Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

Περί επιστροφής στο Ενιαίο Κράτος του 1960

 Πώς μας προέκυψε η δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας για επιστροφή στο Ενιαίο Κράτος που προνοούσαν οι Συνθήκες  Ζυρίχης -Λονδίνου του 1959; Ο κ. Πρόεδρος απαντούσε σε δήλωση του Ερσίν Τατάρ ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί κοινή Δημοκρατία των δύο λαών και ότι τα διαβατήρια εξασφαλίζονται ως φυσικό δικαίωμα που απορρέει από τις Συμφωνίες Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και πως αυτό το δικαίωμα θα πρέπει να τυγχάνει σεβασμού».   

Τι είπε ακριβώς ο Πρόεδρος στις 25 Αυγούστου 2021 σε απάντηση της δήλωσης του Ερσίν Τατάρ, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε για την αφαίρεση διαβατηρίων από μέλη της τ/κ ηγεσίας: «Η ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι απόλυτα έτοιμη να αποδεχτεί την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης με την επάνοδο των Τουρκοκυπρίων, τόσο στην εκτελεστική, τη νομοθετική, τη δικαστική εξουσία, όσο και στις υπόλοιπες των υπηρεσιών, με βάση τις διατάξεις του Συντάγματος του 1960, με ταυτόχρονη έναρξη συνομιλιών για καθορισμό των περιοχών που η κάθε μια των κοινοτήτων θα έχει την ευθύνη διοίκησης, σύμφωνα και με βάση τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών».

Πόσο εφικτή, και κυρίως ρεαλιστική, είναι αυτή η πρόταση, η οποία, όπως λέχθηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, θα κατατεθεί επίσης και στην κ. Λουτ αν έλθει, και όταν έλθει, στην Κύπρο;  


Τα θετικά


Εκ πρώτης όψεως και με θετικό πρόσημο θα μπορούσε να επισημανθεί ότι μέσα από τις δηλώσεις του, ο κ. Τατάρ, για μια ακόμα φορά αναγνωρίζει ότι το πολιτικό μόρφωμα του οποίου ηγείται στη Βόρεια Κύπρο έλκει τη νομιμότητά του από τις Συνθήκες του 1959 που εγκαθίδρυσαν την Κυπριακή Δημοκρατία. Μάλλον, χωρίς να το θέλει, τις νομιμοποιεί απονομιμοποιώντας την «Τδβκ». 

Στήριξη στην Κυπριακή Δημοκρατία προσφέρει και ο Νίκος Αναστασιάδης, αν αναλογιστούμε ότι πριν μερικούς μήνες ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος αποκάλυπτε, σε συνέντευξή του στον «Πολίτη», ότι ο κ. Πρόεδρος μιλούσε περί λύσης δύο κρατών στην Κύπρο. Μας προβληματίζει βέβαια η τοποθέτηση του κ. Αναστασιάδη περί «αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης», αφού με αυτή τη θέση παραδέχεται έμμεσα ότι σήμερα ο ίδιος δεν είναι συνταγματικά ο νόμιμος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας που ιδρύθηκε το 1960.  


Τακτική


Πρέπει να σημειώσουμε βέβαια ότι σήμερα κινούμαστε για μια ακόμα στον αστερισμό των τακτικισμών Αναστασιάδη: 

Επικοινωνιακά κινούμενος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το επιτελείο του, προχώρησαν αρχικά στην απόφαση για αφαίρεση διαβατηρίων και στη  συνέχεια στην πιο πάνω δήλωση περί επιστροφής στο καθεστώς του 1960, πιθανόν για δύο λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, η οποία ως συνήθως γράφτηκε στο πόδι:

* Πρώτον, για να απαντήσει ουσιαστικά στην πρόσφατη πρόταση του Ερσίν Τατάρ για λύση υπό την προϋπόθεση ότι αυτήν θα την υπογράψουν δύο κυρίαρχα κράτη

*  Δεύτερον, για να στείλει το μήνυμα ότι ένα είναι το αναγνωρισμένο κράτος στην Κύπρο, ότι διαθέτει ένα διαβατήριο το οποίο χρησιμοποιούν και οι Τ/Κ και ότι αυτό το κράτος είναι σε θέση να επιβάλλει κυρώσεις στους αποσχιστές. Για να αρθούν οι κυρώσεις, οι αποσχιστές πρέπει να επιστρέψουν στο νόμιμο κράτος.     


