Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Κεμάλ, ο Βενιζέλος και ο Πρόδρομος


Του Διονύση Διονυσίου

Συμφωνούμε ότι οι Κύπριοι μαθητές δεν μπορούν να μάθουν για τον Κεμάλ Ατατούρκ μέσα από ένα βιβλίο αγγλικών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Το οποίο πωλείται σε κάθε γωνιά της Γης και σίγουρα για λόγους εμπορικούς κάνει αναφορά σε "ήρωες" πολλών χωρών χωρίς να υπεισέρχεται επί της ουσίας. Οι μαθητές της Κύπρου οφείλουν να αποκτήσουν πλήρη εικόνα γα τον Κεμάλ Ατατούρκ, όπως κόπτεται ο υπουργός Παιδείας της Κύπρου κ. Προδρόμου, μέσα από τα εγχειρίδια ιστορίας στο πλαίσιο της διδασκαλίας της σύγχρονης ιστορίας της περιοχής μας. Ούτε και αυτό γίνεται βέβαια, με αποτέλεσμα τα περί αντικειμενικότητας του κ. Υπουργού, διά του ελέγχου του επιχειρήματος του, να πηγαίνουν κυριολεκτικά περίπατο.   

Η ανακοίνωση  

Το Υπουργείο Παιδείας, μετά τη διαρροή ότι δόθηκε εντολή να σκιστεί η σελίδα με την αναφορά στον Κεμάλ Ατατούρκ και  μετά από ώρες αμηχανίας έσπευσε να εκδόσει ανακοίνωση, στην οποία ανέφερε ότι εντόπισε αναφορά σε βιβλίο διδασκαλίας της Αγγλικής που χρησιμοποιείται στη B’ Λυκείου, υπογραμμίζοντας ότι  “το όνομα του Ατατούρκ και των Νεοτούρκων ταυτίζεται με εγκλήματα όπως είναι η γενοκτονία των Αρμενίων, η οποία καταδικάζεται απερίφραστα τόσο από τη χώρα μας, όσο και από μεγάλες δημοκρατικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και πολλές άλλες. Όπως ακόμα και με τη γενοκτονία των Ποντίων και Ασσυρίων, αλλά και την εγκληματική «εκκαθάριση» του Eλληνισμού στη Σμύρνη και αλλού. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να γίνονται αποδεκτές μέσα στα σχολικά βιβλία αναφορές που προβάλλουν ή και εκθειάζουν την προσωπικότητα και την «ηγεσία» του. Πολύ περισσότερο ενόψει της επετείου, το 2022, 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τους διωγμούς κατά του Ελληνισμού”.

Γενοκτονίες 

Εν πρώτοις είναι εύκολη η  κατηγορία ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ που γεννήθηκε το 1881 στη Θεσσαλονίκη,  βρίσκεται πίσω από όλες αυτές τις γενοκτονίες.  Οι σφαγές των Αρμενίων είχαν ξεκινήσει επί Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, το 1894-96, με τον αριθμό των νεκρών να εκτιμάται μεταξύ 80 και 300 χιλιάδων. Οι εκτεταμένες σφαγές  των Αρμενίων αποδίδονται στο κίνημα των Νεότουρκων (1908-18). Οι απόψεις για την συμμετοχή του Κεμάλ στο κίνημα των Νεότουρκων διίστανται. Θεωρείται ότι δεν έλαβε ενεργά μέρος στο κίνημα των Νεοτούρκων. Υπάρχει η άποψη ότι την εποχή του ξεσπάσματος του κινήματος ο Κεμάλ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, στην οποία εργάστηκε για την επιτυχία της επαναστατικής αυτής κίνησης αλλά, στη συνέχεια, ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία των Νεότουρκων και παράτησε προσωρινά την πολιτική, στρέφοντας την προσοχή του στα στρατιωτικά. Το άστρο του έλαμψε στον Α Παγκόσμιο. Η μεγάλη του διάκριση ήρθε στις πολεμικές επιχειρήσεις της χερσονήσου της Καλλίπολης το 1915, όταν ο Κεμάλ κατάφερε να αποκρούσει τις δυνάμεις της Αντάντ, και συγκεκριμένα τις Αγγλογαλλικές, εισπράττοντας σχόλια του τουρκικού τύπου όπως «υπερασπιστής του Ισλάμ» και «σωτήρας της Κωνσταντινούπολης». 

Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται σε σφαγές και εκτοπισμούς εναντίον Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή της Τραπεζούντας, που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923. Το 1998 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης από το Τουρκικό Κράτος». Η θεώρηση των γεγονότων αυτών, που για δεκαετίες αποκαλούνταν από τους Έλληνες «Μικρασιατική Καταστροφή», ως γενοκτονίας αποτελεί σημείο αντιλεγόμενο στην Ελλάδα ανάμεσα σε ιστορικούς, διανοούμενους και προσφυγικές οργανώσεις. Όσοι αμφισβητούν την καταλληλότητα του όρου «γενοκτονία» ανήκουν στο κυρίαρχο ρεύμα της κοινότητας των Ελλήνων ιστορικών. Οι σοβαροί έλληνες ιστορικοί που λόγω αντικειμενικότητας δεν διστάζουν να γίνονται δυσάρεστοι, σε ότι αφορά τη Σμύρνη μιλούν περισσότερο για Μικρασιατικό Πόλεμο ή Εκστρατεία, αποφεύγοντας όρους όπως γενοκτονία των Ελλήνων. Ας μην ξεχνούμε και κάτι απλό. Αυτοί που αποβιβάστηκαν στις Οθωμανικές ακτές στις 2 Μαΐου 1919 ήταν οι Έλληνες ενώ ο Ελληνικός Στρατός το 1921 βρέθηκε να πολιορκεί την 'Αγκυρα. Ο Ελληνικός στρατός πήρε εντολή να ελέγξει τον ελληνοκρατούμενο θύλακα της Σμύρνης. Πρώτη του ενέργεια, ωστόσο, ήταν να προβεί σε σφαγές στην Τουρκική συνοικία της πόλης. Στην πορεία βρέθηκε 300 χλμ μακριά, στην Αλμυρά Έρημο και το Αφιόν Καραχισάρ, στο πλαίσιο μιας πολεμικής επιχείρησης εξόντωσης του Κεμάλ Ατατούρκ.  

Δεν ήταν άγιος

Ο Κεμάλ δεν ήταν άγιος. Ήταν ένας σκληρός Εθνικιστής, ο οποίος καταπίεσε πρώτα και κύρια τους ισλαμιστές στη χώρα του, εγκαθιδρύοντας μια στρατο-γραφειοκρατική ελίτ για να κυβερνήσει με όρους δικτατορίας. Είχε πολιτική αντίληψη, ωστόσο, κατανοώντας ότι η πολυεθνική αυτοκρατορία η οποία για αιώνες (από τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571) επιβίωνε ως ο Μεγάλος Ασθενής, δεν είχε μέλλον. Πίστεψε, όπως και οι Νεότουρκοι,  ότι έπρεπε να δημιουργηθεί ένα εθνικό τουρκικό κράτος, εγκαταλείποντας την αυτοκρατορική ιδεολογία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο εξάλλου καταλύονταν και οι υπόλοιπες αυτοκρατορίες, όπως η Αυστροουγγαρία, η Γερμανική Αυτοκρατορία αλλά και η Τσαρική πολυεθνική Ρωσία.  Τα κράτη ιδρύθηκαν από εθνικά κινήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη που πίστευαν ότι έπρεπε να λειτουργήσουν με όρους εθνικής καθαρότητας, σε αντίθεση με κάποια φιλελευθερα κινήματα που στην πορεία περιθωριοποιήθηκαν. Κάπως έτσι οι Έλληνες Επαναστάτες όταν κατέλαβαν την Τρίπολη στην Πελοπόννησο το 1821 έσφαξαν 50.000 Τούρκους. Με τον ίδιο τρόπο αντέδρασαν οι Οθωμανοί όταν κατέσφαξαν τους κατοίκους της Χίου λίγο αργότερα. Οι απαράδεκτες εκκαθαρίσεις, εκτοπίσεις και εξορίες εν ολίγοις υπήρξαν σύνηθες φαινόμενο από τις αρχές του 19ου αιώνα και ναι ο Κεμάλ Ατατούρκ σίγουρα τις ανέχθηκε. αν δεν τις υποκίνησε.  Ο όρος γενοκτονία εισήχθη για να είμαστε ακριβείς μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο με αφορμή το ολοκαύτωμα των Εβραίων, των Ερέρων στη Ναμίμπια, των Ουκρανών Χωρικών και αργότερα των Τούτσι στη Ρουάντα.

Θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει και μια πρακτικότητα στην εθνικιστική πολιτική του Κεμάλ. Καταλαμβάνοντας τη Σμύρνη στη συνέχεια υπέγραψε με το Βενιζέλο τη συμφωνία υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών το 1923 στη Λωζάνη, η οποία διεπόταν από διακρατική σύμβαση. Με αυτή τη συμφωνία εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι μετανάστευσαν στην Τουρκία, εγκαταλείποντας τη Μακεδονία, σε μερικό έστω αντιστάθμισμα της φυγής πολυπληθέστερων Ελλήνων από τη Μικρά Ασία. Ενωρίτερα παρόμοια συμφωνία υπέγραψε και η Ελλάδα με τη Βουλγαρία για τους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι συμφωνίες αυτές κατέστησαν την Ελλάδα ως το πιο ομοιογενές κράτος της Ευρώπης.  Λίγο αργότερα ο Κεμάλ, το 1930,  υπέγραψε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο  το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας.  

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος

Τί κατάλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος από την Εθνική περιπέτεια της Ελλάδας από τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912) έως και τη Σμύρνη (1922); Ότι η Μεγάλη Ιδέα τέλειωσε και ότι έφτασε η εποχή της ειρηνικής συνύπαρξης της Ελλάδας  με όλους τους γείτονες, ακόμα και με τη δύσκολη Τουρκία. Η οποία με τον Κεμάλ ξεκίνησε την πορεία της ως Εθνικό Κράτος,  κατατρεχόμενη από σύνδρομα. Σύνδρομα αναβίωσης της χαμένης αυτοκρατορίας, σύνδρομα φοβικά  έναντι τρίτων αποικιακών δυνάμεων, οι οποίες μέσω διαφόρων συμφωνιών (Σάικς -Πικό) και συνθηκών (Σεβρών) επιχείρησαν να την διαλύσουν στο παρελθόν. 

Δεν δίστασε λοιπόν, θέλοντας να ενισχύσει το πρώτο βήμα που έκανε με το Κεμάλ, να προχωρήσει στο επόμενο. Το 1934 ο Ελευθέριος Βενιζέλος απευθύνθηκε με επιστολή του στη Σουηδική Ακαδημία και πρότεινε τον Μουσταφά Κεμάλ για το Νόμπελ Ειρήνης. Η πρόταση έγινε, όπως γράφει, διότι είχε διακρίνει την πιθανότητα συνεννόησης με την αναγεννημένη Τουρκία, η οποία βγήκε από τον πόλεμο ως εθνικό κράτος. «Της τείναμε το χέρι, το οποίο εκείνη δέχθηκε και έσφιξε με ειλικρίνεια» είναι η χαρακτηριστική φράση. Επίσης τονίζει ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα συνεννόησης ανάμεσα σε δύο λαούς τους «οποίους έχουν διαιρέσει οι πλέον σοβαρές διαφορές». Η πρόταση που προκάλεσε αίσθηση σε ολόκληρη την Ευρώπη έχει αναφορά και στο ελληνοτουρκικό σύμφωνο του 1930, «που σημάδεψε μια νέα εποχή στην πορεία της Εγγύς Ανατολής προς την ειρήνη».

  

Κεμάλ και Κύπρος

Ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την Κύπρο, ίσως όμως την ευνόησε χωρίς να το θέλει με δύο τρόπους: Πρώτον οι συμφωνίες της Λωζάνης που υπέγραψε με τον Βενιζέλο είχαν άμεση σχέση με την τύχη της Κύπρου, αφού η Τουρκία απεμπόλησε κάθε έννομο συμφέρον προς την Κύπρο επιτρέποντας έτσι στην Αγγλία να την ανακηρύξει αποικία του Στέμματος το 1925. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε από πολύ νωρίς επενδύσει στις σχέσεις Ελλάδας -Αγγλίας για την Κύπρο. Όταν η αντιπροσωπία των Κυπρίων τον συνάντησε στο Παρίσι στο πλαίσιο του Συνεδρίου της Ειρήνης των Βερσαλιών, μετά τη λήξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου, στην κυριολεξία απέπεμψε τον Νικόλαο Λανίτη (Νίκλης)  που ζητούσε φορτικά να ζητήσει στα υπό επιστροφή εδάφη στην Ελλάδα και την Κύπρο. Διαπληκτίστηκε επίσης δημόσια και με τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ που ήταν επικεφαλής. Ο Βενιζέλος ήρθε σε κόντρα με την  Ελληνοκυπριακή ηγεσία και κατά τα Οκτωβριανά το 1931 όταν διαφώνησε με την πολιτική ρήξης με τη Βρετανία. Πίστευε στη σταδιακή Ένωση της Κύπρου μέσω της παροχής αυτοκυβέρνησης από τους Βρετανούς. Το βρισίδι περί προδότη Βενιζέλου που έπεσε εκείνη την περίοδο στη Λευκωσία, που διακατέχονταν είμαστε σίγουροι, με την ίδια λογική του άσπρου μαύρου που δείχνει σήμερα ο Υπουργός Παιδείας της Κύπρου, ήταν ατέλειωτο. 

Δεύτερον, εμπότισε με τα κοσμικά ιδανικά του την Τ/κ κοινότητα της Κύπρου. Έκλεισε τις ισλαμικές σχολές, σε κάθε περίπτωση ποδοπατούσε το Κοράνι και μιλούσε υποτιμητικά για τον κάθε προφήτη γιδοβοσκό που θα του καθόριζε μέσα από ένα βιβλίο την πορεία μιας χώρας. Οι Τ/κ, ενστερνίστηκαν τον Κεμαλισμό, αν κρίνουμε από τα ενθουσιώδη σχόλια στον Τ/κ Τύπο της εποχής. Στην κυριολεξία λάτρεψαν τον Κεμάλ και εγκολπώθηκαν τη θέληση του για ίδρυση και λειτουργία ενός κοσμικού κράτους.  

Φλασάκι

Μια τελική διευκρίνιση

Ισχυρές προσωπικότητες που κίνησαν την ιστορία, όπως ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Νάσερ, ο Μπεν Κουριόν, ο Μακάριος, ο Γρίβας, ο Καραμανλής, ο Ερτογάν, για να μείνουμε στην περιοχή μας, πρέπει να γίνονται γνωστές  και να παρουσιάζονται όσο το δυνατό πιο αντικειμενικά στους νέους. 

Η ιστορία είναι το πιο πολιτικό και ίσως το πιο επικίνδυνο μάθημα. Αν η ιστορία γράφεται για να εξυπηρετεί τις σκοπιμότητες του κάθε πολιτικάντη στο παρόν, τότε είναι δίκοπο μαχαίρι, με το οποίο η νέα γενιά προετοιμάζεται να σφάξει το γείτονα της. Μια τέτοια προσέγγιση δημιουργεί κοινωνίες φανατικές και πολιτικά ανόητες. Αν λόγω κατοχής της Κύπρου από την Τουρκία το 1974, η ιστορία μας, δίκην ενός ανιστόρητου εξορθολογισμού πρέπει να μηδενίσει την ιστορία των Τούρκων από τον 9ο αιώνα και εξής παρουσιάζοντας τους ως αιμοδιψείς δολοφόνους, τότε δεν υπάρχει διαφυγή από του να τους θεωρούμε εσαεί εχθρούς.   Αν θέλουμε στο παρόν και το μέλλον ειρήνη, τότε η ιστορία πρέπει να είναι αντικειμενική. Κανένας Λαός δεν έχει μόνο αρνητικά. Η αντικειμενικότητα θα μας βοηθήσει να δούμε και τα δικά μας λάθη,  ίσως δημιουργήσει και τους απαραίτητους όρους συναίνεσης.     

Εν κατακλείδι αν ο Υπουργός Παιδείας κ. Προδρόμου θέλει πραγματικά τα παιδιά μας να διδάσκονται αντικειμενικά την ιστορία μας ας ξεκινήσει από τα του οίκου μας. Να δώσει εντολή να σκίσουν από όλα τα βιβλία ιστορίας τις "αγιογραφίες" (όπως έκανε με το βιβλίο της Οξφόρδης για τον Κεμάλ) για το Μακάριο και το Γρίβα.  Ας ξεκινήσουμε να λέμε τη δική μας ιστορία αντικειμενικά. Με τα καλά της και τα κακά της.

Σημ: Ο κ. Προδρόμου τη βδομάδα που πέρασε μετέβη στην Αθήνα ως εκπρόσωπος της Κυπριακής Κυβέρνησης στην κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη. Ενός ανθρώπου που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του (όπως και ο Βενιζέλος) για να κτίσει την Ελληνοτουρκική φιλία. Αν κρίνουμε από την ανακοίνωση που εξέδωσε για σκίσιμο του βιβλίου, πήγε, είδε και απήλθε...  αλλού ξημερωμένος. Δικαιολόγησε την αντίδραση του επικαλούμενους τις εκδηλώσεις μνήμης "ενόψει της επετείου, το 2022, 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τους διωγμούς κατά του Ελληνισμού”. Και εμείς και οι Τούρκοι είμαστε δυστυχώς καταδικασμένοι να ζούμε και να μηρυκάζουμε το παρελθόν μας.  

