Η διδασκαλία της Ιστορίας είναι ίσως το δυσκολότερο μάθημα που διδάσκεται ένας νέος άνθρωπος. Για να το θέσω παραστατικά, η Ιστορία δεν διαφέρει από ένα κοφτερό μαχαίρι. Με αυτό μπορείς να κόψεις το ψωμί και να το μοιραστείς με τον γείτονά σου ή να τον ξεκοιλιάσεις.
Επί το επιστημονικότερο, η Ιστορία είναι ένα εξόχως πολιτικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε ανά τους αιώνες στην καλύτερη περίπτωση για να μαθαίνουν οι άνθρωποι από τα πάθη και τα παθήματα των παλαιοτέρων ανθρώπων, όπως μας δίδαξε ο θεμελιωτής της Θουκυδίδης μέσω της εξιστόρησης του Πελοποννησιακού Πολέμου, και στη χειρότερη και πιο διαδεδομένη πρακτική για να υμνεί τους ισχυρούς, να δημιουργεί εθνική ταυτότητα σε κατοίκους συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών οπλίζοντάς τους με την απαραίτητη «ηθική», ώστε να είναι έτοιμοι να ξεκοιλιάσουν τους διπλανούς τους για μια σπιθαμή γης.
Δεν θα επιχειρήσουμε να ανοίξουμε εδώ το μαύρο κουτί του εθνικισμού και τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Ας μείνουμε σε κάποιες παραδοχές. Ότι για παράδειγμα η Ιστορία κατά τον 19ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως εργαλείο δημιουργίας εθνικής ταυτότητας σε ό,τι αφορά τα νεότευκτα εθνικά κρατίδια που άρχισαν να δημιουργούνται μετά τη διαδικασία εκφυλισμού των μεγάλων πολυεθνικών αυτοκρατοριών, ως συνεπακόλουθο των κυρίαρχων μηνυμάτων τριών μεγάλων επαναστάσεων: Της Αμερικανικής (αυτοδιάθεση λαών) της Γαλλικής (δημοκρατία) και της Βιομηχανικής Επανάστασης (καινοτομία και κοινωνία της γνώσης).
Η δημιουργία όλο και περισσότερων εθνικών κρατιδίων κατά τον 20ό αιώνα κυρίως μετά τη συνθήκη των Βερσαλλιών (1918) σε συνδυασμό με την αναζήτηση εθνικής συνοχής κατά το Ηροδότειο τρίπτυχο, περί όμαιμου, ομόγλωσσου και ομόθρησκου, αναβάθμισε περαιτέρω τον ρόλο της Ιστορίας, με το κάθε νέο κράτος να αναζητά τις ρίζες του, τα αρχέγονά του σύνορα και τους προπάτορες της φυλής. Αυτό οδήγησε τον ιστορικό Eric Hobsbawm (The Age of Extremes on the short 20th century) σε ένα πολύ ορθό συμπέρασμα: Ότι ο 20ός αιώνας υπήρξε ο αιματηρότερος αιώνας στην Ιστορία της ανθρωπότητας, μετρώντας δύο Παγκόσμιους Πολέμους με πέραν των 50 εκατομμυρίων νεκρών, δεκάδες γενοκτονίες, ξεκινώντας από την Αρμενική και φτάνοντας μέχρι τις σφαγές στη Βοσνία, και εκατοντάδες τοπικούς πολέμους (Βιετνάμ - Καμποτία, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Τσετσενία, Βοσνία, Γεωργία) με επίσης εκατομμύρια νεκρούς. Με λίγα λόγια τα μηνύματα των 3 προαναφερθεισών επαναστάσεων μάλλον δεν εκλήφθηκαν ορθά. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, η Ιστορία δεν τα μετέφερε ορθά. Ο εθνικισμός αποδείχθηκε αήττητος κατατροπώνοντας τον φιλελευθερισμό και φθάνοντας μάλιστα και στις πιο ακραίες εκφάνσεις του όταν η Ευρώπη κυρίως του Μεσοπολέμου μετατράπηκε σε φυτώριο δικτατόρων ( Μουσολίνι, Χίτλερ, Φράνκο, Μεταξάς, Κουίσλιγκ κ.ά.). Από την άλλη η βιομηχανική επανάσταση λόγω κυρίως έλλειψης ηθικής οδήγησε στη λειτουργία ενός ακραίου καπιταλισμού με αντίπαλο δέος την ανάλυση του Μαρξ, η οποία όμως κι αυτή μεταφράστηκε και παραποιήθηκε βάναυσα γεννώντας στην πορεία του 20ού αιώνα δεκάδες κόκκινους δικτάτορες (Στάλιν, Μάο Τσε Τουγκ, Τσαουσέσκου, Εμβέρ Χότζα, Κιμ Ιλ Σουγκ).