Η θέση αυτή (περί επιστροφής στο Ενιαίο Κράτος) άρχισε να συζητείται ακόμα και επί προεδρίας Κληρίδη. Πάντοτε είχε την έννοια μιας πρότασης που θα ίσχυε προσωρινά, έως ότου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα συζητούσαν από κοινού μετεξελίσσοντας τη Ζυρίχη σε μια λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Κανένας βέβαια δεν την έθεσε ποτέ στο τραπέζι, γιατί όντως η πολυπλοκότητα του νομικού αυτού εγχειρήματος είναι τεράστια, κατανοώντας ταυτόχρονα ότι η λύση πλέον του Κυπριακού είναι πολιτική και όχι νομική.  


Το κράτος


Η θέση ότι ένα κράτος αναγνωρισμένο υπάρχει στην Κύπρο είναι ορθή, αν και αυτό υπονομεύεται συστηματικά από τον Νίκο Αναστασιάδη μετά το Κραν Μοντανά το 2017 και από τον Ερσίν Τατάρ τους τελευταίους μήνες. Από την άλλη, βέβαια, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι το Σύνταγμα αυτού του κράτους, όπως έχει μετεξελιχθεί, δεν καλύπτει τους Τουρκοκύπριους από το 1964 και μετά. 

Με βάση τον «περί Απoνoμής της Δικαιoσύνης (Πoικίλες Διατάξεις) Νόμo τoυ 1964 (Ν. 33/1964) Ε.Ε., Παρ.Ι(Ι), Αρ.331» που κατατέθηκε και εγκρίθηκε από την Κυπριακή Βουλή στις 9 Ιουλίου 1964 από τον τότε γενικό εισαγγελέα Κρίτωνα Τορναρίτη, οι Τ/Κ βρέθηκαν εκτός πολιτικού νυμφώνος. Ο νόμος ψηφίστηκε ως «αίρων ορισμένας δυσχέρειας αίτινες προέκυψαν συνεπεία προσφάτων γεγονότων (σημ: αναφερόταν στα γεγονότα του 1963 και στην αποχώρηση των Τ/Κ από όλα τα σώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας) και παρεμποδίζουν την απονομή της δικαιοσύνης και προνοών περί έτερων συναφών ζητημάτων». Με βάση αυτή καταργήθηκαν τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα, Ανώτατο και Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, και ιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο όπως υπάρχει μέχρι σήμερα, με τη συμμετοχή αρχικά των πέντε δικαστών οι οποίοι το απάρτιζαν. Με την πάροδο των χρόνων, αυτός ο αριθμός αυξήθηκε διά νόμου σε 7, αργότερα σε 10 και 13, αριθμός ο οποίος ισχύει σήμερα. Σε αυτό (το νέο) Ανώτατο Δικαστήριο ανατέθηκαν οι δικαιοδοσίες, αρμοδιότητες και εξουσίες των δύο προϋπαρχόντων δικαστηρίων. Η ίδρυση και λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μόνο με Ε/Κ δικαστές, κρίθηκε συνταγματική με την επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Εδώ θα πρέπει να κατατεθεί και κάτι το οποίο αναδεκνύει και την περιπλοκότητα του όλου εγχειρήματος. Επικεφαλής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά την κρίση του 1963 και  παρά την αποχώρηση των Τ/κ από τα υπόλοιπα σώματα ήταν (ως ο αρχαιότερος) ο Τ/κ Ζεκιά Μεχμέτ ο οποίος αφυπηρέτησε στις 22 Σεπτεμβρίου 1966. Επίσης και ο δικαστής Νετζμεντίν Μουνίρ ο οποίος αφυπηρέτησε στις 3 Ιουνίου 1966. Με λίγα λόγια το δίκαιο της ανάγκης επικυρώθηκε και από Τ/κ δικαστές. Οι οποίοι θα μπορούσαν και να παραμείνουν ως ο ένας συνδετικός κρίκος με τη Ζυρίχη. Αναγκάστηκαν βέβαια να αποχωρήσουν μετά από απόφαση του τότε υπουργού εσωτερικών Πολύκαρπου Γιωρκάτζη να υφίστανται σωματικό έλεγχο κάθε φορά που περνούσαν την πράσινη γραμμή.  


