Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ποιος αμφισβητεί τη Δημοκρατία;


 
Δεν υπάρχει Κύπριος που τις μέρες αυτές να μην αισθάνεται απόγνωση για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι προσωπικές και θεσμικές σχέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον γενικό εισαγγελέα. Μια γρήγορη περιδιάβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταγράφει απογοήτευση, θυμό, σχεδόν απελπισία. Πόσο δικαιολογημένα είναι αυτά τα συναισθήματα;
Ας ξεκινήσουμε από μια παραδοχή: οι διορισμοί στα δημόσια αξιώματα επί κανενός Προέδρου δεν έγιναν αξιοκρατικά. Υπάρχει έντονο στοιχείο υποκειμενισμού και επιπλέον έχουν ως βασική αφετηρία όχι κατ' ανάγκη τον διορισμό των άριστων, αλλά των εύχρηστων.

Σε σχέση βέβαια με τη δεκαετία του 1960 θα πρέπει επίσης να κάνουμε ακόμα μία παραδοχή προόδου: έκτοτε έχουμε μεν διανύσει 55 χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά σύμφωνα με πολλούς κοινωνιολόγους, για να ωριμάσει θεσμικά μια πολιτεία χρειάζεται ένας κύκλος εμπειριών πέριξ των 150 χρόνων. Από πού ξεκινήσαμε και πού βρισκόμαστε σήμερα;

  • Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, για παράδειγμα, πλην του ΑΚΕΛ, δεν είχαμε κόμματα. Εν μια νυκτί, και συγκεκριμένα την 6η Φεβρουαρίου 1969, ο τότε Πρόεδρος και ταυτόχρονα Αρχιεπίσκοπος έδωσε εντολή να δημιουργηθούν 3 νέα κόμματα ως αντίβαρο στην πρόθεση του Γλαύκου Κληρίδη να ιδρύσει την ίδια μέρα το Ενιαίο Κόμμα. Ο προσωπικός γιατρός του Μακαρίου, ο δρ Βάσος Λυσσαρίδης, ίδρυσε την ΕΔΕΚ, ο εκδότης και αγωνιστής της ΕΟΚΑ Νίκος Σαμψών ίδρυσε το Προοδευτικό Κόμμα και ο Οδυσσέας Ιωαννίδης με λεφτά τού Συνεργατισμού και ιθύνοντα νουν τον διοικητή του Ανδρέα Αζίνα ίδρυσε την Προοδευτική Παράταξη. Οι εκλογές έγιναν το 1970, με τον Μακάριο να καθορίζει και τα ποσοστά. Το ΑΚΕΛ, αν και εκπροσωπούσε το 35% των ψηφοφόρων, βολεύτηκε με 9 βουλευτές. Με τις ψήφους που του περίσσευαν πριμοδότησε την ΕΔΕΚ που εξέλεξε δύο βουλευτές, τον Λυσσαρίδη στη Λευκωσία και τον Χρ. Χριστοφίδη στη Λάρνακα. Επίσης, πριμοδοτήθηκε η Προοδευτική Παράταξη, κυρίως στην Αμμόχωστο, που εξασφάλισε 30,2% των ψήφων, ενώ στην υπόλοιπη Κύπρο μόνο 8,8%, εκλέγοντας επτά βουλευτές, μεταξύ των οποίων και ο Σαμψών. Η πριμοδότηση της Προοδευτικής ήταν επινόηση του Μακαρίου για να μην αποκτήσει αυτοδυναμία στη Βουλή το Ενιαίο, το οποίο εξέλεξε τους 15 από τους 35 βουλευτές. Πώς μπορούσε ένας Πρόεδρος που στις πρώτες εκλογές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 13 Δεκεμβρίου 1959 εξελέγη με το 66% να αποκτήσει στη συνέχεια ρόλο εθνάρχη και να κερδίζει τις επόμενες με 95%; Όλο αυτό το σούργελο, δίκην πολιτικής ζωής, είχε ως αφετηρία τα γεγονότα του 1963. Η αποχώρηση των Τ/Κ και η τροποποίηση του Συντάγματος δυνάμει του δικαίου της ανάγκης κατέστησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας απόλυτο μονάρχη. Ο οποίος με κόμματα-μαριονέτες και ανεξάρτητους αξιωματούχους πλήρως ελεγχόμενους έκοβε, έραβε και γιαούρτωνε τους πολιτικούς του αντιπάλους. Οι Τ/Κ, ως αντίπαλο ή ως εξισορροπητικό δέος, χάθηκαν στους θύλακες, ο δε Γρίβας, που επιστρατεύτηκε από τους εθνικιστές, αποδείχθηκε πέρα από πολιτικά ανόητος και απρόβλεπτα επικίνδυνος.
  • Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, λόγω πραξικοπήματος, εισβολής και κατοχής, το πολιτικό σύστημα δέχτηκε ένα ισχυρό κτύπημα. Ο θάνατος επίσης του αδιαμφισβήτητου εθνάρχη Μακαρίου το 1977 απελευθέρωσε αρκετή καταπιεσμένη πολιτική ενέργεια. Τα κόμματα, κυρίως ο ΔΗΣΥ και το ΔΗΚΟ, οργανώθηκαν πάνω σε πιο δημοκρατικά, αλλά πάντα, πελατειακά πρότυπα. Η ΕΔΕΚ, υπό τη σκιά του αντιστασιακού πλέον Βάσου Λυσσαρίδη, παρέμεινε ακραία αρχηγικό κόμμα με εθνικιστική ρητορική, ενώ το ΑΚΕΛ παρέμεινε σταθερά το κόμμα στο οποίο ελέω δημοκρατικού συγκεντρωτισμού πάντοτε περίσσευε η συλλογική σοφία του ενός. Θα πρέπει να λεχθεί βέβαια ότι η βαριά παράδοση που άφησε πίσω του ο Μακάριος δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να υπερκερασθεί. Μεταξύ μας, κανένας δεν ήθελε να αλλάξει!
  • Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 το πολιτικό κατεστημένο της χώρας επανεφηύρε την Κυπριακή Δημοκρατία! Θυμηθήκαμε και τη σημαία της, την οποία φιλοτέχνησε ο Τουρκοκύπριος ζωγράφος Ισμέτ Γκουνέι, και διατυπώσαμε το νέο μας δόγμα: οικονομική ανάπτυξη, η οποία σε κάποια στιγμή άρχισε να χαρακτηρίζεται και θαύμα και, βεβαίως, στήριξη της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία το 1964 διά του ψηφίσματος 186 και παρά την εισβολή του 1974 παρέμενε αναγνωρισμένο κράτος πλήρως ελεγχόμενο από τους Ελληνοκυπρίους. Τι σήμαινε αυτό στην πράξη; Καμιά τροποποίηση του Συντάγματος, διότι, δήθεν, θα έδινε αφορμές στους Τουρκοκυπρίους να αμφισβητήσουν τη συνταγματική νομιμότητα της ΚΔ. Με λίγα λόγια, ο εκάστοτε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενδεδυμένος και με τις εξουσίες του Τ/Κ αντιπροέδρου, μπορούσε και στη δεκαετία του '90 αλλά και του 2000 να λειτουργεί ως εκλεγμένος δικτάτορας με τη συνδρομή μιας ομάδας ανεξάρτητων αξιωματούχων που λειτουργούσαν δίπλα του ως υπάλληλοι και μιας ομάδας μεγαλοκαρχαριών οι οποίοι την επομένη της εκλογής του τάσσονταν στο πλευρό του.
  • Το 2004 υπήρξε μια ευκαιρία, μέσω λύσης, να αποκτήσουμε ένα νέο Σύνταγμα διά της επανενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων, έχοντας μάλιστα κερδίσει και την ένταξή μας στην ΕΕ. Στη συντριπτική του πλειονότητα το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο με ηγέτη τον Τάσσο Παπαδόπουλο τάχθηκε εναντίον της λύσης. Σήμερα μπορούμε πολύ πιο καλά να αντιληφθούμε τις προθέσεις που στοιχήθηκαν πίσω από το βροντερό εκείνο «ΟΧΙ» της 24ης Απριλίου. Οι μεγαλοκαρχαρίες μέσω του Χρηματιστηρίου κατέκλεψαν το 1999 τις οικονομίες του κυπριακού λαού και τα επένδυσαν σχεδόν όλα στη γη, ανεβάζοντας τις τιμές στα επίπεδα φούσκας. Την ίδια περίοδο οι μεγαλοδικηγόροι άρχισαν να ξεπλένουν τα ρωσικά δισεκατομμύρια στις κυπριακές τράπεζες, οι οποίες από επαρχιακά συνεργατικά μετατράπηκαν ξαφνικά σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παγκόσμιας εμβέλειας με καταθέσεις πέραν των 80 δισ., με υποκαταστήματα στη Ρωσία, την Ελλάδα και τα υπόλοιπα στα Βαλκάνια. Γιατί λοιπόν να θέλουν λύση; Η λύση για αυτούς θα ήταν καταστροφή, διότι θα άνοιγαν τα μεγάλα φιλέτα γης στην κατεχόμενη Κύπρο, με αποτέλεσμα να πέσουν οι τιμές των οικοπέδων και των επαύλεών τους που έκτιζαν στον νότο. Έργα τα οποία χρηματοδότησαν οι τράπεζες με φουσκωμένα δάνεια από τις καταθέσεις των Κυπρίων και των Ρώσων. Έκαναν λοιπόν πλύση εγκεφάλου, κατατρομοκρατώντας ακόμα και τους πρόσφυγες ότι δεν ήταν προς το συμφέρον τους να πάρουν πίσω τη γη τους. Αντίθετα, όλοι πείστηκαν ότι πατριωτισμός είναι να δανείζεσαι μισό εκατ. λίρες για να αγοράσεις ένα σπίτι στη Λευκωσία, στη Λεμεσό ή εξοχικό στην Πάφο και την Αγία Νάπα, για να διασφαλίσεις τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κρατικής μας υπόστασης.
 Η δεύτερη «εισβολή»