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

Περί επιστροφής στο Ενιαίο Κράτος του 1960

 Πώς μας προέκυψε η δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας για επιστροφή στο Ενιαίο Κράτος που προνοούσαν οι Συνθήκες  Ζυρίχης -Λονδίνου του 1959; Ο κ. Πρόεδρος απαντούσε σε δήλωση του Ερσίν Τατάρ ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί κοινή Δημοκρατία των δύο λαών και ότι τα διαβατήρια εξασφαλίζονται ως φυσικό δικαίωμα που απορρέει από τις Συμφωνίες Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και πως αυτό το δικαίωμα θα πρέπει να τυγχάνει σεβασμού».   

Τι είπε ακριβώς ο Πρόεδρος στις 25 Αυγούστου 2021 σε απάντηση της δήλωσης του Ερσίν Τατάρ, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε για την αφαίρεση διαβατηρίων από μέλη της τ/κ ηγεσίας: «Η ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι απόλυτα έτοιμη να αποδεχτεί την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης με την επάνοδο των Τουρκοκυπρίων, τόσο στην εκτελεστική, τη νομοθετική, τη δικαστική εξουσία, όσο και στις υπόλοιπες των υπηρεσιών, με βάση τις διατάξεις του Συντάγματος του 1960, με ταυτόχρονη έναρξη συνομιλιών για καθορισμό των περιοχών που η κάθε μια των κοινοτήτων θα έχει την ευθύνη διοίκησης, σύμφωνα και με βάση τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών».

Πόσο εφικτή, και κυρίως ρεαλιστική, είναι αυτή η πρόταση, η οποία, όπως λέχθηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, θα κατατεθεί επίσης και στην κ. Λουτ αν έλθει, και όταν έλθει, στην Κύπρο;  


Τα θετικά


Εκ πρώτης όψεως και με θετικό πρόσημο θα μπορούσε να επισημανθεί ότι μέσα από τις δηλώσεις του, ο κ. Τατάρ, για μια ακόμα φορά αναγνωρίζει ότι το πολιτικό μόρφωμα του οποίου ηγείται στη Βόρεια Κύπρο έλκει τη νομιμότητά του από τις Συνθήκες του 1959 που εγκαθίδρυσαν την Κυπριακή Δημοκρατία. Μάλλον, χωρίς να το θέλει, τις νομιμοποιεί απονομιμοποιώντας την «Τδβκ». 

Στήριξη στην Κυπριακή Δημοκρατία προσφέρει και ο Νίκος Αναστασιάδης, αν αναλογιστούμε ότι πριν μερικούς μήνες ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος αποκάλυπτε, σε συνέντευξή του στον «Πολίτη», ότι ο κ. Πρόεδρος μιλούσε περί λύσης δύο κρατών στην Κύπρο. Μας προβληματίζει βέβαια η τοποθέτηση του κ. Αναστασιάδη περί «αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης», αφού με αυτή τη θέση παραδέχεται έμμεσα ότι σήμερα ο ίδιος δεν είναι συνταγματικά ο νόμιμος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας που ιδρύθηκε το 1960.  


Τακτική


Πρέπει να σημειώσουμε βέβαια ότι σήμερα κινούμαστε για μια ακόμα στον αστερισμό των τακτικισμών Αναστασιάδη: 

Επικοινωνιακά κινούμενος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το επιτελείο του, προχώρησαν αρχικά στην απόφαση για αφαίρεση διαβατηρίων και στη  συνέχεια στην πιο πάνω δήλωση περί επιστροφής στο καθεστώς του 1960, πιθανόν για δύο λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, η οποία ως συνήθως γράφτηκε στο πόδι:

* Πρώτον, για να απαντήσει ουσιαστικά στην πρόσφατη πρόταση του Ερσίν Τατάρ για λύση υπό την προϋπόθεση ότι αυτήν θα την υπογράψουν δύο κυρίαρχα κράτη

*  Δεύτερον, για να στείλει το μήνυμα ότι ένα είναι το αναγνωρισμένο κράτος στην Κύπρο, ότι διαθέτει ένα διαβατήριο το οποίο χρησιμοποιούν και οι Τ/Κ και ότι αυτό το κράτος είναι σε θέση να επιβάλλει κυρώσεις στους αποσχιστές. Για να αρθούν οι κυρώσεις, οι αποσχιστές πρέπει να επιστρέψουν στο νόμιμο κράτος.     


Η θέση αυτή (περί επιστροφής στο Ενιαίο Κράτος) άρχισε να συζητείται ακόμα και επί προεδρίας Κληρίδη. Πάντοτε είχε την έννοια μιας πρότασης που θα ίσχυε προσωρινά, έως ότου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα συζητούσαν από κοινού μετεξελίσσοντας τη Ζυρίχη σε μια λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Κανένας βέβαια δεν την έθεσε ποτέ στο τραπέζι, γιατί όντως η πολυπλοκότητα του νομικού αυτού εγχειρήματος είναι τεράστια, κατανοώντας ταυτόχρονα ότι η λύση πλέον του Κυπριακού είναι πολιτική και όχι νομική.  


Το κράτος


Η θέση ότι ένα κράτος αναγνωρισμένο υπάρχει στην Κύπρο είναι ορθή, αν και αυτό υπονομεύεται συστηματικά από τον Νίκο Αναστασιάδη μετά το Κραν Μοντανά το 2017 και από τον Ερσίν Τατάρ τους τελευταίους μήνες. Από την άλλη, βέβαια, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι το Σύνταγμα αυτού του κράτους, όπως έχει μετεξελιχθεί, δεν καλύπτει τους Τουρκοκύπριους από το 1964 και μετά. 

Με βάση τον «περί Απoνoμής της Δικαιoσύνης (Πoικίλες Διατάξεις) Νόμo τoυ 1964 (Ν. 33/1964) Ε.Ε., Παρ.Ι(Ι), Αρ.331» που κατατέθηκε και εγκρίθηκε από την Κυπριακή Βουλή στις 9 Ιουλίου 1964 από τον τότε γενικό εισαγγελέα Κρίτωνα Τορναρίτη, οι Τ/Κ βρέθηκαν εκτός πολιτικού νυμφώνος. Ο νόμος ψηφίστηκε ως «αίρων ορισμένας δυσχέρειας αίτινες προέκυψαν συνεπεία προσφάτων γεγονότων (σημ: αναφερόταν στα γεγονότα του 1963 και στην αποχώρηση των Τ/Κ από όλα τα σώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας) και παρεμποδίζουν την απονομή της δικαιοσύνης και προνοών περί έτερων συναφών ζητημάτων». Με βάση αυτή καταργήθηκαν τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα, Ανώτατο και Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, και ιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο όπως υπάρχει μέχρι σήμερα, με τη συμμετοχή αρχικά των πέντε δικαστών οι οποίοι το απάρτιζαν. Με την πάροδο των χρόνων, αυτός ο αριθμός αυξήθηκε διά νόμου σε 7, αργότερα σε 10 και 13, αριθμός ο οποίος ισχύει σήμερα. Σε αυτό (το νέο) Ανώτατο Δικαστήριο ανατέθηκαν οι δικαιοδοσίες, αρμοδιότητες και εξουσίες των δύο προϋπαρχόντων δικαστηρίων. Η ίδρυση και λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μόνο με Ε/Κ δικαστές, κρίθηκε συνταγματική με την επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Εδώ θα πρέπει να κατατεθεί και κάτι το οποίο αναδεκνύει και την περιπλοκότητα του όλου εγχειρήματος. Επικεφαλής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά την κρίση του 1963 και  παρά την αποχώρηση των Τ/κ από τα υπόλοιπα σώματα ήταν (ως ο αρχαιότερος) ο Τ/κ Ζεκιά Μεχμέτ ο οποίος αφυπηρέτησε στις 22 Σεπτεμβρίου 1966. Επίσης και ο δικαστής Νετζμεντίν Μουνίρ ο οποίος αφυπηρέτησε στις 3 Ιουνίου 1966. Με λίγα λόγια το δίκαιο της ανάγκης επικυρώθηκε και από Τ/κ δικαστές. Οι οποίοι θα μπορούσαν και να παραμείνουν ως ο ένας συνδετικός κρίκος με τη Ζυρίχη. Αναγκάστηκαν βέβαια να αποχωρήσουν μετά από απόφαση του τότε υπουργού εσωτερικών Πολύκαρπου Γιωρκάτζη να υφίστανται σωματικό έλεγχο κάθε φορά που περνούσαν την πράσινη γραμμή.  


Πιλότος 


Ως «πιλότος» -αυθεντία κατά τη νομική ορολογία- για τη συνταγματικότητα του «νέου» Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η γνωστή απόφαση την οποία το ίδιο δικαστήριο εξέδωσε στην υπόθεση Ιμπραχήμ (Attorney general of Republic v. Mustafa Ibrahim and Other 1964).


Με βάση αυτή την απόφαση, οι Ε/Κ προχώρησαν και ενσωμάτωσαν  όλες τις εξουσίες του Προέδρου και του αντιπροέδρου στον Ε/Κ Πρόεδρο της Δημοκρατίας (τότε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος), μπόρεσαν να διορίσουν 3 ακόμα Ε/Κ υπουργούς στο Υπουργικό Συμβούλιο στη θέση των Τ/Κ και να καταργήσουν τις 15 θέσεις Τ/Κ βουλευτών στο κυπριακό Κοινοβούλιο. Η λογική ήταν απλή: Η Κυπριακή Δημοκρατία έπρεπε να λειτουργήσει παρά τη φυγή των Τ/Κ. 


Οι Τουρκοκύπριοι


Βεβαίως οι Τουρκοκύπριοι δεν αποφάσισαν να φύγουν εν μία νυκτί, διότι έτσι τους κατέβηκε. Αφορμή στάθηκε η καταγγελία των 13 σημείων του Συντάγματος από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο το φθινόπωρο του1963 για να διορθωθούν κάποιες αγκυλώσεις οι οποίες λόγω υπερπρονομίων των Τ/Κ, όπως έλεγε, δεν επέτρεπαν στο νέο κράτος να λειτουργήσει. Προς αυτή την κατεύθυνση, από την αρχή της ίδρυσής του, λάδι στη φωτιά έριχναν και οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι δεν έδειχναν καμιά εμπιστοσύνη στο νέο κράτος, με αποκορύφωμα τις διεκδικήσεις τους για φρούρηση των Τ/κ χωριών από Τ/Κ, μέλη του Κυπριακού Στρατού, ενώ και η υπόθεση μεταφοράς όπλων από το πλοιάριο «Ντενίζ» στην Κύπρο για εξοπλισμό της ΤΜΤ έδειχνε εξυπαρχής τη διάθεση υπονόμευσής του. Το «Ντενίζ», με καπετάνιο τον Ρεσάτ Γιαβούζ, μηχανικό τον Ογούζ Κόντογλου και ασυρματιστή τον μόνιμο αρχιλοχία διαβιβάσεων του τουρκικού στρατού Αλί Λεβέντ, ανακόπηκε από βρετανική ακταιωρό, φορτωμένο 6.000 βόμβες, 500 τυφέκια και ένα εκατομμύριο φυσίγγια, στις 18 Οκτωβρίου 1959, δηλαδή οκτώ μήνες μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου κι ενώ η Κύπρος τελούσε ακόμα υπό αγγλική διοίκηση, αναμένοντας την επίσημη ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της, που έγινε στις 16 Αυγούστου 1960.


Ούτε οι προτάσεις Μακαρίου προέκυψαν ως κεραυνός εν αιθρία, ως δε ηγέτης της πλειοψηφίας φέρει και τη μεγαλύτερη ευθύνη. Ο Αρχιεπίσκοπος ήθελε να περάσει ο έλεγχος στους Ελληνοκυπρίους. Ο  Μακάριος, από την πρώτη στιγμή ξεκίνησε μια τακτική υπονόμευσης της τ/κ συμμετοχής στη νομή της εξουσίας (π.χ. δεν επέτρεψε τη δημιουργία τ/κ δήμων, ούτε επέτρεπε τη συμπλήρωση της πρόσληψης Τ/Κ δημοσίων υπαλλήλων με βάση την ποσόστωση 70:30, διότι οι Τ/Κ ήταν... αγράμματοι), με το να τους εξωθεί στην παρακώλυση της διοικητικής λειτουργίας ως μόνο μέσο αυτοάμυνας, πράγμα, που στη συνέχεια παρουσίαζε ως συνταγματική δυσλειτουργία. Για παράδειγμα, οι Τ/Κ αρνήθηκαν να πληρώνουν φόρους,  δημοτικά τέλη ή το ηλεκτρικό μετά την άρνηση του Μακαρίου να τους δώσει χωριστούς δήμους, όπως προνοούσε το Σύνταγμα. Ως συνέχεια τούτου, το κράτος αρνείτο να τους κάνει δρόμους ή ακόμα τους έκοβε το ρεύμα. 

 Ήδη τον Ιανουάριο του 1962 ο Μακάριος δηλώνει: «Είμαι υποχρεωμένος να παραγνωρίσω ή να ζητήσω αναθεώρησιν των συνταγματικών εκείνων διατάξεων, αι οποίαι παρακωλύουν την λειτουργίαν του κρατικού μηχανισμού και την πρόοδον της Πολιτείας» (Κρανιδιώτης 1985: 33). Την ίδια στιγμή θέτει σε κίνηση την επιθετική ε/κ στρατηγική: «Εφόσον η τουρκική πλευρά απορρίπτει την ιδέαν περί ενιαίων δήμων (!), από της 1ης Ιανουαρίου δεν θα υφίσταται πλέον ο θεσμός των δήμων» (Μακάριος 30/12/1962).



Η Ελλάδα


Η πολιτική της ε/κ ηγεσίας, που σαφέστατα στοχεύει στην ελληνοποίηση της πολιτείας με την περιθωριοποίηση του τ/κ στοιχείου και την τελική του εκδίωξη από τη διοίκηση, συναντά το καλοκαίρι του 1962 την άρνηση των ΗΠΑ διά στόματος Τζον Κένεντι, όταν ο Μακάριος άρχισε να μιλά για τα προβλήματα της Ζυρίχης και ότι ίσως θα ήταν προτιμότερο να μην την είχε υπογράψει. Σύμφωνα με μαρτυρία του Νίκου Κρανιδιώτη 9επιστολή στον Αβέρωφ το 1979) ο Κένεντι ήταν πολύ σαφής “Όχι Μακαριότατε, πολύ καλά κάνατε και τις υπογράψατε. Κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν, ήταν το καλύτερο που μπορούσατε να επιτύχετε"...

Επιμονη στην εφαρμογή των Συνθηκών εξέφραζε διά του πρωθυπουργού Ινονού και η Τουρκία (Νοέμβρης 1962), ενώ εξίσου σθεναρή είναι βέβαια και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στις συναντήσεις του Οκτώβρη 1962. Ο  Ε. Αβέρωφ θα δηλώσει στον Κύπριο πρεσβευτή Ν. Κρανιδιώτη: «Εν ανάγκη, η ελληνική κυβέρνηση θα κατέλθει σε εκλογές και θα ζητήσει την ψήφο του λαού με σύνθημα τον σεβασμό των περί Κύπρου συμφωνιών».


Το Απρίλιο 1963, η ελληνική κυβέρνηση καθιστά απολύτως σαφή τη στάση της: «Ειδικώτερον ως προς ό,τι αφορά τα κυπριακά θέματα, είμεθα αποφασισμένοι να εξακολουθήσωμεν να σας βοηθώμεν καθ’ όν τρόπον επράξαμεν μέχρι τούδε, αλλά θα διαχωρίσωμεν και δημοσία την γραμμήν μας, αν επιδιωχθεί μονομερής κατάργησις των Συμφωνιών ή μέρους αυτών» (επιστολή Αβέρωφ προς Μακάριο, 19/4/1963).  Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, επίσης παρατηρεί: «Φοβούμαι ότι η ενέργεια αυτή του Μακαριώτατου ενέχει πολιτικού χαρακτήρα και είναι εκδήλωσις συνηρτημένη κατά κάποιον τρόπον, με τας εν Ελλάδι πολιτικάς εξελίξεις. Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι ο Μακαριώτατος επέλεξε τον χειρότερον χρόνον, διότι αυτήν την στιγμήν υπάρχει κυβερνητική κρίσις και εις την Τουρκίαν και εις την Ελλάδαν» (Γ. Παπανδρέου προς τον Κύπριο πρέσβη, 25.12.63). 