Πιλότος 


Ως «πιλότος» -αυθεντία κατά τη νομική ορολογία- για τη συνταγματικότητα του «νέου» Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η γνωστή απόφαση την οποία το ίδιο δικαστήριο εξέδωσε στην υπόθεση Ιμπραχήμ (Attorney general of Republic v. Mustafa Ibrahim and Other 1964).


Με βάση αυτή την απόφαση, οι Ε/Κ προχώρησαν και ενσωμάτωσαν  όλες τις εξουσίες του Προέδρου και του αντιπροέδρου στον Ε/Κ Πρόεδρο της Δημοκρατίας (τότε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος), μπόρεσαν να διορίσουν 3 ακόμα Ε/Κ υπουργούς στο Υπουργικό Συμβούλιο στη θέση των Τ/Κ και να καταργήσουν τις 15 θέσεις Τ/Κ βουλευτών στο κυπριακό Κοινοβούλιο. Η λογική ήταν απλή: Η Κυπριακή Δημοκρατία έπρεπε να λειτουργήσει παρά τη φυγή των Τ/Κ. 


Οι Τουρκοκύπριοι


Βεβαίως οι Τουρκοκύπριοι δεν αποφάσισαν να φύγουν εν μία νυκτί, διότι έτσι τους κατέβηκε. Αφορμή στάθηκε η καταγγελία των 13 σημείων του Συντάγματος από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο το φθινόπωρο του1963 για να διορθωθούν κάποιες αγκυλώσεις οι οποίες λόγω υπερπρονομίων των Τ/Κ, όπως έλεγε, δεν επέτρεπαν στο νέο κράτος να λειτουργήσει. Προς αυτή την κατεύθυνση, από την αρχή της ίδρυσής του, λάδι στη φωτιά έριχναν και οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι δεν έδειχναν καμιά εμπιστοσύνη στο νέο κράτος, με αποκορύφωμα τις διεκδικήσεις τους για φρούρηση των Τ/κ χωριών από Τ/Κ, μέλη του Κυπριακού Στρατού, ενώ και η υπόθεση μεταφοράς όπλων από το πλοιάριο «Ντενίζ» στην Κύπρο για εξοπλισμό της ΤΜΤ έδειχνε εξυπαρχής τη διάθεση υπονόμευσής του. Το «Ντενίζ», με καπετάνιο τον Ρεσάτ Γιαβούζ, μηχανικό τον Ογούζ Κόντογλου και ασυρματιστή τον μόνιμο αρχιλοχία διαβιβάσεων του τουρκικού στρατού Αλί Λεβέντ, ανακόπηκε από βρετανική ακταιωρό, φορτωμένο 6.000 βόμβες, 500 τυφέκια και ένα εκατομμύριο φυσίγγια, στις 18 Οκτωβρίου 1959, δηλαδή οκτώ μήνες μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου κι ενώ η Κύπρος τελούσε ακόμα υπό αγγλική διοίκηση, αναμένοντας την επίσημη ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της, που έγινε στις 16 Αυγούστου 1960.