Γάλλοι - Γερμανοί
Οι πρώτοι που προσπάθησαν να μετατρέψουν το μαχαίρι της Ιστορίας σε εργαλείο ειρήνης, να μοιράσουν δηλαδή το ψωμί με τον γείτονά τους, ήταν οι Γάλλοι και οι Γερμανοί. Μια ομάδα ιστορικών ενθαρρυμένοι από τη συνθήκη του Λοκάρνο (1925) που καθόριζε μεταξύ άλλων τα σύνορα Γερμανίας - Γαλλίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκεντρώθηκαν σε μια προσπάθεια να γράψουν από κοινού την Ιστορία των δύο χωρών. Η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε άδοξα μετά την αναρρίχηση του Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Το εγχείρημα επανήλθε το 1952 με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, η οποία αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια οικονομικής ενοποίησης του ευρωπαϊκού χώρου. Το βιβλίο γράφτηκε αλλά δεν εγκρίθηκε ποτέ από τις εκπαιδευτικές αρχές των δύο χωρών. Έπρεπε μάλλον να περάσουν άλλα 11 χρόνια για να υπογραφεί το 1963 το Γαλλογερμανικό σύμφωνο και άλλα 40 από τότε, μέχρι ο Γάλλος Πρόεδρος Ζακ Σιράκ και ο Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Στρέντερ να συμφωνήσουν το 2003 στη συγγραφή ενός κοινού βιβλίου Ιστορίας, υπό την πίεση ψηφίσματος της Γαλλογερμανικής Βουλής των Εφήβων. Το βιβλίο αυτό παρουσιάστηκε σε τρεις τόμους στα γαλλικά και τα γερμανικά το 2006, καλύπτει την περίοδο 1815-1945 και έκτοτε διδάσκεται σε μαθητές ηλικίας 15-18 σε λύκεια, αφού εγκρίθηκε από τις εκπαιδευτικές αρχές των δύο χωρών.
Τα προβλήματα
Το βιβλίο υπό τον τίτλο Histoire-Geschichte δεν ήταν ένα καθόλου εύκολο εγχείρημα, σύμφωνα με τον Niilo Kauppi (A Political Sociology of Transnational Europe). Τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Γάλλοι ιστορικοί προβληματίστηκαν σε 3 άξονες:
• Πώς θα παρουσιάσουν τις σκληρές πολεμικές αντιπαραθέσεις των δύο χωρών που ξεκίνησαν από το 1840, εντάθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ολοκληρώθηκαν το 1945 με τον Β΄ Παγκόσμιο;
• Ποια από τα χιλιάδες γεγονότα έπρεπε να τεθούν ενώπιον των μαθητών;
• Ποια παιδαγωγική μέθοδος έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για τη διδασκαλία του βιβλίου;
Το βιβλίο σαφώς και δεν είναι τέλειο, σημειώνει ο συγγραφέας του κεφ. 11 του προαναφερθέντος βιβλίου Stefan Seidendorf (Evaluating the intergrative force of teaching History). Όλως παραδόξως, όμως, οι μεγάλες διαφωνίες δεν προέκυψαν, ούτε σε ό,τι αφορά τα ιστορικά γεγονότα, ούτε στην επιλογή των κεφαλαίων. Ως μεγαλύτερο πρόβλημα εμφανίστηκε η παιδαγωγική προσέγγιση του βιβλίου, με τους Γερμανούς να επιμένουν σε πιο κριτική θεώρηση των γεγονότων και τους Γάλλους απλώς να αρκούνται περισσότερο στην καταγραφή τους, επιτρέποντας στους μαθητές να κρίνουν από μόνοι τους.
Η Ιστορία ενώνει
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι παρότι υπήρχε η διάθεση το κοινό βιβλίο Ιστορίας των Γερμανών και των Γάλλων, οι οποίοι θρήνησαν τον θάνατο εκατ. πολιτών τους στα πεδία των μαχών, προκάλεσαν 2 Παγκόσμιους πολέμους για την κυριότητα των επαρχιών της Αλσατίας και της Λωραίνης, προσφυγοποιώντας εκατ. ανθρώπους, αυτό έγινε εφικτό όταν υπήρξαν οι κατάλληλες πολιτικές συνθήκες. Όταν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και σήμερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Ιστορία κρίθηκε ως το καταλληλότερο εργαλείο για τη δημιουργία ευρωπαϊκής συνοχής.