Καταγγελία


Ο Μακάριος ήδη από την Πενταμερή του Λονδίνου στις 15 Ιανουαρίου 1964 δεν είχε, σύμφωνα με τον Γλαύκο Κληρίδη (βλέπε η Κατάθεσή μου, τόμος 1, σελ, 300-302) καμιά διάθεση να επανέλθει στις Συνθήκες του 1960. Τον Απρίλιο του 1964, μετά τις διακοινοτικές ταραχές, προχώρησε σε μονομερή καταγγελία των συνθηκών και δη των συνθηκών εγγυήσεως. Έναν μήνα αργότερα, συμφώνησε με τον Έλληνα πρωθυπουργό την αποστολή της Ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο, η οποία παραβίαζε τις συνθήκες. Δεν υπήρξε ιδιαίτερη αντίδραση από την Τουρκία ωστόσο, αφού η μεραρχία ήλθε με έγκριση του ΝΑΤΟ και μεταξύ άλλων στόχευε στον έλεγχο των φιλοσοβιετικών ανοιγμάτων του Μακαρίου.  

Δυστυχώς ο Αρχιεπίσκοπος δεν αντελήφθη τα διεθνή εμπλεκόμενα συμφέροντα και την προσπάθεια της Δύσης να αποτρέψει ελληνοτουρκικό πόλεμο, ο οποίος θα ήταν καταστροφικός εν μέσω Ψυχρού Πολέμου και του δόγματος της περιχαράκωσης της Σοβιετικής Ένωσης. 

 Όταν λίγους μήνες μετά την κρίση του Δεκεμβρίου του 1963, και συγκεκριμένα στις 3 Ιουνίου 1964, ο τότε αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Φαζίλ Κουτσούκ ζήτησε από τον Μακάριο την επιστροφή των Τουρκοκυπρίων στην κυβέρνηση, ο Πρόεδρος Μακάριος του απάντησε: «Δεν είσθε πλέον αντιπρόεδρος. Η ζωή και η ύπαρξη της κυβέρνησης δεν εξαρτάται από τη θέλησή σας».  (Εφημερίδα Χαραυγή. 4 Ιουνίου 1964).

Βεβαίως, κάποιοι υποστηρίζουν ότι η πρόταση Κουτσούκ δεν ήταν ειλικρινής, αφού ζήτησε σύγκληση του Υπουργικού Συμβουλίου στην Πράσινη Γραμμή και επιπλέον όλους τους προηγούμενους μήνες δικαιολογούσε την απόσυρση των Τουρκοκυπρίων μιλώντας ανοικτά για λύση δύο κρατών (βλέπε συνέντευξη Le Mont 10 Ιανουαρίου 1964). Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ότι με τις θέσεις Κουτσούκ διαφώνησε κάθετα ο Τούρκος πρωθυπουργός Ινονού, ο οποίος σε επιστολή του στον Τ/Κ ηγέτη στις 9 Μαρτίου 1964, επεσήμανε «ότι η φυγή των Τουρκοκυπρίων από τις εργασίες και τα χωριά τους, έδωσε την ευκαιρία στους Ε/Κ «να επωφεληθούν από την απουσία των Τούρκων από τις διάφορες βαθμίδες της κρατικής οργάνωσης και να λαμβάνουν μονομερώς αποφάσεις, που προκαλούσαν μεγάλη ζημιά στα τουρκικά συμφέροντα». Ο Κουτσούκ απάντησε στην επιστολή σε έντονο ύφος: «Θέλουμε να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει πλέον στην Κύπρο κανένας που θα πει στους συμπολίτες μας, που βρίσκονται σ’ αυτή την ψυχική κατάσταση και για χάρη της υπόθεσής τους έχασαν το παιδί, τον πατέρα, τον σύζυγο ή τον αδελφό τους και στερήθηκαν τα σπίτια και τις οικογένειές τους, ότι πρέπει να συνεργαστούμε με την κυβέρνηση Μακαρίου, έστω και προσωρινά δήθεν». 

Παρ' όλα αυτά, ο Κουτσούκ δεν μπορούσε να αντισταθεί στις υποδείξεις της Άγκυρας, ούτε και να μην αντιληφθεί τις ελληνοκυπριακές κινήσεις την ίδια περίοδο, όταν άρχισε δηλαδή να καταφθάνει στην Κύπρο η Ελληνική Μεραρχία και επίσης να ξεδιπλώνεται το σχέδιο Άτσεσον. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο να επιστρέψουν οι Τουρκοκύπριοι στην κυβέρνηση στις 3 Ιουνίου1964. Δεν ήταν εξάλλου αποσπασματική η κίνησή του. Όσο περνούσε ο καιρός και οι Τ/Κ έβλεπαν ότι οι Ε/Κ εμπεδώνονταν ως κυρίαρχοι του νησιού, όσο αντιλαμβάνονταν ότι οι δυνατότητες της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο απομακρύνονταν (δήλωση Χρουτσόφ και επιστολή Τζόνσον), τόσο περισσότερο αναγνώριζαν την επιπολαιότητά τους να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση και την πολιτεία εν γένει. Συνεπακόλουθα, στις  22 Ιουλίου 1965, 19 μήνες μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από το Κοινοβούλιο, οι Τ/Κ βουλευτές αποφάσισαν κι αυτοί να επιχειρήσουν να επιστρέψουν. Μετέβησαν στο μέγαρο της Βουλής με στρατιωτική προστασία της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και είχαν συνάντηση με τον πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη. Αναφερόμενος στα γεγονότα αυτά στην έκθεση της 29ης Ιουλίου 1965, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ αναφέρει: «Ο κ. Κληρίδης ανέφερε στους Τ/Κ βουλευτές ότι αν δεν επέλθει συμφωνία στις προτάσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για αλλαγή του Συντάγματος, τότε δεν μπορούν να επιστρέψουν στο Κοινοβούλιο. Όπως είπε, με βάση τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο Σύνταγμα από τους Ε/Κ, δεν υπήρχε η σχετική νομοθεσία να καλύψει την επιστροφή τους, οπότε το νέο νομικό καθεστώς δεν επέτρεπε την επιστροφή των Τ/Κ».


Η πρόταση Αναστασιάδη


Με λίγα λόγια, το Σύνταγμα του 1960, το οποίο ρύθμιζε τα των δύο κοινοτήτων κατέρρευσε την περίοδο 1964/65 μέσα από μονομερείς κινήσεις και των δύο πλευρών. Αυτοί που έβαλαν βέβαια ταφόπλακα στην επιστροφή στις συνθήκες του 1960 ήταν οι Ε/Κ διά του «περί Απoνoμής της Δικαιoσύνης (Πoικίλες Διατάξεις) Νόμoυ τoυ 1964 (Ν. 33/1964) ΕΕ, Παρ.Ι(Ι), Αρ.331» που κατατέθηκε και εγκρίθηκε από την Κυπριακή Βουλή στις 9 Ιουλίου 1964.


Γι' αυτό και η πρόσφατη πρόταση Αναστασιάδη για επιστροφή στο Ενιαίο Κράτος του 1960, δεν έχει νόημα. Απεναντίας, διεθνώς εκτινάσσει στα ύψη την αναξιοπιστία μας σε ό,τι αφορά τη διαπραγματευτική διαδικασία στο Κυπριακό. Εξομοιώνει ταυτόχρονα την ε/κ πλευρά στο ίδιο επίπεδο πολιτικής σοβαρότητας με την τ/κ πλευρά και την πρόταση Τατάρ περί δύο κρατών, την οποία απέρριψε σύμπασα η διεθνής κοινότητα. Η πρόταση θα είχε κάποιο πρακτικό νόημα αν ο Πρόεδρος Αναστασιάδης τη συνόδευε με έναν αντίστοιχο νόμο πλαίσιο για επαναφορά στην προ του 1964 κατάσταση. Αλλά και πάλιν, πώς θα μπορούσαν να παρακαμφθούν οι συμφωνίες υψηλού επιπέδου 1977 και 1979 και τόσα ψηφίσματα του ΟΗΕ που μιλούν για λύση Ομοσπονδίας; Θα επιστρέψουμε στο 1960 για να λύσουμε στη βάση της Διζωνικής το εδαφικό, αφήνοντας σε ισχύ τις εγγυήσεις και τα βέτο των Τ/κ στην προεδρία, στο Υπουργικό και στο Κοινοβούλιο; Μα δεν είναι αυτά που μέχρι προχθές ήθελε να αποφύγει ο Πρόεδρος με την πρόταση περί αποκεντρωμένης ομοσπονδίας; Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι πολιτική βούληση χρειάζεται και όχι νομικισμοί. Δεν υπάρχει όμως πολιτική βούληση, ούτε από τους Ελληνοκυπρίους, ούτε από τους Τουρκοκυπρίους. Αυτό που διέπει σήμερα τις δύο πλευρές είναι ο αμοραλισμός και η υποκρισία που θα οδηγήσει ντε γιούρε στη λύση δύο κρατών, την οποία επιδιώκουν και ο Αναστασιάδης και ο Τατάρ. 



Από το 1964 έως και την 20ή Ιουλίου 1974, οι Ελληνοκύπριοι, ελέγχοντας το 95% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και έχοντας στα χέρια τους τη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία, δεν έδωσαν ούτε ανάσα στους Τουρκοκύπριους να αισθανθούν ότι ανήκουν σε αυτή τη χώρα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τού τότε διαπραγματευτή μας Γλαύκου Κληρίδη στο πλαίσιο των διακοινοτικών συνομιλιών. Τότε οι Τουρκοκύπριοι, αναγνωρίζοντας την ήττα τους, αποφάσισαν να επιστρέψουν, αλλά αντιμετώπισαν τον μαξιμαλισμό των Ελληνοκυπρίων, κυνικά δε ομιλούντες, ίσως αυτή η εν πολλοίς άδικη πολιτική έναντι των Τουρκοκυπρίων να ήταν και επιτυχημένη, αν οι Ε/Κ δεν διέλυαν τη συνοχή του κράτους μέσα από εμφύλιες διαμάχες και πράξεις βίας και αντιβίας που οδήγησαν στο προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας στις 15 Ιουλίου 1974. 

Αυτό που ως Ελληνοκύπριοι πράξαμε εναντίον των Τουρκοκυπρίων από το 1964 έως το 1974, πράττουν η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι σήμερα εναντίον μας. Επιδεικνύουν τον ίδιο καιροσκοπισμό, ακολουθούν τις τακτικές που υιοθετεί με στυγνότητα αυτός που έχει το πάνω χέρι. Η περίοδος των έντιμων συνομιλητών, όπως ήταν ο Ταλάτ και ο Ακιντζί, χάθηκε ανεπιστρεπτί. 

Κάπως έτσι χάθηκε και η ευκαιρία, διά της αρλουμπολογίας Αναστασιάδη -Τατάρ, για δημιουργία ενός πραγματικά ανεξάρτητου ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρότυπο στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής.   


Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Η βρετανική φόρμουλα και η κ. Λουτ

 Η ειδική απεσταλμένη του γ.γ. του ΟΗΕ, Τζέιν Χολ Λουτ, επανέρχεται τέλος Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου στην Κύπρο. Η ίδια, όπως μεταδίδεται από την έδρα των Ηνωμένων Εθνών, δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, παρά την αποτυχημένη διάσκεψη στη Γενεύη την άνοιξη, αφού πιστεύει ότι δεν εξέλιπε η ελπίδα μιας σοβαρής σύγκλισης που θα οδηγήσει περί το τέλος Σεπτεμβρίου σε μια τριμερή συνάντηση Γκουτέρες – Αναστασιάδη και Τατάρ στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών.

Η συνάντηση δεν αποκλείεται να γίνει και εξαμερής αν σε αυτήν παραστούν και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Αυτό προϋποθέτει ωστόσο ότι στο επερχόμενο ταξίδι της κ. Λουτ θα υπάρξει κάποια πρόοδος.

Η τελευταία επίσκεψη της κ. Λουτ στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο. Ακολούθησαν οι χωριστές διμερείς συναντήσεις του γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, στις Βρυξέλλες με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη και τον Τ/Κ ηγέτη Ερσίν Τατάρ. Όπως μεταδίδει το ΚΥΠΕ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης θα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο για να συμμετάσχει στις εργασίες της 76ης Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, οπόταν και θα έχει, στο περιθώριο της Συνέλευσης, συνάντηση με τον Αντόνιο Γκουτέρες. Οι εργασίες της εβδομάδας Υψηλού Επιπέδου της Γενικής Συνέλευσης θα διεξαχθούν στην έδρα του διεθνούς οργανισμού από τις 21 μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου


Η πιθανότητα

Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, για να υπάρξει κάποια πιθανότητα επανεκκίνησης ενός διαλόγου στο Κυπριακού, ίσως πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω η λεγόμενη βρετανική φόρμουλα, η οποία επιχειρεί να συγκεράσει την απόσταση μεταξύ των δύο πλευρών, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε στη Γενεύη. Ποια είναι σήμερα η διαφορά;

Από τη μια η ε/κ πλευρά ζήτησε την επανάληψη των συνομιλιών με βάση το πλαίσιο Γκουτέρες και απ’ εκεί που έμειναν οι διαπραγματεύσεις στο Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017, με στόχο την επίτευξη μιας λύσης Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Στην πραγματικότητα, η θέση αυτή της ε/κ πλευράς δεν θεωρείται αξιόπιστη λόγω της επαμφοτερίζουσας στάσης του Προέδρου Αναστασιάδη στο Κυπριακό μετά το Κραν Μοντανά. Ο κ. Πρόεδρος στο Κραν Μοντανά δεν κατέθεσε καθαρή πρόταση σε σχέση με την πολιτική ισότητα, στη συνέχεια δε πειρματίστηκε ακόμα και με τη λύση δύο κρατών. Η τ/κ πλευρά στη Γενεύη, εκμεταλλευόμενη αυτές τις παλινωδίες, κατέθεσε έγγραφο, το οποίο καλεί το γενικό γραμματέα Αντόνιο Γκουτέρες να υιοθετήσει μέσω του ΣΑ ψήφισμα το οποίο να διασφαλίζει την ίση διεθνή προσωπικότητα και την κυριαρχική ισότητα των δύο πλευρών. Αυτό το ψήφισμα, ανέφερε, θα αποτελέσει τη νέα βάση για την εγκαθίδρυση μιας σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο υφισταμένων κρατών στην Κύπρο. Η τ/κ θέση, σύμφωνα με τους ίδιους διπλωμάτες, βρίσκεται εκτός πλαισίου, δεν έγινε και ούτε πρόκειται να γίνει δεκτή από τη διεθνή κοινότητα. Δεν υπαρχει διάθεση να αναγνωρισθούν δύο κράτη στην Κύπρο, ούτε καν να υπάρξει εκ των προτέρων αναγνώριση της κυριαρχικής ισότητας των Τουρκοκυπρίων για να ξεκινήσουν συνομιλίες.

Αυτό που είναι δυνατόν να συζητηθεί, είναι το αίτημα των Τουρκοκυπρίων για κυριαρχική ισότητα, που δεν είναι καινούριο. Προϋπόθεση ωστόσο είναι να τεθεί στο πλαίσιο της συζήτησης του πλαισίου Γκουτέρες σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα θέματα που ενδιαφέρουν και τους Ελληνοκυπρίους, όπως π.χ. το θέμα των εγγυήσεων και του εδαφικού.

Η βρετανική φόρμουλα

Η βρετανική φόρμουλα, η οποία διέρρευσε τον Φεβρουάριο του 2021, έχει στοιχεία τα οποία πιστεύεται ότι μπορούν να συγκεράσουν τις θέσεις των δύο πλευρών στην Κύπρο μέσα από νέες διατυπώσεις. Σύμφωνα με την πρόταση των Βρετανών:

  • Στην Κύπρο υπάρχουν από το 1960 δύο κοινότητες, οι οποίες σήμερα ως κοινοτικά κυρίαρχα κρατίδια (Community States) θα ιδρύσουν την Κυπριακή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, με τον ίδιο τρόπο που ιδρύθηκε και η Κυπριακή Δημοκρατία το 1960, δηλαδή από τις δύο κοινότητες. Το ομόσπονδο κράτος δεν θα χρειαστεί να υποβάλει ξανά αίτηση για ένταξη στον ΟΗΕ ή την ΕΕ.
  • Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα έχει αρμοδιότητα σε κάποιους τομείς (οι οποίοι θα οριστούν), όπως π.χ. η εξωτερική πολιτική, η οικονομία, η ασφάλεια και η ιθαγένεια. Θα υπάρχει ένα Υπουργικό Συμβούλιο με 9 υπουργούς (6 Ε/Κ και 3 Τ/Κ) και δύο συμπρόεδροι με ισότιμο καθεστώς. Ίσως και κάποιος διακοσμητικός πρόεδρος. Σε ό,τι αφορά τον διορισμό των μελών του Υπουργικού, προτείνεται να μελετηθούν το ομοσπονδιακό σύστημα του Βελγίου (η κάθε κοινότητα Βαλόνοι και Φλαμανδοί διορίζουν τους υπουργούς τους), αλλά και της Βορείου Ιρλανδίας (το Υπουργικό Συμβούλιο της οποίας διορίζεται με βάση τα ποσοστά που καταλαμβάνουν τα κόμματα στις βουλευτικές). Εν τοιαύτη περιπτώσει, το πρόγραμμα διακυβέρνησης θα ανακοινώνεται μετά τη σύσταση της κυβέρνησης.
    Η νομοθετική εξουσία σε ομοσπονδιακό επίπεδο θα αποτελείται από ένα μόνο σώμα 36 ατόμων. Οι 24 θα είναι Ε/Κ και οι 12 Τ/Κ. Θα υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες για τη μειοψηφία.
  • Επί του εδαφικού θα ισχύσουν οι χάρτες που κατέθεσαν οι δύο πλευρές στη Γενεύη το 2017.
  • Θα καταργηθούν οι εγγυήσεις του 1960 και θα συζητηθεί η παρουσία ενός ελληνικού και ενός τουρκικού αγήματος στην Κύπρο για χρονικό διάστημα που θα αποφασισθεί.