Ούτε οι προτάσεις Μακαρίου προέκυψαν ως κεραυνός εν αιθρία, ως δε ηγέτης της πλειοψηφίας φέρει και τη μεγαλύτερη ευθύνη. Ο Αρχιεπίσκοπος ήθελε να περάσει ο έλεγχος στους Ελληνοκυπρίους. Ο  Μακάριος, από την πρώτη στιγμή ξεκίνησε μια τακτική υπονόμευσης της τ/κ συμμετοχής στη νομή της εξουσίας (π.χ. δεν επέτρεψε τη δημιουργία τ/κ δήμων, ούτε επέτρεπε τη συμπλήρωση της πρόσληψης Τ/Κ δημοσίων υπαλλήλων με βάση την ποσόστωση 70:30, διότι οι Τ/Κ ήταν... αγράμματοι), με το να τους εξωθεί στην παρακώλυση της διοικητικής λειτουργίας ως μόνο μέσο αυτοάμυνας, πράγμα, που στη συνέχεια παρουσίαζε ως συνταγματική δυσλειτουργία. Για παράδειγμα, οι Τ/Κ αρνήθηκαν να πληρώνουν φόρους,  δημοτικά τέλη ή το ηλεκτρικό μετά την άρνηση του Μακαρίου να τους δώσει χωριστούς δήμους, όπως προνοούσε το Σύνταγμα. Ως συνέχεια τούτου, το κράτος αρνείτο να τους κάνει δρόμους ή ακόμα τους έκοβε το ρεύμα. 

 Ήδη τον Ιανουάριο του 1962 ο Μακάριος δηλώνει: «Είμαι υποχρεωμένος να παραγνωρίσω ή να ζητήσω αναθεώρησιν των συνταγματικών εκείνων διατάξεων, αι οποίαι παρακωλύουν την λειτουργίαν του κρατικού μηχανισμού και την πρόοδον της Πολιτείας» (Κρανιδιώτης 1985: 33). Την ίδια στιγμή θέτει σε κίνηση την επιθετική ε/κ στρατηγική: «Εφόσον η τουρκική πλευρά απορρίπτει την ιδέαν περί ενιαίων δήμων (!), από της 1ης Ιανουαρίου δεν θα υφίσταται πλέον ο θεσμός των δήμων» (Μακάριος 30/12/1962).



Η Ελλάδα


Η πολιτική της ε/κ ηγεσίας, που σαφέστατα στοχεύει στην ελληνοποίηση της πολιτείας με την περιθωριοποίηση του τ/κ στοιχείου και την τελική του εκδίωξη από τη διοίκηση, συναντά το καλοκαίρι του 1962 την άρνηση των ΗΠΑ διά στόματος Τζον Κένεντι, όταν ο Μακάριος άρχισε να μιλά για τα προβλήματα της Ζυρίχης και ότι ίσως θα ήταν προτιμότερο να μην την είχε υπογράψει. Σύμφωνα με μαρτυρία του Νίκου Κρανιδιώτη 9επιστολή στον Αβέρωφ το 1979) ο Κένεντι ήταν πολύ σαφής “Όχι Μακαριότατε, πολύ καλά κάνατε και τις υπογράψατε. Κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν, ήταν το καλύτερο που μπορούσατε να επιτύχετε"...

Επιμονη στην εφαρμογή των Συνθηκών εξέφραζε διά του πρωθυπουργού Ινονού και η Τουρκία (Νοέμβρης 1962), ενώ εξίσου σθεναρή είναι βέβαια και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στις συναντήσεις του Οκτώβρη 1962. Ο  Ε. Αβέρωφ θα δηλώσει στον Κύπριο πρεσβευτή Ν. Κρανιδιώτη: «Εν ανάγκη, η ελληνική κυβέρνηση θα κατέλθει σε εκλογές και θα ζητήσει την ψήφο του λαού με σύνθημα τον σεβασμό των περί Κύπρου συμφωνιών».