Το παράδειγμα των δύο χωρών φαίνεται να βρίσκει ανταπόκριση, αφού ήδη βρίσκονται παρόμοια προγράμματα σε εξέλιξη μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας και Τσεχίας, αλλά και μεταξύ Σλοβακίας και Ουγγαρίας. Πολύ πρόσφατα ανακοινώθηκε και η σύσταση ανάλογης επιτροπής μεταξύ Γερμανών και Ρώσων ιστορικών, επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Oscar Wilde «ότι το μόνο καθήκον μας απέναντι στην Ιστορία είναι να την ξαναγράψουμε».
Η Ιστορία χωρίζει
Κάτι ανάλογο έχει επιχειρηθεί και μεταξύ των Βαλκανικών χωρών με πρωτοβουλία του Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιανατολική Ευρώπη (CDRSEE), με την προσπάθεια, ωστόσο, να περιορίζεται στην καταγραφή πρωτογενών κυρίως πηγών από διάφορες βαλκανικές χώρες για να μπορούν οι μαθητές τουλάχιστον να κρίνουν από μόνοι τους, πώς οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι γείτονές τους κινήθηκαν και έβλεπαν την πορεία της δημιουργίας και επέκτασης των κρατών τους. Η σειρά αυτή κυρίως στον ελληνικό χώρο καταγγέλθηκε ως εγχείρημα παραχάραξης της Ιστορίας, η δε συντονίστρια του έργου καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Χριστίνα Κουλούρη χαρακτηρίστηκε από τους όψιμους «Λεωνίδες» του έθνους, που τάχθηκαν να φυλάσσουν «Θερμοπύλες», ως ο νέος «Εφιάλτης» του ελληνισμού, αφού όπως έγραψαν, «ανέλαβε εργολαβικά να αποδομήσει την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων».
Βεβαίως υπάρχουν και χειρότερα. Η Κίνα το 2005 συνταράχθηκε από μαζικές διαδηλώσεις κατά της Ιαπωνίας και απειλήθηκε ακόμα και σύρραξη, γιατί κατά τους ισχυρισμούς των Κινέζων η Ιαπωνία εισήγαγε στα εκπαιδευτικά ιστορικά της βιβλία κείμενα προπαγανδιστικού περιεχομένου που στην ουσία ξέπλεναν τις ευθύνες της Ιαπωνίας στον Β΄ Παγκόσμιο, μια φάση του οποίου ήταν και κατάληψη μέρους της περιοχής της Σαγκάης από τους Ιάπωνες. Αν το θέμα της συγγραφής της Ιστορίας μεταφερθεί με τις προαναφερθείσες αναλογίες στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, μπορεί κάποιος να αναλογισθεί πόσους ποταμούς αιμάτων και πόση ανθρώπινη δυστυχία ακόμη μας περιμένει. Ίσως είναι κάτι αναπόφευκτο, αφού το μοναδικό, καθολικό και αδιαμφισβήτητο εύρημα της Ιστορίας μέχρι σήμερα είναι ότι η ντροπή του ανθρώπινου είδους είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.
Ιστορία και Κύπρος
Στην Κύπρο τα πράγματα είναι επίσης τραγικά. Εδώ και χρόνια ιδρύονται και διαλύονται ομάδες ιστορικών οι οποίοι δεν έχουν εντολή να εξετάσουν την Ιστορία της χώρας μας σε σχέση με άλλες χώρες. Στην Κύπρο ακόμα η αντιπαράθεση βρίσκεται στο ποια είναι η δική μας εκδοχή της Ιστορίας, με το πλαίσιο καταγραφής της να κινείται στη λογική ενός κομματικού ύστερου εξορθολογισμού. Με λίγα λόγια καλούνται διάφοροι ιστορικοί με κομματικές και ιδεολογικές ιδιότητες, οι οποίοι συζητούν τη συγγραφή της νεώτερης κυπριακής Ιστορίας στο πλαίσιο της ικανοποίησης και δικαίωσης των κομμάτων που τους προτείνουν. Στην περίπτωσή μας ισχύει αυτό που είπε ο Τζορτζ Όργουελ ότι «όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει και το μέλλον».