Τι προσπαθεί να συγκεράσει η πρόταση των Βρετανών; Πρώτον, να ικανοποιήσει τη θέση των Τουρκοκυπρίων ότι είναι συνιδρυτές ενός νέου ομόσπονδου κράτους και ενδεχομένως ότι στο μέλλον εάν υπάρξουν προβλήματα έχουν νόμιμο δικαίωμα απόσχισης. Την ίδια στιγμή ωστόσο διατηρείται η εποικοδομητική ασάφεια, ώστε οι Ε/Κ να μπορούν να μιλούν για μετεξέλιξη, αφού η Κύπρος δεν χρειάζεται να υποβάλει ξανά αίτηση στον ΟΗΕ και την ΕΕ. Δεύτερον, προσεγγίζουν τη θέση του Προέδρου Αναστασιάδη για αποκεντρωμένη ομοσπονδία. Τρίτον, υιοθετούν στα υπόλοιπα σημεία το πλαίσιο του Αντόνιο Γκουτέρες, όπως υποβλήθηκε στο Κραν Μοντανά το 2017.

Πιέσεις

Αν η πιο πάνω διατύπωση γινόταν αποδεκτή από την ελληνοκυπριακή πλευρά, οι πιέσεις επί της τουρκικής και τουρκοκυπριακής πλευράς ίσως αυξάνονταν σημαντικά, σύμφωνα με διπλωματικούς κύκλους. Οι οποίοι αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «δεν μπορεί να γίνει αλά κάρτ προκαταβολική αναγνώριση της κυριαρχικής ισότητας των Τ/Κ πριν συμφωνηθούν όλα, όπως προνοεί η διαδικασία στο Κυπριακό. Ότι, δηλαδή, τίποτα δεν θεωρείται συμφωνημένο αν δεν συμφωνηθούν όλα».

Το θέμα της κυριαρχικής ισότητας, ακόμα και όπως την ερμηνεύουν οι Τ/Κ, σε περίπτωση που θα υπάρξει μια λύση Αποκεντρωμένης Διζωνικής Ομοσπονδίας εντός της ΕΕ, δεν θα πρέπει να αποτελεί πλέον κυρίαρχο θέμα, σύμφωνα με διπλωματική πηγή. Αν η Κύπρος γίνει στο σύνολό της και λειτουργικά μέλος της ΕΕ, οποιαδήποτε απόπειρα απόσχισης ενός από τα δύο συνιστώντα κρατίδιά της θα αποτελεί ευρωπαϊκό πρόβλημα, όπως υπήρξε και στο αντίστοιχο πρόβλημα της Καταλονίας με την Ισπανία. Η θέση της Ευρώπης τότε υπήρξε σαφής: Όποιος αποχωρεί, φεύγει και από την ΕΕ. Αυτό θα προβληματίσει σίγουρα τους αποσχιστές, όπως προβλημάτισε και τους Καταλανούς. Από την άλλη, αν κάποιοι, είτε Ε/Κ είτε Τ/Κ επιθυμούν η κατάληξη στην Κύπρο να είναι η λύση δύο κρατών, η μόνη διέξοδος για να επιτευχθεί αυτό ειρηνικά και χωρίς συντήρηση του προβλήματος για άλλα 50 χρόνια είναι μέσω της λύσης Ομοσπονδίας εντός της ΕΕ. Η οποία, σε περίπτωση ανυπέρβλητων προβλημάτων, θα πάρει βελούδινο διαζύγιο. Ακόμα βέβαια και στην περίπτωση που δεν υπάρξει διάθεση απόσχισης και η Κυπριακή Ομοσπονδία εντός της ΕΕ αποδειχθεί δυσλειτουργική, όπως συμβαίνει π.χ. στο Βέλγιο μεταξύ Βαλόνων και Φλαμανδών, η κατάσταση θα είναι και πάλιν καλύτερη από το σημερινό status quo, το οποίο εγκυμονεί την πιθανότητα σύρραξης λόγω της απρόβλεπτης στάσης της Τουρκίας.

Με λίγα λόγια, η καλύτερη λύση στο Κυπριακό σήμερα είναι μέσω μιας λύσης αποκεντρωμένης ομοσπονδίας, Ε/Κ και Τ/Κ να επιχειρήσουν εντός της ΕΕ, για πρώτη φορά σοβαρά, να συνυπάρξουν. Αν αυτό δεν καταστεί δυνατό, τότε να έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν, με μία βέβαια σαφή προϋπόθεση: Αυτός που φεύγει, δεν επηρεάζει το καθεστώς αυτού που μένει στην ΕΕ.

Η Λουτ

Τα Ηνωμένα Έθνη διά της κ. Λουτ θα επιχειρήσουν επί των πιο πάνω λογικών να συγκεράσουν απόψεις σε μια προσπάθεια να επαναρχίσει διάλογος: Αποκλείοντας τα όσα περί δύο κρατών λέει ο Ερσίν Τατάρ και εισάγοντας στη συζήτηση της ίδρυσης ενός ομοσπονδιακού κράτους, το κεφάλαιο της κυριαρχικής ισότητας δύο ιδρυτικών κρατιδίων. Αυτό τα Ηνωμένα Έθνη θεωρούν ότι βρίσκεται εντός του πλαισίου των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και της εντολής του Αντόνιο Γκουτέρες. Την ίδια στιγμή, επαναφέροντας στο τραπέζι το σύνολο του πακέτου Γκουτέρες, ειδικότερα στα θέματα που απασχολούν τους Ε/Κ.

Η προσπάθεια πάντως σύμφωνα με διπλωματική πηγή δεν είναι καθόλου εύκολη, αν όχι και αδύνατη στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Κατ’ αρχάς, όπως σημειώνει στην τελευταία του έκθεση ο Αντόνιο Γκουτέρες η ρητορική και οι κινήσεις των δύο πλευρών στην Κύπρο δεν δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για διάλογο. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία ασχολείται με σοβαρότερα, κατά την εκτίμησή της θέματα, που έχουν να κάνουν με την ευρύτερη περιοχή και τον γεωπολιτικό ρόλο που θέλει να της αποδοθεί.

Το θέμα της λειτουργικότητας

Πάντοτε βέβαια θα υπάρχει στο τραπέζι το θέμα της λειτουργικότητας μιας ομοσπονδίας, το οποίο εγείρει με έντονο τρόπο ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, η οποία έχει να κάνει με την τεράστια καχυποψία των δύο πλευρών. Που φτάνει στη διατύπωση ότι η κάθε πλευρά θα καταχράται δικαιώματα στις διαδικασίες για να επιβάλει τη θέλησή της.

Σαφέστατα, σε μια λύση θα χρειαστεί τεράστια καλή θέληση όλων των πλευρών, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχουν και τρεις ασφαλιστικές δικλίδες.

  • Πρώτον, η αποκεντρωμένη ομοσπονδία από τη φύση της δίνει τεράστια ευελιξία στα δύο κρατίδια να λύνουν από μόνα τους τα του οίκου τους.
  • Δεύτερον, η ένταξη στην ΕΕ σε ποσοστό πάνω από 80% επιβάλλει κοινές νομοθεσίες και ελέγχους στα δύο κρατίδια, και κυρίως τα θέματα της οικονομίας και της ιθαγένειας
  • Τρίτον, η θέσπιση και λειτουργία ενός αντικειμενικού μηχανισμού επίλυσης διαφορών, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει όποια άλλα προβλήματα προκύψουν.

Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Ο ξεροκέφαλος Αχαιός έφυγε

 Ο Τάσσος όπως τον γνώρισα ως δημοσιογράφος


.





Ο Τάσσος Παπαδόπουλος, από την περασμένη Παρασκευή, ανήκει στην ιστορία. Με βάση τα έργα και τις ημέρες του και αφού ο χρόνος ξεπεράσει τις συμπάθειες και τις εμπάθειες του παρόντος θα επιχειρήσει να καταγράψει τις διαστάσεις της πορείας του, των έργων και της σκέψης του.
Προσωπικά τον γνώρισα λίγο μετά το 1988 όταν επέστρεψα από τις ΗΠΑ και άρχισα να δημοσιογραφώ σε διάφορα ΜΜΕ. Ήταν τότε πρόεδρος της περιθωριοποιημένης Ένωσης Κέντρου αλλά πάντοτε δεινός αρθρογράφος μέσω των στηλών της εφημερίδας "Κήρυκας" με το ψευδώνυμο "Δημόκριτος". Λίγο αργότερα επανήλθε στην κεντρική σκηνή της πολιτικής ζωής. Η εκλογή του Γιώργου Βασιλείου επέβαλε την επανένταξή του στο ΔΗΚΟ με το οποίο το 1991 εξελέγη βουλευτής Λευκωσίας παρά το ότι ο Σπύρος Κυπριανού τον έβαλε τελευταίο στη λίστα. Τον Σπύρο Κυπριανού δεν τον χώνευε από το 1976, προφανώς γιατί πίστευε ότι ξεγέλασε τον Μακάριο και του έδωσε το χρίσμα για την ίδρυση του ΔΗΚΟ. Θυμόταν επίσης λίγα χρόνια αργότερα την ταλαιπωρία που του προκάλεσε πολιτικά και κυρίως επαγγελματικά με τη υπόθεση του "Εγκεφάλου". Τον υπολόγιζε όμως μέχρι τέλους γιατί ήταν πονηρός σαν αλεπού, έλεγχε το κόμμα και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τον περιθωριοποιήσει. Κάποιοι μετά την επάνοδό του στο ΔΗΚΟ του ζητούσαν να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία του κόμματος απέναντι στον Σπύρο. Κατά βάθος το ήθελε αλλά ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να γνωρίζει ότι δεν τον έπαιρνε. Τον ρώτησα μετά τη σχετική φημολογία τι θα έκανε και πήρα μια απάντηση που δεν θυμίζει τον Τάσσο που όλοι έχουν στο μυαλό τους σήμερα: "Εγώ να αμφισβητήσω τον Σπύρο; Εγώ θα είμαι κάτω από την εξέδρα που θα μιλά και θα τον χειροκροτώ ώσπου τα σιέρκα μου να γίνουν μπακλαβάς". Είχε κατανοήσει ότι Πρόεδρος του ΔΗΚΟ θα γινόταν μόνο με την έγκριση του Σπύρου και παρά το ότι αυτό τον εξόργιζε, είχε αποφασίσει να περιμένει. Ο χρόνος εξάλλου μετά την αποχώρηση του Αλέξη Γαλανού από το κόμμα δούλευε μόνον γι΄ αυτόν και το ήξερε". Όταν μετά το 1992 άρχισα να συνεργάζομαι με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση του ΡΙΚ τον έβλεπα πολύ συχνά, ενώ αρκετές φορές μιλούσαμε αρκετή ώρα και στο τηλέφωνο. Συνέχεια παραπονιόταν ότι οι δημοσιογράφοι του "τρώνε το χρόνο", θυμίζοντάς μου με έναν συμπαθητικό κομπασμό στον τόνο της φωνής του πόσα χρεώνει την ώρα στους πελάτες του δικηγορικού του γραφείου. Όσες φορές πάντως του ζήτησα να παρέμβει στο ραδιόφωνο ως πρόεδρος τότε της επιτροπής εξωτερικών της Βουλής δεν μου αρνήθηκε ποτέ. Η μόνη προϋπόθεση βέβαια ήταν να είναι ο ίδιος ενημερωμένος. Ιδιαίτερα σε διεθνή θέματα ήταν περισσότερο απαιτητικός. Θυμάμαι το 1994 του είχα ζητήσει μια παρέμβαση για την Τσετσενία μετά την εισβολή της Ρωσίας. Με υποχρέωσε να του στείλω με φαξ όλες τις ανταποκρίσεις του πρακτορείου Ρόιτερς και του Ασσοσιέτεντ Πρες στο δικηγορικό του γραφείο, όπου κάθε βράδυ ξενυκτούσε, για να τις διαβάσει. Ήθελε πάντα οι παρεμβάσεις του να είναι τεκμηριωμένες,"γιατί εν μου αρέσκει να βγκαίννω τζιαι να λαλώ πελλάρες όπως κάμνουν οι περισσότεροι συνάδελφοι μου στην Βουλή". Γι΄ αυτές του τις ατάκες οι περισσότεροι συνάδελφοι του στη Βουλή τον μισούσαν. Τον εκτιμούσαν αφάνταστα μερικοί στους οποίους φρόντιζε να μεταδίδει τη συμπάθειά του γιατί τους θεωρούσε σοβαρούς. Οι αντιπαθούντες βέβαια του έβαζαν συνεχώς τρικλοποδιές. Την περίοδο που έκανα την πολιτική εκπομπή "Διάλογος" στο ΡΙΚ τον κάλεσα με τη σύμφωνη γνώμη του παραγωγού Πάμπου Ταραμίδη να εκπροσωπήσει το ΔΗΚΟ σε κάποιο θέμα. Η παρέμβαση από το ΔΗΚΟ υπήρξε ακαριαία. Επικοινώνησαν με τον τότε διευθυντή και του υπαγόρευσαν να κληθεί ο Αλέξης Γαλανός αντί του Τάσσου. Διαφώνησα με την μεθόδευση αυτή, αρνήθηκα να κάνω την εκπομπή και ενημέρωσα τον Τάσσο. Θαρρώ ότι από τότε έπαψε να με θεωρεί "δηλωσιογράφο", όπως θεωρούσε όλους αυτούς οι οποίοι του προσκολλήθηκαν μετά την ανάρρηση του στην προεδρία και τις τελευταίες μέρες του πλέκουν το εγκώμιο. Ο δικηγόρος

     Ήταν πολύ περήφανος για τη δουλειά του και την επιτυχία που είχε ως δικηγόρος. Έχω την εντύπωση ότι για το λόγο αυτό, ότι δηλαδή η δικηγορία του επέτρεψε να έχει μια αξιοπρεπή ζωή, δεν έπαψε ποτέ του να είναι και να συμπεριφέρεται ως δικηγόρος. Η επιτυχία του εξάλλου ήταν η πειστικότερη απάντηση και η ασπίδα του σε όλους εκείνους τους καλοθελητές που τον κακολογούσαν ότι παντρεύτηκε τη Φωτεινή για τα λεφτά της. Ακόμα κι όταν έγινε πρόεδρος, μάλλον εμβολίασε το προεδρικό αξίωμα με τον εργασιακό κώδικα του δικηγόρου, αφού το υπουργικό του συμβούλιο λειτουργούσε όπως το "Tassos Papadopoulos & Σία Ltd". Δεκάδες ώρες διάβασμα, πάρα πολλά σημειώματα και υποδείξεις στους υπουργούς σε σημείο που γινόταν δυσάρεστος ακόμα και σε φίλους του υπουργούς όπως ο Πεύκιος. Στη δικηγορία υπάρχουν κανόνες, νόμοι και μια δεοντολογία την οποία ο Τάσσος γνώριζε. Στην πολιτική ωστόσο οι κανόνες είναι πολύ διαφορετικοί. Ο Τάσσος έδειχνε να τους υποτιμά. Ακόμα κι όταν βρέθηκε στο ταμείο της προεκλογικής του εκστρατείας το 2003 ποσό 50.000 λιρών από μια πολυεθνική βρετανική εταιρεία την "Watford Petroleum" η απάντηση του ήταν δικηγορίστικη. "Δεν έκανα τίποτα παράνομο". Την ίδια απάντηση έδινε και όταν το δικηγορικό του γραφείο αναλάμβανε να εκπροσωπεί μεγάλες επιχειρήσεις που διαπραγματεύονταν με τον ίδιο και την Κυβέρνησή του.


Προς την προεδρία

Με την έκδοση του "Πολίτη" το 1999 οι σχέσεις μου με τον Τάσσο Παπαδόπουλο παρέμειναν πολύ καλές. Το 2000 ανέλαβε επιτέλους την προεδρία του ΔΗΚΟ και η αυτοπεποίθησή του βρισκόταν στα ύψη. Λίγο αργότερα ωστόσο εμφανίστηκαν τα πρώτα προβλήματα υγείας. Σε κάποιο ταξίδι στις Βρυξέλλες με ομάδα Κυπρίων βουλευτών λιποθύμησε. Ήταν το πρώτο μήνυμα του καρκίνου του προστάτη. Αρκετούς μήνες αργότερα κι όντας υποψήφιος για την προεδρία της Δημοκρατίας, μου περιέγραψε τις συνθήκες μιλώντας με συγκίνηση για τη στάση του Νίκου Αναστασιάδη. Ναι ο Τάσσος εκτιμούσε πολύ τον Νίκο Αναστασιάδη: " Ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε από τις Βρυξέλλες αλλά λόγω της λιποθυμίας μου έπρεπε να πάω για εξετάσεις σε κλινική. Ο Νίκος μου είπε ότι θα μείνει μαζί μου και οι υπόλοιποι αναχώρησαν για την Κύπρο. Με εισήγαγαν στην κλινική και ο Αναστασιάδης έμεινε μαζί μου όλη τη νύκτα. Για μια στιγμή μάλιστα ήρθε από πάνω μου και με σκέπασε με την κουβέρτα... Φωνάζει, νευριάζει, διαφωνούμε, αλλά εν πολλά καλή η ψυχή του".