Πολλοί ψηφοφόροι του «ΟΧΙ» του 2004 θα αμφισβητήσουν την πιο πάνω ανάλυση. Μετά την κατάρρευση της συστημικής φούσκας η οποία παρουσιαζόταν ως οικονομικό θαύμα και τον νόμο περί εκποιήσεων που πέρασε το Σάββατο ίσως αρχίσουν να κατανοούν τι λέω. Ίσως παραδεχθούν και τη σκληρή θέση ότι τελικά ψευδοκράτος δεν λειτουργεί μόνο στα κατεχόμενα από το 1983 αλλά υπάρχει και ένα άλλο ψευδοκράτος που λειτουργεί στον νότο από το 1964. Ίσως κατανοήσουν ότι τα μεγαλύτερα δεινά αυτού του τόπου προέκυψαν διότι ουδέποτε είχαμε ένα ισορροπημένο Σύνταγμα, και ως εκ τούτου: ουδέποτε είχαμε έναν Πρόεδρο συνθέτη απόψεων, αλλά έναν Λουδοβίκο που μας έλεγε «το Κράτος είμαι ΕΓΩ». Ουδέποτε είχαμε κόμματα που να λειτουργούν εκτός πελατειακής λογικής, ουδέποτε είχαμε ανεξάρτητους αξιωματούχους, ουδέποτε είχαμε σοβαρή δημόσια υπηρεσία, αλλά ούτε και δικαστική εξουσία, αν κρίνουμε από τις μάχες που χάθηκαν από τον απλό πολίτη μετά το σκάνδαλο του ΧΑΚ και εξής προς όφελος των μεγαλοκαρχαριών. Με βάση τα πιο πάνω, η κατάρρευση του πολιτικού και οικονομικού μας μοντέλου με τα μνημόνια και τα κουρέματα δεν ήταν τίποτε άλλο από μια δεύτερη εισβολή. Το 1974, 150.000 Ε/Κ έχασαν τα σπίτια τους. Σήμερα, 400,.000 Ε/Κ ζουν στην ανεργία, κάτω από το όριο της φτώχειας, ή κινδυνεύουν να ξαναχάσουν τα σπίτια τους. Αυτήν τη φορά, όμως, όχι από την Τουρκία, αλλά από μιαν απύθμενα διεφθαρμένη ελίτ Ελλήνων Κυπρίων που μας διοικούσε, μας άρμεγε, και τη χειροκροτούσαμε από πάνω ως ηλίθιοι.



Τα πρώτα ρήγματα

Ίσως για αυτό, όταν άκουσα προ ημερών τον Κώστα Κληρίδη να λέει στον Πρόεδρο «ντροπή σου», μου ήρθε ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη. Το ξέσπασμα αυτό, αν και υπερβολικό, δεν μπορεί να απομονωθεί: θεσμικά ομιλούντες, το πρώτο ρήγμα επήλθε με την παραίτηση του γεν. εισαγγελέα Σόλωνα Νικήτα το 2005, όταν αηδίασε από τις διαπλοκές του Τάσσου, το δεύτερο το 2009 όταν προέκυψε η κόντρα του τότε διοικητή της Κεντρικής Αθανάσιου Ορφανίδη όταν ήρθε σε ανοικτή σύγκρουση με τον τότε Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια. Ακολούθησε η κόντρα του επίσης διοικητή της Κεντρικής Πανίκου Δημητριάδη με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη. Τέλος, σήμερα βρίσκεται εν εξελίξει η κόντρα του Προέδρου με την επόμενη διοικήτρια της Κεντρικής, τη Χρυστάλλα Γιωρκάτζη, ενώ υπάρχει ανοικτή κόντρα και με τον γενικό εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη.
Όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις που δεν εξηγούνται μόνο μέσα από την επίδειξη παντοδυναμίας των εκάστοτε Προέδρων αλλά και τη διαδικασία αυτονόμησης των ανεξάρτητων θεσμών, οπότε πολλές φορές μπορεί να είναι και ανεξέλεγκτες, δεν νομίζω ότι πρέπει να μας φοβίζουν. Είναι μικρές ενδείξεις ότι έχουμε μια Δημοκρατία που ωριμάζει. Με λίγα λόγια, δεν μπορούμε να καταφύγουμε στις γνωστές τακτικές του παρελθόντος, όπως εισηγήθηκε ο πρώην γενικός εισαγγελέας Αλέκος Μαρκίδης. Δηλαδή, να κλειστούν σε ένα δωμάτιο ο Κώστας Κληρίδης και ο Ρίκκος και να τα βρουν. Δηλαδή, να πάρει το πόρισμα Καλλή ο Κώστας Κληρίδης να το χώσει στη μούρη τού Ρίκκου και να του πει «αν στο εξής δεν είσαι καλό παιδί, θα το αφήσω να διαρρεύσει». Ή ο Ρίκκος να του αντιτείνει ότι θα πάει στην αστυνομία να τον καταγγείλει αν συνεχίσει να τον ενοχλεί. Ο τρόπος που λειτουργούν και οι δύο, δηλαδή «όλα στη φόρα», πιθανόν να πλήξει βάναυσα και τους δύο σε προσωπικό επίπεδο. Μακροπρόθεσμα όμως ενδυναμώνει τους θεσμούς, που πρέπει να λειτουργούν πάνω από άτομα.

