση ή να γνωρίζει τι παίζεται πίσω από κλειστές πόρτες. Ως στρατιώτης πήρε εντολή να πολεμήσει και έκανε το καθήκον του μέχρι που οι «χοντρές ελληνικές κοκκάλες του» έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς. Υποκλινόμαστε, παρότι μπαίνουμε στον πειρασμό να κάνουμε μια παρατήρηση:  Όσο περίσσευμα λεβεντιάς και αυτοθυσίας υπήρξε σε εκείνη τη σπηλιά του Μαχαιρά της Κύπρου, άλλο τόσο έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας ήρθε να το αντισταθμίσει και εν τέλει να το εξουδετερώσει. Μια ομάδα Κυπρίων εθνικιστών στην Αθήνα, ο Μακάριος και ο Γρίβας, παρά τις περί του αντιθέτου συμβουλές της ελληνικής κυβέρνησης, ανέλαβαν έναν αγώνα του οποίου ο στόχος ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Το αίτημα για Ένωση της Κύπρου τέθηκε στο τραπέζι το 1827 επί ηγεσίας Καποδίστρια στο Ναύπλιο, επανατοποθετήθηκε το 1864 μετά την ενσωμάτωση των Επτανήσων στην Ελλάδα, τέθηκε το 1878 με την εκμίσθωση της Κύπρου στην Αγγλία, τέθηκε ως αντάλλαγμα της συμμετοχής της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο το 1915 και αργότερα με τη συμμετοχή της κυπριακής αντιπροσωπείας στη σύνοδο των Βερσαλλιών στο Παρίσι. Οι συνθήκες των Βερσαλλιών τέλειωσαν πολιτικά αυτό το όνειρο δίνοντας ξεκάθαρο ορισμό στο αποδεκτό πλέον δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών με τον τρόπο που το όρισε ο Αμερικανός Πρόεδρος Γουίλσον.
  • Παρόλα αυτά θα μπορούσε να γίνει ο αγώνας του 1955-59; Η απάντηση είναι θετική και η ερώτηση ανιστόρητη, έχοντας ως δεδομένο ότι οι Άγγλοι δεν έδειχναν σοβαρή διάθεση να κινηθούν προς την ανεξαρτησία της χώρας. Δεκάδες άλλοι λαοί εξάλλου την ίδια περίοδο πολεμούσαν για τον ίδιο στόχο. Αν υπήρχε κάτι λάθος, για το οποίο ουδείς ενημέρωσε τον Αυξεντίου ή τον Μάτση ή τον Παλληκαρίδη, είναι ότι ο αγώνας για Ένωση με ένα άλλο κράτος ήταν χαμένος εξ υπαρχής. Αν υπήρχε μια πολιτική ηγεσία με βάθος σκέψης θα καθοδηγούσε τον αγώνα προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο Αυξεντίου θα πολεμούσε με τον Μεχμέτ τον Τουρκοκύπριο, τον Γκεβόργκ τον Αρμένιο και τον Φραγκίσκο τον Μαρωνίτη για μια κοινή πατρίδα. Με αυτό τον τρόπο ίσως δεν θα φτάναμε ποτέ σε καμιά συνθήκη Ζυρίχης - Λονδίνου, ούτε σε δοτό Σύνταγμα, ούτε σε εγγυήτριες δυνάμεις. Εγγυητής της νέας χώρας θα ήταν το δίκαιο αίμα των παλληκαριών της. Με λίγα λόγια η λάθος στοχοθέτηση του αγώνα (παρότι είναι κατανοητή η στάση του 80% των Ελλήνων που ήθελαν να επιβάλουν τη βούλησή τους) έφερε και τους Έλληνες και τους Τούρκους αρχικά σε μια αιματηρή αντιπαράθεση και αργότερα σε ένα συμβιβασμό στη Ζυρίχη που δεν ήταν αποδεκτός σε κανένα. Το μοτίβο αυτό της μάχης των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας έναντι του σεβασμού της μειοψηφίας είναι αυτό που παίχτηκε ξανά και ξανά το 1963 με το αίτημα αναθεώρησης του Συντάγματος, το 1967 με τα γεγονότα της Κοφίνου, το 1974 με το πραξικόπημα και την εισβολή, το 1977 με τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου, το 1983 με την ανακήρυξη ψευδοκράτους, το 2004 με την απόρριψη του σχεδίου λύσης και τη μονομερή ένταξη των Ελληνοκυπρίων στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.

    

 Ο Αναστασιάδης

Με βάση τα προαναφερθέντα θα μπορούσε σήμερα ο πολιτικός Νίκος Αναστασιάδης να πάρει τη σκυτάλη από τον Γρηγόρη Αυξεντίου, να σταθεί προκλητικά και με το γνωστό πάθος που έδειξε το 2004 στη μέση του στίβου φωνάζοντας: «Ώς εδώ και μη παρέκει!» Θα μπορούσε να δει την Κύπρο ολικά, συνθετικά μαθαίνοντας από τα πάθη και τα παθήματα του παρελθόντος;  Θα μπορούσε δηλαδή να πάρει τη σκυτάλη στο χέρι, να πιάσει τον Έρογλου ή τον Ακκιντζί ή τη Σιμπέρ από το μπράτσο και να τους πει: «Κύριοι, αν θέλετε κάποια στιγμή να τερματίσει αυτή η αδιέξοδη και ατέρμονη πολυ-σκυταλοδρομία χρειαζόμαστε μια σκυτάλη και μια κοινή προσπάθεια».

Για να το κάνει αυτό βέβαια σήμερα χρειάζεται, πέρα από το απαράμιλλο θάρρος του Αυξεντίου, ακόμα πολύ περισσότερα. Χρειάζεται τη στωικότητα και την αποφασιστικότητα του Μαχάτμα Γκάντι, χρειάζεται το όραμα του Μάρτιν Λούθερ Κιγκ, τον ρεαλισμό του Νέλσον Μαντέλα και τη φαντασία (imagine all the people) ενός Τζον Λένον. Είναι ομολογουμένως δύσκολο το φορτίο για σένα φίλε μου Νίκο Αναστασιάδη γιατί πλέον η σύγκριση με τον Αυξεντίου του απλού και ηρωικού εκείνου ’55 δεν αρκεί. Πρέπει να τον ξεπεράσεις κατά πολύ για να μπορέσεις να γίνεις ο ήρωας που έχει σήμερα ανάγκη η Κύπρος.

Ζούμε κατά την ταπεινή μου άποψη σε μια εποχή εξίσου ηρωική με το παρελθόν. Μόνο που σήμερα ήρωας δεν μπορεί να είναι αυτός που θυσιάζει τη ζωή του ή παίρνει τη ζωή όσων νομίζει ότι προσβάλλουν τη θρησκεία του ή τον απειλούν στον γεωγραφικό χώρο που ζει. Ήρωας είναι αυτός που στο παγκόσμιο χωριό που ζούμε ξέρει να αγαπά τον συνάνθρωπό του. Ήρωας είναι αυτός που ανεξαρτήτως χρώματος και φυλής αγωνίζεται να βελτιώσει τη ζωή του, αλλά και τη ζωή των άλλων. Αυτό έχουμε ανάγκη σήμερα κ. Πρόεδρε και αυτό αναγνωρίζει ο κυπριακός λαός ως κυρίαρχο στόχο για τη χώρα μας. Μπορείς; Εγώ νομίζω πως μπορείς.