Κατά την προεκλογική περίοδο συναντηθήκαμε μερικές φορές, άλλοτε στην παρουσία και του κ. Σαρρή (πάντα κρατούσε ένα τσαντάκι και πλήρωνε το λογαριασμό) και άλλοτε του Γιώργου Ηλιάδη (δεν γνώρισα άνθρωπο που να αγαπά τον Τάσσο περισσότερο από τον Κόκο). Το μήνυμα που ήθελε να στείλει ήταν διπλό: Πρώτον ο τόπος χρειάζεται ανανέωση, "αφού τον Κληρίδη κάμνουν τον ό,τι θέλουν οι υπουργοί του", δεύτερον επιθυμούσε διακαώς να στείλει το μήνυμα ότι θα πρέπει να θεωρείται πλέον ως ένας μετριοπαθής πολιτικός στο Κυπριακό. Μέσα από τις συνομιλίες μας ήταν έντονη η ανησυχία του μήπως δεν εκλεγεί, αφού και οι δημοσκοπήσεις έως και την εξαγγελία της υποψηφιότητας Μαρκίδη δεν συνηγορούσαν σε κάτι τέτοιο. Εξάλλου το έκρινε επιβεβλημένο να εκλεγεί αφού θεωρούσε τον εαυτό του ως μέρος της ιστορικής ηγεσίας του τόπου. "Εδώ βγήκε ο Σπύρος" έλεγε χαμογελώντας σαρδόνια. Αλλά και τον Κληρίδη "εμείς τον βγάλαμε πρόεδρο του Ενιαίου. Κάποτε μας κάλεσε με τον Γιωρκάτζη ο Μακάριος και μας είπε να κάνουμε κόμμα. Καθίσαμε και γράψαμε το καταστατικό και ύστερα σκεφτήκαμε ποιον να βάλουμε πρόεδρο. Πήγαμε στο γραφείο του Κληρίδη που τότε δεν είχε πολλές δουλειές, του το προτείναμε κι αυτός δέκτηκε". Δημόσια τον Κληρίδη σπάνια τον επέκρινε, ιδιωτικά όμως είχε πολλά να πει. Το ίδιο ίσχυε και για τον Χριστόφια. Πώς θα τα βρεις με το ΑΚΕΛ στα θέματα της Ευρώπης τον ρώτησα κάποτε; "Αυτούς τους Ακελικούς θα τους εξευρωπαΐσω", ήταν η απάντησή του. Το 2008 εάν εκλεγόταν ξανά στην προεδρία όχι μόνον θα τους "εξευρωπάιζε" αλλά θα τους διέλυε και το κόμμα.

Ο "Πολίτης"

Μετά την εκλογή του στην προεδρία ο Τάσσος Παπαδόπουλος δέκτηκε σύσσωμη τη συντακτική ομάδα του "Πολίτη" στο Προεδρικό για συνέντευξη και φαγητό. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ καλή. Σε αυτό ίσως συνέτεινε και το ότι η εφημερίδα στις τελευταίες 15 μέρες της προεκλογικής περιόδου είχε με δημοσκοπήσεις της προβλέψει την εκλογή του από τον πρώτο γύρο. Η συνέντευξη βέβαια ήταν πολύ πιεστική. Αν κρίνω εκ των υστέρων δεν του άρεσε. Την χρησιμοποιούσε πολύ η αντιπολίτευση για να του ασκεί κριτική χαρακτηρίζοντας τον ανακόλουθο. Μας είχε δηλώσει τότε ότι δεν αποδεχόταν το σχέδιο Ανάν και ότι θα δημοσιοποιούσε αυτή τη θέση, αλλά περίπου τον είχε προλάβει ο Ντενκτάς απορρίπτοντάς το πρώτος στη Χάγη.
Παρόλα αυτά και μέσα από τις αντιφατικές αυτές θέσεις συνέχισε να μπλοφάρει στο Κυπριακό με αποκορύφωμα την επιστολή του στο γενικό γραμματέα το Δεκέμβριο του 2003 από τον οποίο ζητούσε να αναζωπυρώσει την πρωτοβουλία του στο Κυπριακό.
Μου τηλεφώνησε μια μέρα και με κάλεσε να πάω στο προεδρικό να φάμε λουβιά. Τον ρώτησα αν θα έχει τόνο και κρεμμύδια. Γέλασε και μου είπε. Θα έχει και κρεμμύδια και τόνους. Συζητούσαμε επί 5 περίπου ώρες καπνίζοντας αρειμανίως. Ανησυχούσε πραγματικά για το Κυπριακό. Επέμενα ότι η ομάδα του δεν εκτιμούσε σωστά τις εξελίξεις στην Τουρκία και ότι η Τουρκία θα προχωρούσε. Θεωρούσε ότι η Τουρκία μπλοφάρει και ότι ο Ντενκτάς ως συνήθως θα αποχωρούσε από τις συνομιλίες όπως έκανε πάντα. Έτσι θα μπαίναμε στην Ευρώπη και από θέση ισχύος θα μπορούσαμε να πετύχουμε καλή διευθέτηση. Βασικά αυτή ήταν και η γραμμή Κληρίδη αλλά ήταν αρκετά εγωιστής να το παραδεκτεί. Τις επόμενες βδομάδες στην πραγματικότητα έκανε ό,τι θα έκανε και ο Γλαύκος Κληρίδης. Πήγε στη Νέα Υόρκη όπου δέκτηκε επιδιαιτησία, δέχτηκε τα χρονοδιαγράμματα και τα δημοψηφίσματα. Αν στη συνέχεια οι τύχες της τ/κ πλευράς εξαρτιόνταν από τον Ραούφ Ντενκτάς ο Τάσσος θα δικαιώνονταν απόλυτα. Οι εξελίξεις όμως ήταν καταιγιστικές και τον κατέλαβαν εξ απροόπτου. Ο Ντενκτάς θυσιάστηκε από την Άγκυρα και απέναντί του στήθηκε ο Ταλάτ ο οποίος μαζί με το επιτελείο του τουρκικού ΥΠΕΞ και τη συνδρομή αρκετών ξένων διπλωματών μας έκανε τη ζωή δύσκολη. Τότε άρχισε να ψάχνει διεξόδους


Κυπριακό

Τα είχε με τον Σημίτη ο οποίος προκήρυξε εκλογές αλλά αρνιόταν να δεχθεί διακοπή των συνομιλιών έως ότου ολοκληρωθεί η εκλογική διαδικασία στην Ελλάδα. Αυτή την τακτική την ακολουθούσε κατά κόρον η Τουρκία σε περίοδο συνομιλιών. Οι σχέσεις του με τον Ντε Σότο είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Ο λαλίστατος αυτός διαπραγματευτής σε κάποια στιγμή είχε αρχίσει να ανασκαλεύει το παρελθόν, να ασχολείται με τη σχέση Γιωρκάτζη -Τάσσου λέγοντας σε διάφορους κύκλους πράγματα που τον ενόχλησαν ιδιαίτερα. Το θέμα έφτασε έως και τον Κόφι Ανάν με επιστολές μηνύματα και παρεμβάσεις της Λευκωσίας. Ο Τάσσος προσπάθησε αρχικά στις διαπραγματεύσεις του αεροδρομίου το Φεβρουάριο του 2004 να περάσει τη γραμμή του. Κατέθετε εκατοντάδες σελίδες σημειώματα και υπομνήματα που ετοίμαζαν οι πρέσβεις Τζιωνής και Μαυρογιάννης αλλά ο Ντε Σότο θεωρούσε και εν μέρει είχε δίκαιο, ότι ο Τάσσος ήθελε να κερδίσει χρόνο ποντάροντας στην έλλειψη χρόνου με στόχο τη μετάθεση των διαπραγματεύσεων μετά την 1η Μαΐου. Ο Τάσσος σε κατάσταση άγχους αναζήτησε τη συμμαχία των Ντενκτάς. Ζήτησε τη συνδρομή τους ώστε οι δύο κοινότητες να απορρίψουν από κοινού το σχέδιο Ανάν. Εδώ διέπραξε μέγα διπλωματικό σφάλμα. Ο Σερντάρ Ντενκτάς και το κόμμα του έως εκείνη τη στιγμή τάσσονταν εναντίον του σχεδίου Ανάν. Αμέσως μετά τις συναντήσεις και αφού αποκαλύφθηκε πλήρως η τακτική του Τάσσου άλλαξαν τροπάρι. Το κόμμα τους τάχθηκε υπέρ της ψήφου κατά συνείδηση στο δημοψήφισμα. Από το σημείο εκείνο και μετά η πλευρά μας έχασε το παιχνίδι και τα ερείσματα της διεθνώς. Όλοι πήγαιναν για το δεύτερο καλύτερο σενάριο. Η Τουρκία θα έλεγε ΝΑΙ, εμείς ΟΧΙ και θα φορτωνόμασταν τις ευθύνες. Ο Τάσσος είχε επιλέξει να χάσει τη μάχη ηρωικά όπως ο Ονήσιλος στον κάμπο της Μεσαορίας το 499 π.Χ. κόντρα στα περσικά στρατεύματα με στρατηγό τον Αρτύβιο. Πήγαινε στη μάχη όπως ο Ονήσιλος με τα πεπαλαιωμένα μυκηναϊκά άρματα του 10ου π.Χ. αιώνα, σύμβολο της συντηρητικότητας και της ξεροκεφαλιάς των Αχαιών. Ο Ονήσιλος ήθελε να ελευθερώσει την Κύπρο αλλά όταν το επιχείρησε είχε προλάβει να διασπάσει το εσωτερικό μέτωπο. Το ίδιο έκανε και ο Τάσσος ο οποίος μάλιστα είχε καλύτερη τύχη από τον τότε βασιλιά της Σαλαμίνας. Επιβίωσε και διά της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ενέτεινε το διχασμό με αποτέλεσμα οι πολλοί να τον αγαπήσουν και οι λίγοι να τον μισήσουν παράφορα. Επαναπαύτηκε βέβαια στο 76% νομίζοντας ότι ήλεγχε την κατάσταση απόλυτα.
Μετά τα δημοψηφίσματα δεν τον ξανασυνάντησα. Τον επέκρινα έντονα στα άρθρα μου και αυτό δεν μπορούσε να το δεχθεί. Ο Γιώργος Ηλιάδης, ο στενότερος του άνθρωπος, σε μια συνάντησή μας διατύπωσε την κριτική του: "Συναντήθηκες τόσες φορές μαζί του και δεν έχεις πεισθεί για το πόσο δίκαιο έχει"; Ο Τάσσος μετά το 2004 λόγω της κριτικής που δέκτηκε και των αδιεξόδων που βίωνε στο Κυπριακό είχε γίνει πολύ πιο σκληρός. Μάλλον είχε υιοθετήσει κι αυτός το δόγμα Μπους μετά τον πόλεμο στο ΙΡΑΚ : "'Η είστε μαζί μου ή είστε εναντίον μου". Εγώ ήμουν εναντίον του και πιστεύω ότι κατά βάθος το εκτιμούσε. Μισούσε τους γλείφτες και τους κόλακες και γνώριζε πολύ καλά τους καιροσκόπους που τον περιτριγύριζαν. "Αν όλοι αυτοί που έρχονται σήμερα στο προεδρικό και λένε ότι με ψήφισαν θα είχα βγει με 90%", μου είπε κάποτε. Αν μετανιώνω για κάτι είναι η στα όρια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας κριτική που άρχισα να του ασκώ μετά το Φεβρουάριο του 2006. Ως καθηγητής είχα δεχθεί δύο πειθαρχικές έρευνες (γιατί αρθρογραφούσα στον "Πολίτη") κατά τη γνώμη μου χωρίς λόγο, ενώ παρά τις αντιρρήσεις του Πεύκιου Γεωργιάδη διακόπηκε χωρίς να ενημερωθώ η απόσπασή μου στο Υπουργείο Παιδείας και βρέθηκα να διδάσκω σε δύο σχολεία ταυτόχρονα λες και ήμουν πρωτοδιόριστος.


Ο Μακάριος και η Αναστασία


Ο Τάσσος λάτρευε την οικογένειά του. Λάτρευε τη γυναίκα του Φωτεινή την οποία πάντα αποκαλούσε "κυρία" λάτρευε τα παιδιά του. Στη συνάντησή μας στο Προεδρικό ανάλωσε μεγάλο μέρος να μου μιλά για το Μακάριο και στη συνέχεια για την κόρη του Αναστασία. Από το δεύτερο όροφο μου έδειξε τα δύο κυπαρίσσια δίπλα από το άγαλμα του Μακαρίου. "Τα φύτεψε ο Μακάριος και δες πόσο έχουν μεγαλώσει". Ήταν ίσως ο μόνος πολιτικός που πίστευε μέχρι τέλος στο Μακάριο. Πίστευε ακόμα ότι αυτός ήταν ο πραγματικός συνεχιστής της πολιτικής του. Όλοι οι άλλοι τον πούλησαν.
Όταν μιλούσε για την Αναστασία χαμογελούσε ολόκληρος. "Είναι η μόνη που μου κολλά. Είναι ένας δαίμονας". Κατά βάθος του άρεσαν οι κόντρες. Ίσως γι΄ αυτό συμπαθούσε και τους Τζιωνή και Λιλλήκα. Ήταν οι μόνοι στο προεδρικό που του κολλούσαν και τον τσάντιζαν. Αλλά τους εκτιμούσε γιατί είχαν άποψη.
Για την οικογένειά του πιστεύω ότι έκανε και αβαρίες τις οποίες ίσως δεν έπρεπε να κάνει. Ήταν λάθος του να δώσει το όνομα του δικηγορικού του γραφείου στα παιδιά του, αποκλείοντας τον Πάμπο Ιωαννίδη, εξαγριώνοντας έτσι έναν φίλο που ήξερε πολλά. Ηταν επίσης λάθος του να επιτρέψει την εμπλοκή του δικηγορικού του γραφείου στην υπόθεση του φυσικού αερίου διά του γιου του Νικόλα. Αυτή η υπόθεση οδήγησε σε περαιτέρω απαξίωσή του, κλονίζοντας την εντύπωση του αδιάφθορου που είχε έως τότε. Στα θετικά του βέβαια η μάχη που έδωσε κατά των φαρμακεμπόρων μειώνοντας δραστικά τις τιμές. Το πιο θετικό του η ένταξη της Κύπρου στην ΟΝΕ. Αν πειθόταν από το Χριστόφια για αναβολή ενός χρόνου ίσως να παθαίναμε ότι σήμερα και η Λιθουανία. Μετά από 15 χρόνια. Η απόφαση του εκείνη σήμερα μας στηρίζει στα δύσκολα της οικονομικής κρίσης. Εν κατακλείδι ο Τάσσος δεν υπήρξε ο τέλειος άνθρωπος που παρουσιάζουν σήμερα η κατά τη γνωστή ρήση του "δηλωσιογράφοι". Υπήρξε ένας ισχυρός πολιτικός με άποψη και τσαμπουκά ο οποίος αναγκάστηκε να πορευτεί και να πάρει δύσκολες αποφάσεις κυρίως κατά τη διάρκεια της προεδρίας του. Είχε φοβερές ευαισθησίες, μεγάλες εμπάθειες (δεν χώνευε τους δημοσιογράφους, τους διπλωμάτες του ΥΠΕΞ τους υπαλλήλους του ΓΤΠ και τους γλείφτες) και ένα τεράστιο κυπριακό γινάτι. Το διαχρονικό γινάτι των Ελλήνων σε αυτόν τον τόπο που τους επέτρεψε να επιβιώσουν για 2000 χρόνια σε αυτή τη γη. Στο καλό να πας Τάσσο.


Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

Ποιος πρέπει να είναι ο πραγματικός συμβιβασμός στο Κυπριακό;


Κάποιοι Ελληνοκύπριοι εξανίστανται και μόνο στο άκουσμα της φράσης “κυριαρχική ισότητα” των Τουρκοκυπρίων, που στην πράξη συνεπάγεται το δικαίωμα αυτοδιάθεσής τους. Γι’ αυτούς (είτε είναι αριστεροί είτε δεξιοί) δικαίωμα αυτοδιάθεσης μάλλον είχαν και έχουν μόνο οι Ελληνοκύπριοι! Το άσκησαν ως κοινότητα το 1950 διά του δημοψηφίσματος, επιχείρησαν να το επιβάλουν το 1955-59 διά του αγώνα της ΕΟΚΑ. Μετά το 1960 το ε/κ αφήγημα άλλαξε. Οι κοινότητες δεν έχουν κυριαρχία. Προφανώς αυτό ίσχυε και πάλι μόνο για τους Τ/Κ αφού τον Ιούνιο του 1967 σε ψήφισμά της η Κυπριακή Βουλή ζήτησε ομόφωνα και πάλι την Ένωση με την Ελλάδα. Σε γενικές γραμμές πάντως από το 1960 και εξής η θέση είναι ότι το κράτος ιδρύθηκε από τον έναν και αδιαίρετο κυπριακό λαό μέσω του Συντάγματος. Από την άλλη 62 χρόνια μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας τα πράγματα δεν έχουν παραμείνει στάσιμα. Υπήρξαν διακοινοτικές ταραχές το 1963, υπήρξε εισβολή το 1974, το 1983 οι Τ/Κ ανακήρυξαν “κράτος”, έγινε αποδεκτή η λύση ομοσπονδίας και μάλιστα διζωνικής, υπάρχει ένας εν εξελίξει διάλογος για δεκαετίες με κυρίαρχο σημείο στο συνταγματικό του κομμάτι την εποικοδομητική ασάφεια σε ό,τι αφορά τα θέματα κυριαρχίας.