Το Απρίλιο 1963, η ελληνική κυβέρνηση καθιστά απολύτως σαφή τη στάση της: «Ειδικώτερον ως προς ό,τι αφορά τα κυπριακά θέματα, είμεθα αποφασισμένοι να εξακολουθήσωμεν να σας βοηθώμεν καθ’ όν τρόπον επράξαμεν μέχρι τούδε, αλλά θα διαχωρίσωμεν και δημοσία την γραμμήν μας, αν επιδιωχθεί μονομερής κατάργησις των Συμφωνιών ή μέρους αυτών» (επιστολή Αβέρωφ προς Μακάριο, 19/4/1963).  Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, επίσης παρατηρεί: «Φοβούμαι ότι η ενέργεια αυτή του Μακαριώτατου ενέχει πολιτικού χαρακτήρα και είναι εκδήλωσις συνηρτημένη κατά κάποιον τρόπον, με τας εν Ελλάδι πολιτικάς εξελίξεις. Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι ο Μακαριώτατος επέλεξε τον χειρότερον χρόνον, διότι αυτήν την στιγμήν υπάρχει κυβερνητική κρίσις και εις την Τουρκίαν και εις την Ελλάδαν» (Γ. Παπανδρέου προς τον Κύπριο πρέσβη, 25.12.63). 


Καταγγελία


Ο Μακάριος ήδη από την Πενταμερή του Λονδίνου στις 15 Ιανουαρίου 1964 δεν είχε, σύμφωνα με τον Γλαύκο Κληρίδη (βλέπε η Κατάθεσή μου, τόμος 1, σελ, 300-302) καμιά διάθεση να επανέλθει στις Συνθήκες του 1960. Τον Απρίλιο του 1964, μετά τις διακοινοτικές ταραχές, προχώρησε σε μονομερή καταγγελία των συνθηκών και δη των συνθηκών εγγυήσεως. Έναν μήνα αργότερα, συμφώνησε με τον Έλληνα πρωθυπουργό την αποστολή της Ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο, η οποία παραβίαζε τις συνθήκες. Δεν υπήρξε ιδιαίτερη αντίδραση από την Τουρκία ωστόσο, αφού η μεραρχία ήλθε με έγκριση του ΝΑΤΟ και μεταξύ άλλων στόχευε στον έλεγχο των φιλοσοβιετικών ανοιγμάτων του Μακαρίου.  

Δυστυχώς ο Αρχιεπίσκοπος δεν αντελήφθη τα διεθνή εμπλεκόμενα συμφέροντα και την προσπάθεια της Δύσης να αποτρέψει ελληνοτουρκικό πόλεμο, ο οποίος θα ήταν καταστροφικός εν μέσω Ψυχρού Πολέμου και του δόγματος της περιχαράκωσης της Σοβιετικής Ένωσης. 

 Όταν λίγους μήνες μετά την κρίση του Δεκεμβρίου του 1963, και συγκεκριμένα στις 3 Ιουνίου 1964, ο τότε αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Φαζίλ Κουτσούκ ζήτησε από τον Μακάριο την επιστροφή των Τουρκοκυπρίων στην κυβέρνηση, ο Πρόεδρος Μακάριος του απάντησε: «Δεν είσθε πλέον αντιπρόεδρος. Η ζωή και η ύπαρξη της κυβέρνησης δεν εξαρτάται από τη θέλησή σας».  (Εφημερίδα Χαραυγή. 4 Ιουνίου 1964).

Βεβαίως, κάποιοι υποστηρίζουν ότι η πρόταση Κουτσούκ δεν ήταν ειλικρινής, αφού ζήτησε σύγκληση του Υπουργικού Συμβουλίου στην Πράσινη Γραμμή και επιπλέον όλους τους προηγούμενους μήνες δικαιολογούσε την απόσυρση των Τουρκοκυπρίων μιλώντας ανοικτά για λύση δύο κρατών (βλέπε συνέντευξη Le Mont 10 Ιανουαρίου 1964). Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ότι με τις θέσεις Κουτσούκ διαφώνησε κάθετα ο Τούρκος πρωθυπουργός Ινονού, ο οποίος σε επιστολή του στον Τ/Κ ηγέτη στις 9 Μαρτίου 1964, επεσήμανε «ότι η φυγή των Τουρκοκυπρίων από τις εργασίες και τα χωριά τους, έδωσε την ευκαιρία στους Ε/Κ «να επωφεληθούν από την απουσία των Τούρκων από τις διάφορες βαθμίδες της κρατικής οργάνωσης και να λαμβάνουν μονομερώς αποφάσεις, που προκαλούσαν μεγάλη ζημιά στα τουρκικά συμφέροντα». Ο Κουτσούκ απάντησε στην επιστολή σε έντονο ύφος: «Θέλουμε να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει πλέον στην Κύπρο κανένας που θα πει στους συμπολίτες μας, που βρίσκονται σ’ αυτή την ψυχική κατάσταση και για χάρη της υπόθεσής τους έχασαν το παιδί, τον πατέρα, τον σύζυγο ή τον αδελφό τους και στερήθηκαν τα σπίτια και τις οικογένειές τους, ότι πρέπει να συνεργαστούμε με την κυβέρνηση Μακαρίου, έστω και προσωρινά δήθεν». 

