Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

Ποιος πρέπει να είναι ο πραγματικός συμβιβασμός στο Κυπριακό;


Κάποιοι Ελληνοκύπριοι εξανίστανται και μόνο στο άκουσμα της φράσης “κυριαρχική ισότητα” των Τουρκοκυπρίων, που στην πράξη συνεπάγεται το δικαίωμα αυτοδιάθεσής τους. Γι’ αυτούς (είτε είναι αριστεροί είτε δεξιοί) δικαίωμα αυτοδιάθεσης μάλλον είχαν και έχουν μόνο οι Ελληνοκύπριοι! Το άσκησαν ως κοινότητα το 1950 διά του δημοψηφίσματος, επιχείρησαν να το επιβάλουν το 1955-59 διά του αγώνα της ΕΟΚΑ. Μετά το 1960 το ε/κ αφήγημα άλλαξε. Οι κοινότητες δεν έχουν κυριαρχία. Προφανώς αυτό ίσχυε και πάλι μόνο για τους Τ/Κ αφού τον Ιούνιο του 1967 σε ψήφισμά της η Κυπριακή Βουλή ζήτησε ομόφωνα και πάλι την Ένωση με την Ελλάδα. Σε γενικές γραμμές πάντως από το 1960 και εξής η θέση είναι ότι το κράτος ιδρύθηκε από τον έναν και αδιαίρετο κυπριακό λαό μέσω του Συντάγματος. Από την άλλη 62 χρόνια μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας τα πράγματα δεν έχουν παραμείνει στάσιμα. Υπήρξαν διακοινοτικές ταραχές το 1963, υπήρξε εισβολή το 1974, το 1983 οι Τ/Κ ανακήρυξαν “κράτος”, έγινε αποδεκτή η λύση ομοσπονδίας και μάλιστα διζωνικής, υπάρχει ένας εν εξελίξει διάλογος για δεκαετίες με κυρίαρχο σημείο στο συνταγματικό του κομμάτι την εποικοδομητική ασάφεια σε ό,τι αφορά τα θέματα κυριαρχίας.

 

Αν όντως το ζητούμενο για τους Τουρκοκύπριους είναι ότι η κυριαρχική τους ισότητα πρέπει να φτάνει έως το δικαίωμα νόμιμης απόσχισης, οι Ε/Κ μετά από 56 χρόνια χωριστής συμβίωσης με τους Τ/Κ έχουν άραγε το δικαίωμα να το αρνηθούν; Το ενιαίο κράτος του 1960 υπήρξε ανέκκλητο διά των συμφωνιών του 1960. Όμως οι Τ/Κ αποχώρησαν και κλείστηκαν στους θύλακες. Επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο μια πρώτη διχοτόμηση της Κύπρου. Το 1974 η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν το μοναδικό αναγνωρισμένο κράτος, ωστόσο το 1977 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποδέχθηκε διπεριφερειακή ομοσπονδία η οποία διά του σχεδίου Γκάλι έγινε επίσημα διζωνική. Το θέμα, κάποιοι υποστηρίζουν, είναι νομικό. Στην πραγματικότητα είναι πολιτικό και εδράζεται στην αδυναμία των δύο κοινοτήτων να λύσουν τα προβλήματά τους.

 

Ας είμαστε ρεαλιστές. Με την τ/κ κοινότητα συνυπήρξαμε οι Ε/Κ από το 1571. Επί οθωμανικής κατοχής για 307 χρόνια επιβιώσαμε ως υποτελείς Ρωμιοί με τους Τ/Κ να λειτουργούν ως άρχουσα τάξη. Επί Αγγλοκρατίας το 1878 και για 82 χρόνια διαβιώσαμε ως υπήκοοι της Μεγάλης Βρετανίας, χωρίς καμιά από τις δύο κοινότητες να μπορεί να κυβερνά. Πολιτικά στο πλαίσιο ενός κράτους και μιας κυβέρνησης συνυπήρξαμε ως εταίροι με τους Τουρκοκύπριους μόνο από το 1960 έως το 1963. Με λίγα λόγια τα τελευταία 450 χρόνια συμβίωσής μας σε αυτό τον γεωγραφικό χώρο, δηλαδή από το 1571 έως και το 2021, επιχειρήσαμε να συνεργαστούμε πολιτικά μόνο για 3 χρόνια και δεν τα καταφέραμε.

Υπάρχει βεβαίως και το αφήγημα ότι σε επίπεδο λαού οι σχέσεις Ε/Κ – Τ/Κ υπήρξαν πάντα αρμονικές. Σε επίπεδο απλών ανθρώπων αυτή η θέση έχει τη βάση της. Σε επίπεδο ηγεσίας και ελίτ ε/κ και τ/κ η αλήθεια είναι άλλη. Με εξαίρεση μερικές ψηφοφορίες στο Νομοθετικό Συμβούλιο επί Αγγλοκρατίας και κάποια συνεργασία συντεχνιών στις μεγάλες απεργίες του 1948, ο κανόνας ήταν η αντιπαράθεση μεταξύ Ένωσης και Ταξίμ, μεταξύ ελληνικού και τουρκικού εθνικισμού.

 

Αν λοιπόν θέλουμε να καταλήξουμε σε μια δημοκρατική λύση στην Κύπρο, οφείλουμε να αποδεχτούμε τα αυτονόητα. Το 1960 κανένας δεν ρώτησε τις δύο κοινότητες αν ήθελαν να ζήσουν μαζί. Για να είμαστε και δίκαιοι τότε οι Τ/Κ μπορεί να μην λογίζονταν καν κοινότητα. Κοινότητα τους έκανε ο Τούρκος ΥΠΕΞ Φατίν Ροστού Ζορλού όταν υπερίσχυσε κατά κράτος του Έλληνα ΥΠΕΞ Ευάγγελου Αβέρωφ στη Ζυρίχη το 1959 εξισώνοντας το 20% των Τ/ Κ με το 80% των Ε/Κ. Κοινότητα με πολιτική ισότητα τους έκανε ο Μακάριος όταν απέρριψε ενωρίτερα το σχέδιο Χάρτινγκ (1956) το οποίο έδινε αυτοκυβέρνηση στους Ε/Κ και καθεστώς μουσουλμάνων Δυτικής Θράκης στους Τ/Κ. Εφόσον οι Τ/Κ με βρετανικό δάκτυλο αναγνωρίστηκαν ως συνιδρυτές του νέου κράτους, η μόνη υποχώρηση που έκαναν, όπως έγραψε σε άρθρο του στην εφημερίδα “Nacak” (Hatchet) στις 27 Αυγούστου 1960 ο Ραούφ Ντενκτάς με τίτλο “How was the arrival of Turkish soldiers to Cyprus achieved?”, ήταν να αποδεχτούν το νέο κράτος να μην ονομάζεται “Ελληνοτουρκική Ομοσπονδία της Κύπρου”, αλλά Κυπριακή Δημοκρατία, και πήραν ως αντάλλαγμα πέρα από τα εγγυητικά δικαιώματα και την κάθοδο των 650 Τούρκων στρατιωτών στην Κύπρο. Με λίγα λόγια, πάντα ομοσπονδία λογιζόταν η Κύπρος, τουλάχιστον για τους Τ/Κ, δεν μπόρεσαν ωστόσο να την επιβάλουν γιατί δεν είχαν έδαφος υπό τον έλεγχό τους. Όταν βέβαια οι αφελείς Ελληνοκύπριοι το αντελήφθησαν ήγειραν θέμα αλλαγής του Συντάγματος. Με το αφήγημά μας πάντα να κινείται σε ρηχά νερά. Ξεχάσαμε τότε το αφήγημα ότι είμαστε ένας λαός, αλλά δράσαμε ως “Ελληνοκύπριοι δημοκράτες”, καταγγέλλοντας τα 13 σημεία. Όταν δεν το αποδέχτηκαν οι Τουρκοκύπριοι μιλούσαμε για Τουρκανταρσία! Ας μην αναφερθούμε στη συνέχεια στην κάθοδο Ελληνικής Μεραρχίας, στη σφαγή της Κοφίνου και στο πραξικόπημα του 1974. Επιτρέποντας με όλους αυτούς του τρόπους στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο, προσφέροντας ντε φάκτο στους Τ/Κ μια ενιαία εδαφική επικράτεια, υποστηρίζοντας στη συνέχεια με απύθμενο θράσος και υποκρισία ότι ήλθε στην Κύπρο για να αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη.

Αν σήμερα, εν έτει 2021, και εφόσον καταπιούμε όσα κάποιες ανόητες ηγεσίες μάς κληροδότησαν, θέλουμε μια δημοκρατική λύση η κάθε κοινότητα πρέπει να εισέλθει στη λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας αυτοβούλως αλλά και να έχει δικαίωμα να αποχωρεί με δημοκρατική και βελούδινη διαδικασία αν κρίνει κάτι τέτοιο, αναλαμβάνοντας και τις ευθύνες της.