 

Αν όντως το ζητούμενο για τους Τουρκοκύπριους είναι ότι η κυριαρχική τους ισότητα πρέπει να φτάνει έως το δικαίωμα νόμιμης απόσχισης, οι Ε/Κ μετά από 56 χρόνια χωριστής συμβίωσης με τους Τ/Κ έχουν άραγε το δικαίωμα να το αρνηθούν; Το ενιαίο κράτος του 1960 υπήρξε ανέκκλητο διά των συμφωνιών του 1960. Όμως οι Τ/Κ αποχώρησαν και κλείστηκαν στους θύλακες. Επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο μια πρώτη διχοτόμηση της Κύπρου. Το 1974 η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν το μοναδικό αναγνωρισμένο κράτος, ωστόσο το 1977 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποδέχθηκε διπεριφερειακή ομοσπονδία η οποία διά του σχεδίου Γκάλι έγινε επίσημα διζωνική. Το θέμα, κάποιοι υποστηρίζουν, είναι νομικό. Στην πραγματικότητα είναι πολιτικό και εδράζεται στην αδυναμία των δύο κοινοτήτων να λύσουν τα προβλήματά τους.

 

Ας είμαστε ρεαλιστές. Με την τ/κ κοινότητα συνυπήρξαμε οι Ε/Κ από το 1571. Επί οθωμανικής κατοχής για 307 χρόνια επιβιώσαμε ως υποτελείς Ρωμιοί με τους Τ/Κ να λειτουργούν ως άρχουσα τάξη. Επί Αγγλοκρατίας το 1878 και για 82 χρόνια διαβιώσαμε ως υπήκοοι της Μεγάλης Βρετανίας, χωρίς καμιά από τις δύο κοινότητες να μπορεί να κυβερνά. Πολιτικά στο πλαίσιο ενός κράτους και μιας κυβέρνησης συνυπήρξαμε ως εταίροι με τους Τουρκοκύπριους μόνο από το 1960 έως το 1963. Με λίγα λόγια τα τελευταία 450 χρόνια συμβίωσής μας σε αυτό τον γεωγραφικό χώρο, δηλαδή από το 1571 έως και το 2021, επιχειρήσαμε να συνεργαστούμε πολιτικά μόνο για 3 χρόνια και δεν τα καταφέραμε.

Υπάρχει βεβαίως και το αφήγημα ότι σε επίπεδο λαού οι σχέσεις Ε/Κ – Τ/Κ υπήρξαν πάντα αρμονικές. Σε επίπεδο απλών ανθρώπων αυτή η θέση έχει τη βάση της. Σε επίπεδο ηγεσίας και ελίτ ε/κ και τ/κ η αλήθεια είναι άλλη. Με εξαίρεση μερικές ψηφοφορίες στο Νομοθετικό Συμβούλιο επί Αγγλοκρατίας και κάποια συνεργασία συντεχνιών στις μεγάλες απεργίες του 1948, ο κανόνας ήταν η αντιπαράθεση μεταξύ Ένωσης και Ταξίμ, μεταξύ ελληνικού και τουρκικού εθνικισμού.

 

Αν λοιπόν θέλουμε να καταλήξουμε σε μια δημοκρατική λύση στην Κύπρο, οφείλουμε να αποδεχτούμε τα αυτονόητα. Το 1960 κανένας δεν ρώτησε τις δύο κοινότητες αν ήθελαν να ζήσουν μαζί. Για να είμαστε και δίκαιοι τότε οι Τ/Κ μπορεί να μην λογίζονταν καν κοινότητα. Κοινότητα τους έκανε ο Τούρκος ΥΠΕΞ Φατίν Ροστού Ζορλού όταν υπερίσχυσε κατά κράτος του Έλληνα ΥΠΕΞ Ευάγγελου Αβέρωφ στη Ζυρίχη το 1959 εξισώνοντας το 20% των Τ/ Κ με το 80% των Ε/Κ. Κοινότητα με πολιτική ισότητα τους έκανε ο Μακάριος όταν απέρριψε ενωρίτερα το σχέδιο Χάρτινγκ (1956) το οποίο έδινε αυτοκυβέρνηση στους Ε/Κ και καθεστώς μουσουλμάνων Δυτικής Θράκης στους Τ/Κ. Εφόσον οι Τ/Κ με βρετανικό δάκτυλο αναγνωρίστηκαν ως συνιδρυτές του νέου κράτους, η μόνη υποχώρηση που έκαναν, όπως έγραψε σε άρθρο του στην εφημερίδα “Nacak” (Hatchet) στις 27 Αυγούστου 1960 ο Ραούφ Ντενκτάς με τίτλο “How was the arrival of Turkish soldiers to Cyprus achieved?”, ήταν να αποδεχτούν το νέο κράτος να μην ονομάζεται “Ελληνοτουρκική Ομοσπονδία της Κύπρου”, αλλά Κυπριακή Δημοκρατία, και πήραν ως αντάλλαγμα πέρα από τα εγγυητικά δικαιώματα και την κάθοδο των 650 Τούρκων στρατιωτών στην Κύπρο. Με λίγα λόγια, πάντα ομοσπονδία λογιζόταν η Κύπρος, τουλάχιστον για τους Τ/Κ, δεν μπόρεσαν ωστόσο να την επιβάλουν γιατί δεν είχαν έδαφος υπό τον έλεγχό τους. Όταν βέβαια οι αφελείς Ελληνοκύπριοι το αντελήφθησαν ήγειραν θέμα αλλαγής του Συντάγματος. Με το αφήγημά μας πάντα να κινείται σε ρηχά νερά. Ξεχάσαμε τότε το αφήγημα ότι είμαστε ένας λαός, αλλά δράσαμε ως “Ελληνοκύπριοι δημοκράτες”, καταγγέλλοντας τα 13 σημεία. Όταν δεν το αποδέχτηκαν οι Τουρκοκύπριοι μιλούσαμε για Τουρκανταρσία! Ας μην αναφερθούμε στη συνέχεια στην κάθοδο Ελληνικής Μεραρχίας, στη σφαγή της Κοφίνου και στο πραξικόπημα του 1974. Επιτρέποντας με όλους αυτούς του τρόπους στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο, προσφέροντας ντε φάκτο στους Τ/Κ μια ενιαία εδαφική επικράτεια, υποστηρίζοντας στη συνέχεια με απύθμενο θράσος και υποκρισία ότι ήλθε στην Κύπρο για να αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη.

Αν σήμερα, εν έτει 2021, και εφόσον καταπιούμε όσα κάποιες ανόητες ηγεσίες μάς κληροδότησαν, θέλουμε μια δημοκρατική λύση η κάθε κοινότητα πρέπει να εισέλθει στη λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας αυτοβούλως αλλά και να έχει δικαίωμα να αποχωρεί με δημοκρατική και βελούδινη διαδικασία αν κρίνει κάτι τέτοιο, αναλαμβάνοντας και τις ευθύνες της.

Με την ίδια εποικοδομητική ασάφεια που ιδρύθηκε από τον λαό ή τις 2 κοινότητες η Κυπριακή Δημοκρατία, με την ίδια ασάφεια που οι δύο κοινότητες βαφτίστηκαν συνιστώντα κρατίδια το 2004, σήμερα το ίδιο constructive ambiguity μπορεί να μετεξελίξει το κράτος του 1960 σε πραγματικά ομοσπονδιακό.

Από την άλλη, αν η ιστορική και πολιτική καχυποψία των Τ/Κ επιβάλλει κατά την άποψή τους να έχουν δικαίωμα απόσχισης, πόσο μεγαλύτερη καχυποψία πρέπει να έχουν οι Ε/Κ απέναντι στη στρατιωτική ισχύ της Τουρκίας η οποία φέρεται επιπλέον από το 1960 να λειτουργεί και να ασκείται υπό μορφή “νόμιμων” εγγυητικών δικαιωμάτων; Με την πρώτη συνταγματική κρίση τον Δεκέμβριο του 1963 η Τουρκία αντέδρασε εξοπλίζοντας τους Τ/Κ, το δε 1964 βομβάρδισε την Τηλλυρία. Το 1974 εισέβαλε διά των όπλων στην Κύπρο προσφυγοποιώντας 150.000 Ε/Κ. Σήμερα διά της πυγμής ελέγχει το status quo στην πράσινη γραμμή, διά των πολεμικών της πλοίων παραβιάζει την ΑΟΖ και επιπλέον επιχειρεί άνοιγμα του Βαρωσιού. Αφορμές, είναι η αλήθεια, δόθηκαν στην Τουρκία (π.χ. πραξικόπημα χούντας) ωστόσο ουδέποτε -λόγω ακριβώς των εγγυητικών της δικαιωμάτων- έδωσε προτεραιότητα σε έναν διάλογο, απεναντίας επιχείρησε να επιβάλει τη θέλησή της διά των όπλων.

Το σίγουρο είναι ότι κανένας Κύπριος δεν είναι διατεθειμένος να ανεχθεί ξανά κρίσεις τύπου 1963-64 και εισβολές τύπου 1974 γιατί κάποιοι Μακάριοι, Κιουτσιούκ, Ντενκτάς και Παπαδόπουλοι δεν μπορούν να συνεργαστούν ή επειδή η Τουρκία επιμένει να συμπεριφέρεται ως μια χώρα που ασκεί διπλωματία διά των όπλων. Εντός της ΕΕ οι ελπίδες να λειτουργήσει μια αποκεντρωμένη ομοσπονδία εξάλλου είναι περισσότερες από το να καταρρεύσει. Κι αν καταρρεύσει είδαμε -πάντα εντός ΕΕ- πώς αντιμετωπίστηκαν προθέσεις αποσχίσεων τύπου Καταλωνίας, Βελγίου και Λομβαρδίας. Συνεκδοχικά μια λύση εντός της ΕΕ είναι το λελογισμένο ρίσκο που μπορούμε να πάρουμε.

Εν κατακλείδι, το πραγματικό πάρε-δώσε σήμερα στο Κυπριακό είναι μια συμφωνία ακύρωσης των φόβων των δύο κοινοτήτων. Οι μεν Τ/Κ να ανακτήσουν την πολιτική ισότητα που είχαν από το 1960 στο πλαίσιο ενός διζωνικού ομοσπονδιακού κράτους, οι δε Ε/Κ να καταργήσουν τις εγγυήσεις του 1960 που αποτέλεσαν την κακοδαιμονία ολόκληρης της χώρας. Από εκεί και πέρα, όπως μου έλεγε ο Αλέκος Μαρκίδης, “αυτό που χρειαζόμαστε είναι 100 νουνεχείς Κύπριους με πραγματική πολιτική βούληση και όραμα για να θέσουμε σε λειτουργία ένα πραγματικά δημοκρατικό κράτος”.

Αν κρίνω από τον δημόσιο διάλογο ένθεν και ένθεν του οδοφράγματος, ούτε πολιτική βούληση υπάρχει ούτε και πολλοί διαθέτουν το όραμα να κτίσουν την Κύπρο του μέλλοντός μας. Οι περισσότεροι ασχολούνται με τα πίτουρα του παρελθόντος.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Γιατί η λύση του Κυπριακού θέλει τόλμη και γοητεία;

 Από τη σύσκεψη των Αθηνών το 1974 στα ίδια αδιέξοδα του 2020 



Του Διονύση Διονυσίου 

Κάποιοι στην Κύπρο, και δεν μιλώ μόνο για τους πολιτικούς αλλά και για κάθε πολίτη αυτής της χώρας, κάνουν πώς δεν γνωρίζουν πού βρισκόμαστε στο Κυπριακό. Σε μεγάλο βαθμό ισχύει το φαινόμενο του στρουθοκαμηλισμού. Ο στρουθοκάμηλος χώνει το κεφάλι του στην άμμο και αφήνει το τεράστιο κορμί του εκτός, νομίζοντας ότι επειδή δεν βλέπει αυτός, δεν τον βλέπουν και αυτοί που τον κυνηγούν. 


Οι πολιτικοί 


Ενημερώνοντας το λήμμα «Εισβολή 1974» στην εγκυκλοπαίδεια www.polignosi.com ξαναθυμήθηκα εκείνη την κρίσιμη Πανεθνική Σύσκεψη στην Αθήνα από τις 30-1η Δεκεμβρίου 1974 λίγο πριν την επιστροφή του Προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο. Κάποια αποσπάσματά της δημοσιεύθηκαν στον Τύπο στην Κύπρο και επίσης τα πλήρη πρακτικά της βρίσκονται στο Αρχείο Καραμανλή. Η σύσκεψη είχε ως σκοπό την ανασκόπηση της κατάστασης 5 μήνες μετά την εισβολή για να προχωρήσει στη λήψη στρατηγικών αποφάσεων. Σε αυτή τη σύσκεψη ήταν όλοι παρόντες: Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο ΥΠΕΞ Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Πρόεδρος Μακάριος, ο Γλαύκος Κληρίδης, ο Σπύρος Κυπριανού, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, ο πρέσβης Μιχάλης Δούντας, ο Δημήτρης Μπίτσιος και άλλοι. 



Η ανασκόπηση


Ας θυμηθούμε πώς έβλεπαν τα πράγματα οι βασικοί πρωταγωνιστές πριν ακριβώς 46 χρόνια, έχοντας εκ των υστέρων το προνόμιο να κρίνουμε τις σκέψεις και τις αποφάσεις τους: 


Μακάριος: «Είμεθα υποχρεωμένοι να αρχίσωμεν από μίαν πραγματικότητα την οποίαν δεν δυνάμεθα να παραγνωρίσωμεν. Οι Τούρκοι κατέχουν το 40% της νήσου. Δεν μπορούμεν να τους εκδιώξωμεν διά των όπλων. Δεν συμμερίζομαι μερικάς απόψεις αι οποίαι εκφράζονται εν Ελλάδι και εν Κύπρω, ότι δηλαδή η Ελλάς θα ηδύνατο ίσως αργότερον διά πολέμου να εκδιώξη εκ της Κύπρου τους Τούρκους».


Καραμανλής: «Εάν υπήρχε δυνατότης θα το επεδιώκαμεν. Αλλά δυστυχώς είναι απραγματοποίητον λόγω των γεωγραφικών δεδομένων. Σας αποκαλύπτω ότι εις τας 14 Αυγούστου απεφασίσαμεν την κήρυξιν του πολέμου κατά της Τουρκίας και αναθέσαμεν εις το Επιτελείον την πραγματοποίησιν του εγχειρήματος. Κατόπιν όμως των συστάσεων του Επιτελείου εις τας 21 Αυγούστου το σχέδιον εματαιώθη».


Αβέρωφ: «Εις τας 14 Αυγούστου ο Πρόεδρος έλαβε την απόφασιν. Εγώ διεφώνησα. Ο Πρόεδρος επέμεινε να στείλωμεν μίαν μεραρχίαν εις την Κύπρον. Εζητήσαμεν από τους Άγγλους αεροπορικήν κάλυψιν. Οι Άγγλοι απέρριψαν το αίτημά μας. Κατόπιν τούτου, ο Πρόεδρος εισηγήθη να επιβώμεν εκείνος (ο κ. Καραμανλής) και εγώ της νηοπομπής και να πάμε στην Κύπρο. Βέβαιοι ότι οι Τούρκοι δεν θα μας εβομβάρδιζαν, εφόσον θα εκάναμεν γνωστόν ότι ο κ. Καραμανλής θα επέβαινε της νηοπομπής. Τελικώς όμως επείσθημεν περί του ματαίου της επιχειρήσεως» (σελ. 21-22).


Ο άχρηστος ΟΗΕ και οι ΗΠΑ 


Καθολική υπήρξε επίσης η διαπίστωση ότι ελάχιστα θα μπορούσε να αναμένει η Κύπρος από τον ΟΗΕ:


Κληρίδης: «Θα ήθελα να προσθέσω ότι δεν πρέπει να δίδεται η εντύπωσις, εις τον κυπριακόν λαόν, ότι το Κυπριακόν μπορεί να λυθή μέσω των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό δημιουργεί ψευδαισθήσεις».


Καραμανλής: «Λύσιν δεν δίδουν, απλώς δημιουργούν ένα κλίμα ευνοϊκόν». 