Παρ' όλα αυτά, ο Κουτσούκ δεν μπορούσε να αντισταθεί στις υποδείξεις της Άγκυρας, ούτε και να μην αντιληφθεί τις ελληνοκυπριακές κινήσεις την ίδια περίοδο, όταν άρχισε δηλαδή να καταφθάνει στην Κύπρο η Ελληνική Μεραρχία και επίσης να ξεδιπλώνεται το σχέδιο Άτσεσον. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο να επιστρέψουν οι Τουρκοκύπριοι στην κυβέρνηση στις 3 Ιουνίου1964. Δεν ήταν εξάλλου αποσπασματική η κίνησή του. Όσο περνούσε ο καιρός και οι Τ/Κ έβλεπαν ότι οι Ε/Κ εμπεδώνονταν ως κυρίαρχοι του νησιού, όσο αντιλαμβάνονταν ότι οι δυνατότητες της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο απομακρύνονταν (δήλωση Χρουτσόφ και επιστολή Τζόνσον), τόσο περισσότερο αναγνώριζαν την επιπολαιότητά τους να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση και την πολιτεία εν γένει. Συνεπακόλουθα, στις  22 Ιουλίου 1965, 19 μήνες μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από το Κοινοβούλιο, οι Τ/Κ βουλευτές αποφάσισαν κι αυτοί να επιχειρήσουν να επιστρέψουν. Μετέβησαν στο μέγαρο της Βουλής με στρατιωτική προστασία της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και είχαν συνάντηση με τον πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη. Αναφερόμενος στα γεγονότα αυτά στην έκθεση της 29ης Ιουλίου 1965, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ αναφέρει: «Ο κ. Κληρίδης ανέφερε στους Τ/Κ βουλευτές ότι αν δεν επέλθει συμφωνία στις προτάσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για αλλαγή του Συντάγματος, τότε δεν μπορούν να επιστρέψουν στο Κοινοβούλιο. Όπως είπε, με βάση τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο Σύνταγμα από τους Ε/Κ, δεν υπήρχε η σχετική νομοθεσία να καλύψει την επιστροφή τους, οπότε το νέο νομικό καθεστώς δεν επέτρεπε την επιστροφή των Τ/Κ».


Η πρόταση Αναστασιάδη


Με λίγα λόγια, το Σύνταγμα του 1960, το οποίο ρύθμιζε τα των δύο κοινοτήτων κατέρρευσε την περίοδο 1964/65 μέσα από μονομερείς κινήσεις και των δύο πλευρών. Αυτοί που έβαλαν βέβαια ταφόπλακα στην επιστροφή στις συνθήκες του 1960 ήταν οι Ε/Κ διά του «περί Απoνoμής της Δικαιoσύνης (Πoικίλες Διατάξεις) Νόμoυ τoυ 1964 (Ν. 33/1964) ΕΕ, Παρ.Ι(Ι), Αρ.331» που κατατέθηκε και εγκρίθηκε από την Κυπριακή Βουλή στις 9 Ιουλίου 1964.