Κρίση και Δημοκρατία

Όπως επισημαίνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Princeton David Runciman στο βιβλίο του «The Confidence Trap: A History of Democracy in crisis from World 1 to the Present», οι Δημοκρατίες των ΗΠΑ και της Αγγλίας ιστορικά εξελίχθηκαν μέσα από τη διαφθορά που επέφερε η διασύνδεσή τους με το υπερβολικό χρήμα. Για αυτόν τον λόγο κινήθηκαν πάντα μέσα από επιτυχίες και αποτυχίες, αλλά οι πολίτες δεν πρέπει να απογοητεύονται από αυτό. Οι μεγάλες κρίσεις που ενσκήπτουν, σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα, δεν αποκαλύπτουν πάντα μεγάλες αλήθειες. Ούτε οι Δημοκρατίες μαθαίνουν πολλά από τις κρίσεις, για αυτό και επαναλαμβάνουν τα λάθη τους. Εξάλλου μέρος της Δημοκρατίας είναι και το δικαίωμα να αγνοείς το παρελθόν σου. Για να καταλήξει: «Οι Δημοκρατίες, σε αντίθεση με τις απολυταρχίες, δεν είναι φαταλιστικές και άτεγκτες, αλλά επιβιώνουν μέσα από την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος. Οι Δημοκρατίες, με λίγα λόγια, μπορούν να εξελίσσονται και να διαφοροποιούνται μέσα από μικρές και ανεπαίσθητες, πολλές φορές, αλλαγές που συντελούνται στον τρόπο σκέψης των πολιτών τους.
Από την άλλη, ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Yale Stein Ringen στο βιβλίο του «Nation of Devils: Democratic Leadership and the Problem of Obedience» επισημαίνει ότι σε ένα δημοκρατικό καθεστώς «η κυβέρνηση πρέπει να κυβερνά και οι πολίτες να ακολουθούν». Υπό οποιουσδήποτε όρους; Βεβαίως όχι! «Αυτό που πρέπει να μας προβληματίζει περισσότερο», τονίζει, «είναι αν έχουμε καλή ή κακή κυβέρνηση, και ποια η δυνατότητα των θεσμών αλλά και των πολιτών να ελέγχουν την εξουσία».
Στην Κύπρο δυστυχώς βρισκόμαστε μακριά από τη δημιουργία μιας τέτοιας πολιτικής κουλτούρας. Εξακολουθώ όμως να δηλώνω αισιόδοξος, παρότι τόσο ο Δημήτρης Χριστόφιας όσο και ο Νίκος Αναστασιάδης μπορούν να αισθάνονται δυστυχείς διότι στην ιστορία της κυπριακής προεδρίας υπήρξαν οι πλέον «αδύναμοι θεσμικά» Πρόεδροι. Αυτό δεν θα πρέπει να το εκλαμβάνουν ως προσωπική πολιτική τους αποτυχία, αλλά ως μια επιτυχία της ίδιας της κοινωνίας, η οποία σταδιακά αποκτά δημοκρατικά και συνάμα πατριωτικά αντανακλαστικά. Όπως κάποτε είπε ο Αμερικανός συγγραφέας Έντουαρντ Άμπι, «ένας πατριώτης πρέπει να είναι πάντα έτοιμος να υπερασπίσει τη χώρα του ενάντια στην κυβέρνησή του». Αυτή η στάση ενισχύει τη Δημοκρατία και απελευθερώνει από τους ώμους των πολιτικών ένα βάρος που ούτως ή άλλως δεν μπορούν να σηκώσουν μόνοι τους.