Κληρίδης: «Αλλά δεν βλέπω τους ισχυρούς να υλοποιούν το κλίμα αυτό. Χαρακτηριστικόν είναι το μήνυμα το οποίον απέστειλε ο Κίσινγκερ αμέσως μετά την δημοσίευσιν του ανακοινωθέντος της [αμερικανοσοβιετικής] Διασκέψεως Κορυφής του Βλαδιβοστόκ, ότι το Κυπριακόν δεν συνεζητήθη εις το Βλαδιβοστόκ και ότι απλώς περιελήφθη εις το ανακοινωθέν διά λόγους εντυπώσεων» (σελ. 29-30). 


Οι ΗΠΑ


Λιγότερο ομόφωνες ήταν οι εκτιμήσεις όσον αφορά τον καθοριστικό ρόλο των ΗΠΑ. Το εντυπωσιακό είναι ότι στις καλές υπηρεσίες της Ουάσινγκτον φαίνεται να εναποθέτουν κάθε ελπίδα εκείνοι ακριβώς που έχουν καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση ως οι πιο αντι-Αμερικανοί. Με πρώτο και καλύτερο, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ο οποίος από το 1964 φλέρταρε με τη Μόσχα.


Μακάριος: «Είμαι βέβαιος ότι [οι Τούρκοι] δεν σκέπτονται την τουρκοποίησιν των 40%. Δεν επιστρέφουν όμως αμέσως το πλεονάζον του πραγματικού σχεδίου των, διά λόγους διαπραγματευτικούς. Θα ήτο ευχής έργον να επιστραφή η επί πλέον περιοχή χωρίς δεσμεύσεις και ανταλλάγματα εκ μέρους ημών. Ο Κίσινγκερ ήλπιζε εις ωρισμένας παραχωρήσεις άνευ ανταλλαγμάτων. Αλλά αι παραχωρήσεις αύται δεν ήσαν σοβαραί. Το γεγονός ότι σήμερον δεν υπάρχει τουρκική κυβέρνησις είναι και αυτό εις βάρος μας. Δυστυχώς δύο φορές εδοκίμασεν ο Κίσινγκερ να πάει στην Τουρκία, αλλά δεν υπήρχε κυβέρνησις» (σελ. 25).


Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Τάσσος Παπαδόπουλος: «Έχω την εντύπωσιν ότι η κυριωτέρα μας ελπίς είναι η άσκησις πιέσεως επί της Τουρκίας υπό άλλων δυνάμεων και δη υπό της Αμερικής» (σελ. 47).


Ο Κληρίδης, αντίθετα, εμφανίζεται περισσότερο σκεπτικιστής: «Οσον αφορά τον αμερικανικόν παράγοντα, το μάξιμουμ που μπορεί να προσφέρει είναι να κρατήσει τώρα τους Τούρκους να μην κινηθούν. Αλλά η λύσις την οποίαν ευνοεί είναι αι δύο ζώναι ή δύο περιοχαί τουρκικαί, εκ των οποίων η μία προς βορράν μεγάλη. Οι Βρετανοί είναι σαφώς υπέρ διχοτομικού σχεδίου. Ο ρωσικός παράγων δεν είναι διατεθειμένος να κινηθή δυναμικώς διά να εκδιώξη τους Τούρκους, και δεν επιδεικνύει διάθεσιν να αναμειχθή εις τα εσωτερικά μας» (σελ. 28).



Διαπραγμάτευση ή όχι; 


Το κρίσιμο ερώτημα αφορούσε, φυσικά, την πιθανότητα βελτίωσης της κατάστασης μέσα από διαπραγματεύσεις. Ο Κληρίδης ενημερώνει τους συνομιλητές του ότι «οι Τούρκοι δεν δέχονται καμίαν μορφήν λύσεως η οποία να έχει την μορφήν ενιαίου κράτους», αλλά «επιμένουν επί γεωγραφικής ομοσπονδίας». Εκτιμά, μάλιστα, ότι «δεν αποκλείεται να δεχθούν μίαν μεγάλην περιοχήν εις τα βόρεια με άνοιγμα προς την θάλασσαν και δύο ή τρία καντόνια αλλαχού» (σελ. 12). 


Μακάριος: «Τίθεται λοιπόν σήμερον το ερώτημα: Να δεχθώμεν γεωγραφικήν ομοσπονδία; Και ποίον ποσοστόν μπορούμεν να επιτύχωμεν; Εάν οι Τούρκοι πρόκειται να μας επιστρέψουν μόνον το 10% των όσων κατέλαβον και ημείς να υπογράψωμεν, τότε είναι προτιμότερον να έχουν το 40% χωρίς να υπογράψωμεν» (σελ. 22).


Κληρίδης: «Νομίζω ότι η παράτασις της σημερινής καταστάσεως, χωρίς λύσιν, θα είναι καταστρεπτική. Όσον αφορά το θέμα που έθεσε ο Μακαριώτατος, κατά πόσον θα πρέπει να δεχθώμεν την «αρχήν» [της ομοσπονδίας] χωρίς να έχομεν συγκεκριμένας προτάσεις, νομίζω ότι διά να γίνει διάλογος μπορούμεν να δεχθούμε την αρχή υπό ωρισμένας προϋποθέσεις». 


Δούντας: «Όσον αφορά την ακολουθητέαν στρατηγικήν, νομίζω ότι μπορεί να γίνη αποδοχή επί διερευνητικής βάσεως» (σελ. 30-31).


Αβέρωφ: «Θεωρώ καταστρεπτικήν την παράτασιν της σημερινής καταστάσεως. Όσον περισσότερον κυματίζει η τουρκική σημαία εις ένα μέρος, τόσον δυσκολώτερα θα μπορέσουμε να την υποστείλωμεν» (σελ. 35).


Κυπριανού: «Φοβούμαι ότι εάν δεχθώμεν την γεωγραφική ομοσπονδία, θα φύγει ο ελληνισμός της Κύπρου και θα καταληφθεί ολόκληρο το νησί από τους Τούρκους. [...]


Κληρίδης: «Και εάν διατηρήσουν οι Τούρκοι το 40% δεν κινδυνεύει να καταληφθή ολόκληρος η Κύπρος»; 


Καραμανλής: «Οι Τούρκοι δεν αποβλέπουν εις κατάκτησιν ολοκλήρου της νήσου. Εάν ήθελαν, θα την κατελάμβαναν. Από την διεξαχθείσαν συζήτησιν δεν διαπιστώνω σύμπτωσιν γνωμών όσον αφορά την εκτίμησιν της καταστάσεως. Στο νησί υπάρχει μια δραματική κατάστασις. [...] Αντιλαμβάνεσθε ότι με την πάροδον του χρόνου εξασθενεί η θέσις μας. Τουναντίον οι Τούρκοι ομιλούν από θέσεως ισχύος. Ο χρόνος τρέχει εις βάρος μας» (σελ. 37-9).


Αρκετά αισιόδοξος, όσον αφορά τις προοπτικές, αλλά και τα χρονικά περιθώρια επίλυσης του Κυπριακού, δήλωνε, τέλος, ο Τάσσος Παπαδόπουλος: «Δέχομαι την άποψιν του κ. Αβέρωφ ότι εάν κυματίση η τουρκική σημαία επί πολύ εις τα κατακτηθέντα κυπριακά εδάφη, θα είναι δύσκολον ύστερα να την κατεβάσουμε. Πιστεύω ότι θα παρέλθουν δύο έως τρεις μήνες πριν γίνει δεκτή από τους Τούρκους οιαδήποτε δική μας πρότασις. Σε τρεις μήνες όμως δεν μπορεί να μεταβληθή η κατάστασις. [...] Εφόσον ο Κίσινγκερ δεν έχει χάσει τας ελπίδας του δι' ένα πολυπεριφερειακόν ομοσπονδιακόν σύστημα, πώς θα το εγκαταλείψωμεν εμείς;» (σελ. 42-3).


Το πολιτικό κόστος


Με βάση τα πιο πάνω φαίνεται ότι οι Μακάριος - Κυπριανού και Τάσσος κινούνταν προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης μιας σκληρής γραμμής. Όχι γιατί δεν αντιλαμβάνονταν την κατάσταση που επικρατούσε, αλλά διότι φοβούνταν να πουν κάποιες αλήθειες στον κυπριακό λαό: 


Μακάριος: «Εάν προβώμεν εις υποχωρήσεις από τούδε, και οι πρόσφυγες θα αντιδράσουν και οι Ελληνοκύπριοι γενικώτερον θα δυσαρεστηθούν. Διότι δικαίως θα είπουν ότι προέβην εις παραχωρήσεις πριν ακόμη έλθω εις επαφήν μαζί τους, και πριν διαπιστώσω προσωπικώς την κατάστασιν. [...] Δεν θα ήθελα να σημειωθούν προ της μεταβάσεώς μου εις Κύπρον επεισόδια. Τούτο θα δώσει αφορμήν ώστε να δικαιωθούν αυτοί που αντιδρούν εις την μετάβασίν μου στην Κύπρο» (σελ. 39-41).


Παπαδόπουλος Τάσσος: «Πιστεύω ότι αφ' ης στιγμής θα δεχθώμεν την αρχήν [της ομοσπονδίας], και κατά συνέπειαν θα αποδεχθώμεν ότι μεγάλο μέρος των προσφύγων δεν θα επιστρέψει εις τας εστίας του, τότε θα αντιμετωπίσωμεν κατακραυγήν εναντίον της κυπριακής κυβερνήσεως, κατακραυγήν εναντίον της ελληνικής κυβερνήσεως και φυγήν των δυναμικών στοιχείων της Κύπρου. Εάν οι Ελληνοκύπριοι αντιληφθούν ότι εν πάση περιπτώσει ένα μεγάλο τμήμα της Κύπρου θα γίνει τουρκικόν, τότε οι πρόσφυγες θα στραφούν εναντίον μας. Τότε η ΕΟΚΑ Β' και σημαντικόν τμήμα του ελληνικού πληθυσμού θα έχει ως σύνθημα την διπλήν ένωσιν. Και το σύνθημα αυτό θα έχει απήχησιν. Ίσως αυτό δεν είναι λογικόν, αλλ' εν πάση περιπτώσει το αίσθημα αυτό θα δημιουργηθεί».


Κληρίδης: «Δεν υπάρχει τέτοιο σύνθημα. Ίσως οι πρόσφυγες ανθέξουν λίγο, αλλά ύστερα θα στραφούν εναντίον μας» (σελ. 31).


Κληρίδης vs Μακάριος


Στην πραγματικότητα στην πανεθνική αυτή σύσκεψη υπήρχαν δύο ξεκάθαρες γραμμές. Η γραμμή Κληρίδη και η γραμμή Μακαρίου. Οι διάλογοι είναι όντως αποκαλυπτικοί: 


Κληρίδης: «Επαναλαμβάνω ότι πρέπει να συνειδητοποιήσωμεν την πραγματικότητα και να χαράξωμεν μίαν ρεαλιστικήν γραμμήν. Δεν με ανησυχεί τι θα πει η κοινή γνώμη στην Κύπρο. Πρέπει να γίνη μια θυσία. Ο άνθρωπος που θα υπογράψη αυτήν την λύσιν θα καταστραφή πολιτικώς, αλλά πρέπει να αναλάβη τας ευθύνας του. Εάν δεν καταλήξωμεν εις μίαν συμφωνίαν, δεν είμαι διατεθειμένος να συνεχίσω ως διαπραγματευτής. Άλλος πρέπει να αναλάβη αυτήν την διαπραγμάτευσιν. Εγώ δεν πιστεύω εις αυτήν την πολιτικήν».


Μπροστά στην τοποθέτηση αυτή του Γλαύκου Κληρίδη συζητήθηκαν διάφορες τακτικές κινήσεις στη διαπραγμάτευση, ωστόσο ο Πρόεδρος Μακάριος έκοψε τη συζήτηση: 


Μακάριος: «Διαφωνώ επί του καθορισμού δευτέρας και τρίτης γραμμής υποχωρήσεως. Διότι τότε θα πάμε απευθείας εις την τρίτην γραμμήν. [...] Προτιμώ οι Τούρκοι να κρατούν εναντίον της θελήσεώς μας το 40% παρά το 28% με την θέλησίν μας» (σελ. 48-49).




Η γραμμή Μακαρίου


Αργότερα το 1977 ο Πρόεδρος Μακάριος υπέγραψε τη συμφωνία υψηλού επιπέδου με τον Ντενκτάς που έκανε λόγο για ομοσπονδία αλλά ο γρήγορος θάνατός του δεν επέτρεψε να εμπεδωθεί αυτή η πολιτική.

Οι διάδοχοι του Σπύρος Κυπριανού με τη στήριξη στο Κυπριακό του Τάσσου Παπαδόπουλου, με το ΑΚΕΛ να αποδέχεται τις πολιτικές της Σοβιετικής Ένωσης και του Εζεκία Παπαιωάννου που θεωρούσε κάθε πρόταση λύσης Νατοϊκή, ακολούθησαν στην πραγματικότητα τη γραμμή Μακαρίου όπως αυτή διατυπώθηκε το 1974 και σίγουρα όχι τη στροφή Μακαρίου στις Συμφωνίες Κορυφής.

Ποια ήταν η γραμμή Μακαρίου; «Προτιμώ οι Τούρκοι να κρατούν εναντίον της θελήσεώς μας το 40% παρά το 28% με την θέλησίν μας». Ο συμβιβασμός που πέτυχε ο Μακάριος το 1977 για ομοσπονδία στην κυριολεξία πετάχθηκε την επόμενη δεκαετία στον κάλαθο των αχρήστων». 


Ο Βασιλείου


Μια πραγματική στροφή στη γραμμή Μακαρίου του 1977 επιχείρησε ο Γιώργος Βασιλείου, αποδεχόμενος το σχέδιο Γκάλι υιοθετώντας ανοικτά και ξεκάθαρα τη λύση ομοσπονδίας. Στη γραμμή αυτή πορεύτηκε και το ΑΚΕΛ το οποίο με κάθε τρόπο υπερτόνιζε ότι τη λύση ομοσπονδίας τη συμφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. 

Δυστυχώς ο Γλαύκος Κληρίδης για να εκλεγεί στην Προεδρία συμπορεύτηκε το 1993 με το ΔΗΚΟ, ακόμα και με τον Τάσσο, ξεχνώντας αυτά που είπε στην Πανεθνική το 1974. Οτι δηλαδή πρέπει να «να χαράξωμεν μίαν ρεαλιστικήν γραμμήν. Δεν με ανησυχεί τι θα πει η κοινή γνώμη στην Κύπρο. Πρέπει να γίνη μια θυσία. Ο άνθρωπος που θα υπογράψη αυτήν την λύσιν θα καταστραφή πολιτικώς, αλλά πρέπει να αναλάβη τας ευθύνας του».


Ο Γλαύκος Κληρίδης επανήλθε δυναμικά στη γραμμή του το 2003-4 όταν στήριξε το σχέδιο Ανάν. Ίσως εδώ κάποιος σημειώσει ότι ο Κληρίδης πέτυχε το 2004 ένα πολύ πιο πλήρες σχέδιο σε σχέση με το πλαίσιο Γκάλι. Πέτυχε ένα σχέδιο λύσης το οποίο θα μπορούσε να υλοποιηθεί με περισσότερη ασφάλεια για τους Ε/Κ εντός της Ευρώπης. Ο χρόνος βέβαια από την άλλη εμπέδωνε καταλυτικά τα τετελεσμένα της εισβολής. 


Τάσσος - Χριστόφιας


Τα επόμενα 10 χρόνια οι δύο επόμενοι Πρόεδροι δεν προχώρησαν σε λύση. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος απέρριψε το σχέδιο Ανάν (ενώ οι Τ/Κ το υπερψήφισαν) ο Δημήτρης Χριστόφιας δεν τόλμησε να κλείσει την εσωτερική πτυχή στην παρουσία του Μπαν Κι μουν το 2010. Οι Τ/Κ και πάλιν διά του Ταλάτ ήταν έτοιμοι να υπογράψουν. Αυτές οι δύο αρνήσεις δυστυχώς μας κατατρέχουν μέχρι σήμερα, με την Τουρκία σταδιακά να εμπεδώνει τη θέση διεθνώς ότι οι Ε/Κ δεν θέλουν λύση.



Ο Αναστασιάδης


Τελικά το 2013 ήρθε η στιγμή η ε/κ πλευρά να πάρει τη ρεβάνς. Εξέλεξε τον Νίκο Αναστασιάδη ο οποίος το 2004 αποδεδειγμένα ήθελε λύση, ήταν ο πολιτικός ο οποίος κληρονόμησε τον ρεαλισμό του Γλαύκου Κληρίδη, οπότε μπορούσε να βγάλει την Κύπρο από το αδιέξοδο. 

Με βάση ωστόσο τη μέχρι στιγμής πολιτική που ακολουθεί φαίνεται ότι έχει ανακρούσει πρύμναν. Από τον Κληρίδη δεν φαίνεται να κράτησε κάτι, πλην ίσως της ανακολουθίας του το 1993 όταν δηλαδή πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων το σχέδιο Γκάλι για να εκλεγεί. 

Μετά μάλιστα τη διάσκεψη του Κραν Μοντανά το 2017 ο Νίκος Αναστασιάδης μάλλον επιστρέφει και αυτός στη γραμμή Μακαρίου του 1974: «Προτιμώ οι Τούρκοι να κρατούν εναντίον της θελήσεώς μας το 40% παρά το 28% με την θέλησίν μας». 