Γι' αυτό και η πρόσφατη πρόταση Αναστασιάδη για επιστροφή στο Ενιαίο Κράτος του 1960, δεν έχει νόημα. Απεναντίας, διεθνώς εκτινάσσει στα ύψη την αναξιοπιστία μας σε ό,τι αφορά τη διαπραγματευτική διαδικασία στο Κυπριακό. Εξομοιώνει ταυτόχρονα την ε/κ πλευρά στο ίδιο επίπεδο πολιτικής σοβαρότητας με την τ/κ πλευρά και την πρόταση Τατάρ περί δύο κρατών, την οποία απέρριψε σύμπασα η διεθνής κοινότητα. Η πρόταση θα είχε κάποιο πρακτικό νόημα αν ο Πρόεδρος Αναστασιάδης τη συνόδευε με έναν αντίστοιχο νόμο πλαίσιο για επαναφορά στην προ του 1964 κατάσταση. Αλλά και πάλιν, πώς θα μπορούσαν να παρακαμφθούν οι συμφωνίες υψηλού επιπέδου 1977 και 1979 και τόσα ψηφίσματα του ΟΗΕ που μιλούν για λύση Ομοσπονδίας; Θα επιστρέψουμε στο 1960 για να λύσουμε στη βάση της Διζωνικής το εδαφικό, αφήνοντας σε ισχύ τις εγγυήσεις και τα βέτο των Τ/κ στην προεδρία, στο Υπουργικό και στο Κοινοβούλιο; Μα δεν είναι αυτά που μέχρι προχθές ήθελε να αποφύγει ο Πρόεδρος με την πρόταση περί αποκεντρωμένης ομοσπονδίας; Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι πολιτική βούληση χρειάζεται και όχι νομικισμοί. Δεν υπάρχει όμως πολιτική βούληση, ούτε από τους Ελληνοκυπρίους, ούτε από τους Τουρκοκυπρίους. Αυτό που διέπει σήμερα τις δύο πλευρές είναι ο αμοραλισμός και η υποκρισία που θα οδηγήσει ντε γιούρε στη λύση δύο κρατών, την οποία επιδιώκουν και ο Αναστασιάδης και ο Τατάρ. 



Από το 1964 έως και την 20ή Ιουλίου 1974, οι Ελληνοκύπριοι, ελέγχοντας το 95% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και έχοντας στα χέρια τους τη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία, δεν έδωσαν ούτε ανάσα στους Τουρκοκύπριους να αισθανθούν ότι ανήκουν σε αυτή τη χώρα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τού τότε διαπραγματευτή μας Γλαύκου Κληρίδη στο πλαίσιο των διακοινοτικών συνομιλιών. Τότε οι Τουρκοκύπριοι, αναγνωρίζοντας την ήττα τους, αποφάσισαν να επιστρέψουν, αλλά αντιμετώπισαν τον μαξιμαλισμό των Ελληνοκυπρίων, κυνικά δε ομιλούντες, ίσως αυτή η εν πολλοίς άδικη πολιτική έναντι των Τουρκοκυπρίων να ήταν και επιτυχημένη, αν οι Ε/Κ δεν διέλυαν τη συνοχή του κράτους μέσα από εμφύλιες διαμάχες και πράξεις βίας και αντιβίας που οδήγησαν στο προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας στις 15 Ιουλίου 1974. 

Αυτό που ως Ελληνοκύπριοι πράξαμε εναντίον των Τουρκοκυπρίων από το 1964 έως το 1974, πράττουν η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι σήμερα εναντίον μας. Επιδεικνύουν τον ίδιο καιροσκοπισμό, ακολουθούν τις τακτικές που υιοθετεί με στυγνότητα αυτός που έχει το πάνω χέρι. Η περίοδος των έντιμων συνομιλητών, όπως ήταν ο Ταλάτ και ο Ακιντζί, χάθηκε ανεπιστρεπτί. 

Κάπως έτσι χάθηκε και η ευκαιρία, διά της αρλουμπολογίας Αναστασιάδη -Τατάρ, για δημιουργία ενός πραγματικά ανεξάρτητου ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρότυπο στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής.