Όταν έγινε η τουρκική εισβολή ήμουν 14 χρονών. Σήμερα, 40
χρόνια, μετά αισθάνομαι ότι μια ολόκληρη ζωή κύλησε μέσα από τα χέρια μας με
μοναδική συζήτηση και έγνοια μας το Κυπριακό και τη λύση του. Γεννήθηκα με το
Κυπριακό και αισθάνομαι ότι θα πεθάνω με το Κυπριακό, αλλά τουλάχιστον σήμερα
ξέρω ποιος είμαι και κυρίως δεν φοβάμαι μήπως παρεξηγηθώ.
Το
1960
Στο προαύλιο της εκκλησίας της
Παντάνασσας το 1964 έμαθα να μισώ τους Τούρκους, όταν τα πρώτα ξεθυμασμένα
σκάγια των διακοινοτικών ταραχών τρυπούσαν τα πόδια μας, διακόπτοντας το
αμέριμνο παιχνίδι μας. Ο νεολογισμός «βρομόσκυλλοι» εισήλθε στο λεξιλόγιο μιας
ολόκληρης γενιάς παραμένοντας ως ασφαλής πλοηγός ανάλυσης έως και τη δεκαετία
του 1980.
Το 1970
Το 1972 έμαθα να μισώ και τους
περισσότερους Ε/Κ που υποστήριζαν τον Μακάριο γιατί ήταν ανθέλληνες και
εναντιώνονταν στην Ένωση της Κύπρου μετά της μητρός Ελλάδος. Σε ηλικία 12 ετών,
σκοτωνόμουν στο ξύλο με τους μακαριακούς συμμαθητές μου φωνάζοντας «Γεώργιος
Γρίβας Διγενής», ενώ αυτοί που ήταν και πλειονότητα κατάφερναν πάντα να
επιβάλλουν το «Μακάριος ο Τρίτος ο Αρχηγός». Στις 15 Ιουλίου 1974, ημέρα του πραξικοπήματος,
επί της οδού Αλεξάνδρου Υψηλάντη στον Κάψαλο, τα συναισθήματα ήταν διαμετρικά
αντίθετα. Πατεράδες, μανάδες, παιδιά, φίλοι και γνωστοί βγήκαν απ’ τις
εξώπορτες φορώντας διαφορετικά πρόσωπα: κάποιοι χαμογελούσαν στην είδηση ότι «ο
Μακάριος είναι νεκρός», κάποιοι έκλαιγαν γοερά.
Το 1974 ανήμερα της 20ής
Ιουλίου στη σύναξη της γειτονιάς είχαν όλοι το ίδιο παγωμένο πρόσωπο. Τα έχασα.
Μπήκα στο δωμάτιό μου, κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι για να μην με βλέπουν και
άρχισα να κλαίω ακατάπαυστα. Ακόμα προσπαθώ να σταθμίσω αυτήν την αντίδραση.
Άρχισα να την αποκωδικοποιώ 4 χρόνια αργότερα όταν κατατάγηκα στην Εθνική
Φρουρά. Αισθανόμουν τότε έτοιμος να πεθάνω για την ελευθερία της χώρας μου,
αλλά αρνιόμουν πλέον να φωνάζω συνθήματα. Αισθανόμουν ηλίθιος να φωνάζω
συνθήματα.
Το 1980
Αρχές της δεκαετίας του 1980,
και όντας πλέον φοιτητής στην Ελλάδα, θεωρούσα ως τον πραγματικό ηγέτη μας τον
Βάσο Λυσσαρίδη. Τον άνθρωπο ο οποίος θα μας οδηγούσε ως απελευθερωτής στη
Μόρφου και στο Βαρώσι όπου θα μυρίζαμε τους λεμονανθούς της λευτεριάς. Τον
άνθρωπο που θα ξανάφερνε τα σύνορά μας στην Κερύνεια.
Στα μέσα αυτής της δεκαετίας
βρέθηκα στη Νέα Υόρκη. Πολιτισμικό σοκ. Τα κυπριακά στερεότυπα άρχισαν να
φαντάζουν γελοία μπροστά στο …καλό φαΐ! Σουβλάκια στην Αστόρια, μπρόκολο με
βοδινό στην China Town στο
κέντρο του Μανχάταν, ραβιόλι λίγο παρακάτω στο Little Italy, αμερικάνικο
στέκι στο Midtown, ένας πολιτικογαστριμαργικός αχταρμάς Downtown στο Village και στο Soho. Πώς
άνθρωποι με διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα μπορούν να ζουν μαζί, να
διασκεδάζουν μαζί και κυρίως να κτίζουν την πιο ισχυρή χώρα στον κόσμο;
Νομοτελειακά θυμήθηκα τον Απόστολο Παύλο και την ασυνέπεια των παπάδων που
κατάστρεψαν αυτήν τη χώρα, ασελγώντας επί της ίδιας της πίστης τους: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων
λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον».
1990 και εξής
Κάπου εδώ ανακάλυψα τον Ναζίμ Χικμέτ. «Το νησί σας»,
έγραψε, «μπορεί και πρέπει να γίνει ένας συνδετικός κρίκος που θα δυναμώνει
τους δεσμούς φιλίας των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Το νησί σας μπορεί
και πρέπει να γίνει ο κήπος όπου θα σεργιανάει η ζωοφόρος ειρήνη, δίχως τον
φόβο της επίθεσης και της καταστροφής…».
Και η αδικία που επιτελέστηκε
σε αυτό το νησί; Ποιανών η αδικία; Σαράντα χρόνια δίσεκτα Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι
παλεύουμε να δικάσουμε την αδικία κατασπαταλώντας τις ζωές μας σε έναν αδιέξοδο
δρόμο: τον δρόμο του φόβου που οδηγεί στο στενοσόκακο του συμφέροντος. Από τον
δρόμο αυτό λείπει η παιδεία, το ήθος, η αγάπη. Κι όμως: υπάρχει και δεύτερος
δρόμος για να αγαπάει κανείς την πατρίδα του. Ο πρώτος είναι να φωνασκεί από
φόβο γι' αυτήν. Ο άλλος να κάνει κάτι γι' αυτήν. Ο πρώτος βλέπει παντού
συνωμοσίες και ξένα κέντρα που υποσκάπτουν τη χώρα, ο δεύτερος προσπαθεί να
διαπαιδαγωγήσει τις νέες γενιές στο αληθές. Τον πρώτο βαδίζουν κύμβαλα
αλαλάζοντα. Τον δεύτερο βαδίζουν άνθρωποι που υπερβαίνουν τους φόβους τους και
μαθαίνουν να αγαπούν. Ας μου επιτραπεί η ατάκα: η αγάπη προς τους συνάνθρωπους
μας είναι η μόνη πλανητική αξία με πραγματικό αντίκρισμα στην καθημερινότητα
των ζωών μας. Μας το δίδαξε πρώτος ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη, η οποία αψηφώντας
την κακή μοίρα του Οιδίποδα αντιτάχθηκε στην ανθρώπινη αυθαιρεσία του Κρέοντα,
που διέταξε να μείνει άταφος ο Πολυνίκης, προσφέροντάς μας έναν ανυπέρβλητο
κανόνα ζωής: «Δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν' αγαπώ».
40 χρόνια μετά
Ως
εκ των πιο πάνω, 40 χρόνια μετά και αφού οι ζωές μας έγιναν ξανά σμπαράλια στον
βωμό του συμφέροντος των κάθε λογής πατριωτών και απατεώνων πολιτικών και
τραπεζιτών, δεν έχω -όπως κάποτε και ο Βασίλης Τριαρίδης- παρά μόνο να προβώ σε
ομολογίες απιστίας. Δεν πιστεύω σε θεούς και δαίμονες. Δεν πιστεύω σε κανένα έθνος,
σε καμιά μητέρα πατρίδα -ως εκ τούτου δεν πιστεύω σε καμία εθνική μειονότητα
και σε καμία εθνική πλειοψηφία. Δεν ανήκω σε κανένα εθνικό κόμμα - και σε
κανένα κόμμα γενικότερα: ανήκω μόνο στην παιδική ηλικία μου. Αφήνομαι στη
μυρωδιά του γιασεμιού στην αυλή της μάνας μου και στα λάθη μου από τα οποία
έμαθα ότι μπορούσα να μάθω. Όσο μεγαλώνω, τόσο αποστρέφομαι τη φενάκη των
εθνών, τη μεγάλη ψευτιά που για δυο αιώνες αιματοκυλίζει τον κόσμο. Κι όσο
μπορώ, απ’ τα ασήμαντα γραπτά μου, το επαναλαμβάνω, ξανά και ξανά: δεν υπάρχουν
έθνη - μήτε ελληνικό, μήτε τουρκικό, μήτε μακεδονικό, μήτε γαλλικό, μήτε
αγγλικό, μήτε αμερικάνικο, μήτε ινδικό. Υπάρχουν ανθρώπινοι πολιτισμοί,
κλειστοί και ανοιχτοί, γλώσσες, ιδεολογίες, ήθη, συμπεριφορές, κοινότητες, άλλες
πιο κλειστές, άλλες πιο ανοικτές, υποσύνολα όλα του μεγάλου ανθρώπινου
πολιτισμού.