Υπάρχουν όμως και σοβαρά δομικά και παιδαγωγικά προβλήματα που αφορούν τη μάθηση της Ιστορίας, επειδή διδάσκεται αποσπασματικά και εντελώς απομονωμένα από το διεθνές ιστορικό γίγνεσθαι. Έτσι άθελά της καλλιεργεί έναν ανόητο τοπικισμό σε συνδυασμό με μιαν απόλυτη εξάρτηση από την ελλαδική ιστοριογραφία. Για παράδειγμα όταν διαβάζει κανείς τα κύρια και βασικά εγχειρίδια που έρχονται εξ Ελλάδος, η Κύπρος είναι ανύπαρκτη. Πρέπει ο καθηγητής να ανατρέξει σε άλλα κακογραμμένα βιβλία που δίνονται συμπληρωματικά από το υπουργείο Παιδείας και να προσπαθήσει να διασυνδέσει τη συμμετοχή της χώρας και στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, στους Βαλκανικούς Πολέμους, να κατανοήσει την Οθωμανοκρατία, την παγκόσμια αποικιοκρατία και την Αγγλοκρατία, να αντιληφθεί τη γέννηση του ενωτικού κινήματος, να κατανοήσει τις αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων και να αντιληφθεί τις στρεβλώσεις του δικού μας αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ, ο οποίος δεν ήρθε από το πουθενά, αλλά συμβάδιζε με δεκάδες παρόμοια κινήματα σε άλλες περιοχές του κόσμου. Να αντιληφθεί δηλαδή κάτι απλό: ότι δεν είμαστε κάτι αποσπασματικό και ξεκομμένο, αλλά μέρος του κόσμου. Με λίγα λόγια δεν καταφέραμε μεταξύ μας να γράψουμε ένα βιβλίο της Ιστορίας των Ελληνοκυπρίων. Σκεφτείτε λοιπόν πόσο ακόμα απέχουμε από το εγχείρημα να κάτσουμε στο ίδιο τραπέζι και να δούμε την Ιστορία μας μαζί με τους Αρμενίους και τους Μαρωνίτες (τους οποίους αδικούμε με τις έως τώρα καταγραφές) οι οποίοι ήρθαν στην Κύπρο με τις μετακινήσεις πληθυσμών για να την προστατέψουν από τις αραβικές επιδρομές μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Σκεφτείτε πόσο απέχουμε να δούμε τα θέματα της κοινής Ιστορίας μας με τους Τουρκοκύπριους.
Με τα σημερινά δεδομένα και με ορατά τα ελλείμματα ιστορικής ακαδημαϊκής ακεραιότητας και πολιτικής επάρκειας, μόνο με διάθεση χιούμορ μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς την κατάσταση. Αναφέροντας δηλαδή ότι την καταγραφή και τον ρουν της Ιστορίας αναλαμβάνουν οι σημερινοί μαθητές-σπουδαστές την οποία αναπαράγουν ως αυριανοί πολίτες στα καφενεία. Εμπνεόμενοι βέβαια όχι από επιστημονικά συγγράμματα, αλλά από τα στερεότυπα των εθνικών ενδοσχολικών εορτών, που ξεκινούν από τη νηπιακή εκπαίδευση και φθάνουν μέχρι το Πανεπιστήμιο, μέσα από τις οποίες δημιουργούμε όχι έστω έναν υγιή εθνισμό, αλλά οικοδομώντας την εθνική μας ανοησία. Όπως είπε κάποτε ο δημοσιογράφος και μέγας χιουμορίστας Φράνκλιν Τζόουνς, «όταν ένας σπουδαστής αλλάζει τον ρουν της Ιστορίας, κατά πάσαν πιθανότητα δίνει εξετάσεις», για να τον επιβεβαιώσουν άπειρα μαργαριτάρια εξετάσεων στη συνέχεια. Όπως αυτό που έγραψε νεαρός υποψήφιος αστυνομικός το 1990 στην Αθήνα όταν έπρεπε να απαντήσει στην ερώτηση ποιος ήταν ο Λεωνίδας των Θερμοπυλών. Με ύφος λοιπόν 100 καρδιναλίων έγραψε: «Ατρόμητος Έλλην Στρατάρχης, ο οποίος κοίταξε κατάματα τον εισβολέα και με τα λίγα περσικά που ήξερε του είπε: Μολών λαβέ».
|