Τι πρέπει να κάνουμε; 


Αν σταθούμε στα συμπεράσματα της Πανεθνικής εκείνης σύσκεψης μετά την εισβολή του 1974 και συνυπολογίσουμε τον χρόνο που διέρρευσε, τις νίκες και τις ήττες μας από τότε, σε ποια συμπεράσματα μπορούμε να καταλήξουμε:


1. Σε αυτό που είπε ο Μακάριος ότι δεν μπορούμε με πόλεμο να ανατρέψουμε την εισβολή, Μετά από 46 χρόνια η θέση αυτή ηχεί ως ρεαλιστική. 

2. Σε αυτό που είπε ο Κληρίδης ότι κάποιος πολιτικός πρέπει να αναλάβει την ευθύνη κι ας καταστραφεί λέγοντας την αλήθεια στον λαό ότι η μοναδική λύση είναι ο συμβιβασμός. Αυτή την αλήθεια δεν βρέθηκε ακόμα πολιτικός να την ασπαστεί μέχρι τέλους. 

3. Σε αυτό που έπραξε ο Γιώργος Βασιλείου αναγνωρίζοντας επίσημα και θαρραλέα το 1988 ότι η μοναδική λύση που υπάρχει στο τραπέζι είναι η ομοσπονδία. Όλοι πιπιλάνε τη λύση ομοσπονδίας αλλά κανένας δεν τολμά να κάνει το βήμα παρακάτω. 

4. Οφείλουμε να επενδύσουμε στην καλή οικονομία και το βιοτικό επίπεδο του λαού μας, επιθετικά. Μετά το 1974 σαφέστατα πετύχαμε πολύ περισσότερα ως ε/κ κοινότητα σε σχέση με την τ/κ Κοινότητα. Θα πρέπει να εκμεταλλευθούμε αυτή την οικονομική κατάσταση στέλνοντας μήνυμα επανένωσης στους Τ/Κ με αξιοπιστία. Ότι μπορούμε χωρίς ξένους πάτρωνες.

5. Η ένταξή μας στην ΕΕ ήταν μεγάλη νίκη και θα μπορούσε να ανατρέψει σοβαρά κάποια από τα τετελεσμένα της εισβολής. Χωρίς την ένταξη και των Τ/Κ στην Ευρώπη, αυτή η πολιτική έδειξε ότι δεν έχει ανάλογο αντίκρισμα. 

 

Δυστυχώς οι διαφωνίες του 1974 παραμένουν ακόμα διαφωνίες του 2020. Η Τουρκία μετά το 2004 όταν κατάφερε (δίκαια ή άδικα) να αποσείσει από πάνω της την εισβολή και την κύρια ευθύνη για το αδιέξοδο, έχει αποθρασυνθεί και προχωρεί στο επόμενό της βήμα. Που φαίνεται να είναι τα δύο κράτη και ο γεωπολιτικός έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου. Ανοίγει την Αμμόχωστο, ελέγχει τη θάλασσα γύρω από την Κύπρο, εξαφανίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα διά των εποίκων, οδηγεί σε αποαναγνώριση την Κυπριακή Δημοκρατία.

Η ρήση του Μακαρίου «Προτιμώ οι Τούρκοι να κρατούν εναντίον της θελήσεώς μας το 40% παρά το 28% με την θέλησίν μας», που εδραζόταν στην ψευδαίσθηση ότι το status quo θα παρέμενε απαρασάλευτο, έχει τα τελευταία χρόνια υπερκεραστεί. Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Αν η Τουρκία ανοίξει την Αμμόχωστο κανένας πλέον Ε/Κ πολιτικός δεν μπορεί να συζητήσει ξανά το Κυπριακό. Εν ολίγοις τους επόμενους λίγους μήνες οι Ε/Κ θα κληθούν να αποφασίσουν λύνοντας τον γόρδιο δεσμό:


Είτε λύση ομοσπονδίας, είτε δύο κράτη. Αν έχουμε μια ηγεσία με αυτοπεποίθηση θα υιοθετήσει τη θαρραλέα πολιτική Βασιλείου - Κληρίδη για έναν συμβιβασμό. Που απαιτεί αναγνώριση της πολιτικής ισότητας των Τ/Κ και μια στρατηγική συμφωνία εφαρμογής της τελικής λύσης τους επόμενους μήνες που θα οδηγήσει σε εδαφικές αναπροσαρμογές και τερματισμό του μονομερούς δικαιώματος επέμβασης της Τουρκίας στην Κύπρο. Υπό τις συνθήκες θα ήταν σωστότερο, στο τέλος και όχι στην αρχή αυτού του χρονοδιαγράμματος να γίνουν τα δημοψηφίσματα, για να διαπιστώσουμε επί του εδάφους ότι θα υλοποιηθούν τα συμφωνηθέντα. Σε διαφορετική περίπτωση κι αν υπάρξουν ξανά ΟΧΙ στα δημοψηφίσματα να οδηγηθούμε συντεταγμένα και συμφωνημένα στη λύση δύο κρατών. Με λίγα λόγια ας αποφασίσουμε τη λύση του Κυπριακού εκ του αποτελέσματος των συμφωνιών και δημοκρατικά διά της ψήφου μας. 

Το όραμα για μια ευρωπαϊκή ομοσπονδιακή Κύπρο, που θα λειτουργεί ως οικονομικό κέντρο στην Ανατολική Μεσόγειο έχοντας ως συμμάχους και φίλους την Τουρκία, την Ελλάδα την Αίγυπτο, το Ισραήλ, το Λίβανο, τη Συρία και εν γένει τις χώρες της Μέσης Ανατολής είναι εκεί, αλλά για τους πολιτικούς που διαθέτουν τόλμη και γοητεία. Όσοι επιμένουν να παραμένουν στην Πανεθνική Διάσκεψη του Νοεμβρίου του 1974 και στην άποψη που τότε επικράτησε, χάνουν τη μεγάλη εικόνα κρυβόμενοι πίσω από νομικισμούς, μάταιες επικλήσεις του διεθνούς δικαίου και ετσιθελισμούς, οδηγούν αυτή τη χώρα στην καταστροφή. Όσοι διά των ενεργειών αυτών συντηρούν τη διατήρηση του status quo, συνειδητά επιλέγουν η Κύπρος σταδιακά να περιέλθει υπό τον στρατηγικό έλεγχο της Τουρκίας. 

 



Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Το εργαλείο του Θεού

 Αν υπάρχει Θεός, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι είναι ένας. Αν ζητήσουμε συστάσεις για τον χαρακτήρα του Θεού, αντιλαμβανόμαστε ότι όλοι τον θεωρούν ως μια δύναμη καλού. Ο Θεός των χριστιανών είναι οικτίρμων και ελεήμων. Είναι παντοδύναμος και πανάγαθος. Ο Θεός των μουσουλμάνων είναι Αρ-Ραχμάν, δηλαδή ο πιο φιλεύσπλαχνος, είναι Αρ-Ραχίμ, δηλαδή ο πιο συμπονετικός, είναι Αλ-Μαλίκ, δηλαδή απόλυτος Κύριος, είναι επίσης Αλ-Κουντούς, δηλαδή ο πιο ιερός. 


Αν όμως αυτός είναι ο Θεός που οι άνθρωποι πιστεύουν και του αποδίδουν όλες αυτές τις καλές ιδιότητες τίθεται ένα ερώτημα: Γιατί στο όνομά του διαπράττονται οι μεγαλύτερες ατιμίες, τα χειρότερα εγκλήματα, γιατί εξ ονόματός του αναλήφθηκαν όλοι σχεδόν οι πόλεμοι στον 21ο αιώνα;


Μάλλον η απάντηση είναι απλή:  Το σίγουρο και επιστημονικά εξακριβωμένο είναι ότι ο Θεός έχει μετατραπεί σε εργαλείο στα χέρια αυτών που διατείνονται ότι τον εκπροσωπούν. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί όταν τα βασικά θεολογικά αναγνώσματα όλων των θρησκειών μιλούν για αγάπη, αλλά στα χέρια των εκπροσώπων του Θεού μετατρέπονται σε εργαλεία διαχωρισμού και μίσους μεταξύ των απλών ανθρώπων; Στην πραγματικότητα οι προτεραιότητες των ιερατείων δεν είναι να μεταφέρουν τον Παράδεισο στις ζωές των ανθρώπων, αλλά να διαχειριστούν την Κόλαση. Όλες οι θρησκείες στα χέρια των ιερατείων έχουν μετατραπεί σε ένα παντοδύναμο εργαλείο άσκησης πολιτικής εξουσίας στη Γη. 


«Πώς έχει εργαλειοποιηθεί ο Θεός;», θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος. 


* Αν δεν υπήρχε Αλλάχ, με ποια αφορμή ένας μουσουλμάνος θα έμπαινε σε ένα σχολείο στη Γαλλία και θα αποκεφάλιζε έναν καθηγητή γιατί προσέβαλε τον προφήτη του, τον Μωάμεθ; Με ποιον άλλο τρόπο θα ασκούσε επιρροή εξ αποστάσεως πάνω του κάποιος ιμάμης σε κάποια συνοικία της Βαγδάτης; 


* Αν δεν υπήρχε ο Μωάμεθ, με ποια δικαιολογία ένας άλλος μουσουλμάνος θα έμπαινε σε εκκλησία της Νίκαιας στη Γαλλία για να σκοτώσει τρεις ανθρώπους; Ποιος μουσουλμάνος θρησκευτικός ηγέτης ερμήνευσε το Κοράνι και αποφάσισε ότι όποιος προσβάλλει τον Μωάμεθ πρέπει να πεθαίνει; 



* Αν δεν υπήρχε Θεός στο όνομα του οποίου οι άνθρωποι δεν διαχωρίζονταν σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ πώς θα σκότωνε στις 22 Ιουλίου 2011 στη Νορβηγία 77 ανθρώπους γιατί πίστευε ότι η Ευρώπη είναι χριστιανική ήπειρος και πρέπει να καθαρίσει από τους μουσουλμάνους; Ποιος χριστιανός παπάς του μετέφερε τη νοσηρή ιδέα ότι οι μουσουλμάνοι είναι μια φάρα μολυσμένων; 


* Αν δεν υπήρχε Θεός τα συμπεράσματα της έκθεσης του EUMC (European Monitoring Center on Racism) δεν θα ήταν τόσο θλιβερά. Ότι πολλοί ευρωπαίοι μουσουλμάνοι υφίστανται διακριτική μεταχείριση στους τομείς της

απασχόλησης, της εκπαίδευσης και της στέγασης. Με την ανεργία π.χ. των μουσουλμάνων στην ΕΕ να είναι σχεδόν τριπλάσια από αυτή των χριστιανών.


Ο απόλυτος Θεός


Τείνω εν ολίγοις να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι αυτός ο απόλυτα καλός Θεός δημιουργεί πολλές φορές διά των εκπροσώπων του απόλυτα κακούς ανθρώπους. 

Τείνω να συμφωνήσω με τον πάλαι ποτέ 11χρονο υιό μου, για την αυθάδεια του οποίου κλήθηκα εσπευσμένως στο Δημοτικό Σχολείο Στροβόλου για να μου υποδειχθεί ότι είναι προβληματικός, τουτέστιν είναι κλονισμένης πίστεως. Όπως μου εξηγήθηκε σε δραματικούς τόνους, κατά τη διάρκεια του μαθήματος των Θρησκευτικών έβγαλε τη γλώσσα του περίπατο, όταν η καλή δασκάλα μιλούσε για τις πίσσες της Κολάσεως, τα κοχλάζοντα καζάνια και τον διάβολο, δηλώνοντας ότι προτιμά τον Δία, την Ήρα, την Αφροδίτη και τον Ήφαιστο γιατί έμοιαζαν περισσότερο με μας τους ανθρώπους.


Το αρχαίο ανυπέρβλητο ελληνικό πνεύμα, όπως κατανοούμε όλοι μας, δεν εργαλειοποιούσε τους θεούς ως απόλυτα καλούς ή και κακούς. Τους προσάρμοζε στο ανθρώπινο μέτρο και όλοι μαζί προσπαθούσαν να το ξεπεράσουν ή όλοι μαζί να καταποντιστούν. Ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του μιλώντας για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών στον Αδείμαντο ψέγει αυτή την αντίληψη και τα βάζει και με τον Όμηρο: "Δεν πρέπει λοιπόν να δώσομε πίστη στον Όμηρο, ούτε σε κανέναν άλλον [379d] ποιητή, όταν ανόητα ξεστομίζει αυτή τη βλαστήμια για τους θεούς και λέγει πως τάχα υπάρχουν δυο πιθάρια στου Δία στο κατώφλι, γεμάτα το ένα με καλές, με κακές τ' άλλο μοίρες και ότι σ' όποιον ο Δίας ανακατώσει και δώσει κι από τα δυο πιθάρια, πότε δεξά θα του έρχουνται και πότε ζερβά πάλι, σ' όποιον όμως δώσει μονάχ' από το ένα, χωρίς ν' ανακατατώσει κι απ' το άλλο το πρώτο, αυτόν μια πείνα λυσσιακή παντού στη γη τον διώχτει [379e] κι ούτε πως ο Δίας μας είναι των καλών και των κακών ταμίας".


Ο Πλάτωνας τα βάζει και με τον Αισχύλο τονίζοντας ότι "ούτε ακόμη θ' αφήσομε τους νέους ν' ακούουν εκείνα που λέγει ο Αισχύλος, ότι τάχα ο θεός αφορμή βρίσκει σαν θέλει σύρριζα να ξεπατώσει σπίτι". 


Ο ηθικός Πλάτωνας ενοχλείτο από τη λαϊκή αυτή Θεολογία, αλλά πραγματικά δεν ξέρω τι θα έγραφε αν ζούσε και έβλεπε τον Πάπα Ουρβανό Β να κηρύσσει το 1095 την Α Σταυροφορία και να ζητά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ και τα κεφάλια των μουσουλμάνων επί πίνακι. 

Είμαι σίγουρος ότι θα προτιμούσε οι μάζες να ασχολούνται με τον Δία και την Αθηνά παρά με Θεούς οι οποίοι παρουσιάζονταν ως απόλυτοι. Είμαι σίγουρος ότι θα κατανοούσε γιατί στην αρχαιότητα δεν γίνονταν θρησκευτικοί πόλεμοι αλλά αυτοί μας προέκυψαν όταν οι σύγχρονοι Θεοί κατέστησαν από τα κάθε λογής ιερατεία αλάνθαστοι και απόλυτα αρμόδιοι να αποφασίζουν περί ζωής και θανάτου. Είμαι σίγουρος ότι θα λάτρευε τον Προμηθέα που τα έβαλε τότε με τους θεούς για να βοηθήσει τους ανθρώπους προσφέροντάς τους τη φωτιά, σε αντίθεση με τους σημερινούς οπαδούς των θρησκειών που βάζουν φωτιές και καίνε συνανθρώπους τους, για να τιμήσουν τον Θεό τους. 




Ο Διαφωτισμός


Η Γαλλία είναι η χώρα που αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό του Διαφωτισμού. Ανακαλύπτοντας εξ υπαρχής την αρχαία ελληνική φιλοσοφία της απορίας που γεννά την αμφιβολία και την ερώτηση, και παραπέμπει στην έρευνα και την επιστήμη. Ο Διαφωτισμός έστειλε το μήνυμα ότι δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες, οπότε η διαφωνία είναι απόλυτα αποδεκτή. Εξ ου και το απόφθεγμα του Βολταίρου "διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπίζομαι μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες". Για τους Γάλλους λοιπόν είναι αυτονόητο το δικαίωμα του κάθε σκιτσογράφου, του κάθε ζωγράφου και του κάθε συγγραφέα να γίνεται ακόμα και ιερόσυλος. 


Αυτή η νοοτροπία δεν είναι αυτονόητη σε λαούς που δεν έχουν αυτή την παιδεία. Λαούς ημιμαθείς, που η ημιμάθειά τους είναι χειρότερη από την αμάθειά τους. Λαοί όπως εμείς οι Έλληνες, οι Τούρκοι, οι Εβραίοι και διάφοροι άλλοι στη Χερσόνησο της Αραβίας που μπορεί να είναι και χειρότεροι. Το κύριο στοιχείο ενός ημιμαθούς είναι ο έωλος εγωισμός του. Θεωρεί ότι τα ξέρει όλα διά της επίκλησης στην αυθεντία, δηλαδή σε κάποιον στρατηγό του Θεού. Με εργαλείο τον Θεό, γνωρίζουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, τι είναι το σωστό, τι είναι το λάθος, φτάνοντας στο σημείο του ανόητου τζιχαντιστή ο οποίος ελέω Θεού νόμιζε ότι έχει το δικαίωμα να αποκεφαλίζει συνανθρώπους του. 

Με λίγα λόγια, αν δεν υπήρχαν Θεοί και Δαίμονες μήπως θα μπορούσαμε ευκολότερα να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι; Ένα απλοϊκό ερώτημα θέτω. Το οποίο στις δυτικές κοινωνίες για να είμαστε δίκαιοι έχει τεθεί και έχει απαντηθεί από τον 18ο αιώνα. Εμείς στην Ανατολή εξακολουθούμε να περνάμε τον Γολγοθά της ανοησίας μας.