Με την ίδια εποικοδομητική ασάφεια που ιδρύθηκε από τον λαό ή τις 2 κοινότητες η Κυπριακή Δημοκρατία, με την ίδια ασάφεια που οι δύο κοινότητες βαφτίστηκαν συνιστώντα κρατίδια το 2004, σήμερα το ίδιο constructive ambiguity μπορεί να μετεξελίξει το κράτος του 1960 σε πραγματικά ομοσπονδιακό.

Από την άλλη, αν η ιστορική και πολιτική καχυποψία των Τ/Κ επιβάλλει κατά την άποψή τους να έχουν δικαίωμα απόσχισης, πόσο μεγαλύτερη καχυποψία πρέπει να έχουν οι Ε/Κ απέναντι στη στρατιωτική ισχύ της Τουρκίας η οποία φέρεται επιπλέον από το 1960 να λειτουργεί και να ασκείται υπό μορφή “νόμιμων” εγγυητικών δικαιωμάτων; Με την πρώτη συνταγματική κρίση τον Δεκέμβριο του 1963 η Τουρκία αντέδρασε εξοπλίζοντας τους Τ/Κ, το δε 1964 βομβάρδισε την Τηλλυρία. Το 1974 εισέβαλε διά των όπλων στην Κύπρο προσφυγοποιώντας 150.000 Ε/Κ. Σήμερα διά της πυγμής ελέγχει το status quo στην πράσινη γραμμή, διά των πολεμικών της πλοίων παραβιάζει την ΑΟΖ και επιπλέον επιχειρεί άνοιγμα του Βαρωσιού. Αφορμές, είναι η αλήθεια, δόθηκαν στην Τουρκία (π.χ. πραξικόπημα χούντας) ωστόσο ουδέποτε -λόγω ακριβώς των εγγυητικών της δικαιωμάτων- έδωσε προτεραιότητα σε έναν διάλογο, απεναντίας επιχείρησε να επιβάλει τη θέλησή της διά των όπλων.

Το σίγουρο είναι ότι κανένας Κύπριος δεν είναι διατεθειμένος να ανεχθεί ξανά κρίσεις τύπου 1963-64 και εισβολές τύπου 1974 γιατί κάποιοι Μακάριοι, Κιουτσιούκ, Ντενκτάς και Παπαδόπουλοι δεν μπορούν να συνεργαστούν ή επειδή η Τουρκία επιμένει να συμπεριφέρεται ως μια χώρα που ασκεί διπλωματία διά των όπλων. Εντός της ΕΕ οι ελπίδες να λειτουργήσει μια αποκεντρωμένη ομοσπονδία εξάλλου είναι περισσότερες από το να καταρρεύσει. Κι αν καταρρεύσει είδαμε -πάντα εντός ΕΕ- πώς αντιμετωπίστηκαν προθέσεις αποσχίσεων τύπου Καταλωνίας, Βελγίου και Λομβαρδίας. Συνεκδοχικά μια λύση εντός της ΕΕ είναι το λελογισμένο ρίσκο που μπορούμε να πάρουμε.

Εν κατακλείδι, το πραγματικό πάρε-δώσε σήμερα στο Κυπριακό είναι μια συμφωνία ακύρωσης των φόβων των δύο κοινοτήτων. Οι μεν Τ/Κ να ανακτήσουν την πολιτική ισότητα που είχαν από το 1960 στο πλαίσιο ενός διζωνικού ομοσπονδιακού κράτους, οι δε Ε/Κ να καταργήσουν τις εγγυήσεις του 1960 που αποτέλεσαν την κακοδαιμονία ολόκληρης της χώρας. Από εκεί και πέρα, όπως μου έλεγε ο Αλέκος Μαρκίδης, “αυτό που χρειαζόμαστε είναι 100 νουνεχείς Κύπριους με πραγματική πολιτική βούληση και όραμα για να θέσουμε σε λειτουργία ένα πραγματικά δημοκρατικό κράτος”.

Αν κρίνω από τον δημόσιο διάλογο ένθεν και ένθεν του οδοφράγματος, ούτε πολιτική βούληση υπάρχει ούτε και πολλοί διαθέτουν το όραμα να κτίσουν την Κύπρο του μέλλοντός μας. Οι περισσότεροι ασχολούνται με τα πίτουρα του παρελθόντος.