Ως φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής με κατεύθυνση την Ιστορία, είχα μεταξύ άλλων την υποχρέωση να αποδελτιώσω έναν εκ των απομνημονευματογράφων του αγώνα του 1821. Διάλεξα τα απομνημονεύματα του Παλαιών Πατρών Γερμανού από περιέργεια περισσότερο. Ήθελα να δω πώς περιγράφει εκείνες τις ηρωικές στιγμές της 25ης Μαρτίου όταν μπροστά σε όλους τους Έλληνες οπλαρχηγούς κήρυξε την επανάσταση. Διήλθα το σύντομο βιβλιαράκι που δανείστηκα από το σπουδαστήριο ιστορίας, αλλά με έκπληξη διαπίστωσα μια… μεγάλη παράλειψη. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν έλεγε ούτε λέξη για τη μεγαλύτερη στιγμή της ζωής του. Η έκπληξή μου συνοδεύτηκε από το καλοκάγαθο χάχανο της μακαριστής καθηγήτριάς μου Βασιλικής Παπούλια, η οποία με διαβεβαίωσε ότι αυτή την ιστορία την κατέγραψε μετά από 30 χρόνια ένας Γάλλος περιηγητής, ο Πουκεβίλ, που περιδιάβασε την Ελλάδα για να γράψει το βιβλίο του. Η κατασκευή αυτού του μη ιστορικού γεγονότος δεν έγινε με κακή πρόθεση. Κάθε λαός αναζητά μια σημαδιακή ημερομηνία, ένα ξεκίνημα, το οποίο εν προκειμένω γεννήθηκε στην Αγία Λαύρα. Με την Εκκλησία να πρωτοστατεί σε αυτή την ασήμαντη χάλκευση για ευνόητους λόγους: «Η Εκκλησία είναι πάντα μπροστάρης στους απελευθερωτικούς αγώνες»!
Χωρίς κανείς να υποβαθμίζει τη σημασία του αγώνα ενός λαού να κερδίσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία του, ένας μεγαλύτερος αγώνας έχει να κάνει με το πώς στη συνέχεια γράφει την ιστορία του. Κι αυτό γιατί η σημασία της ιστορίας δεν έχει να κάνει με αυτούς που την έζησαν, αλλά μ’ αυτούς που θα τη διαβάζουν τις επόμενες δεκαετίες. Το εθνικό ήθος, με λίγα λόγια, που είναι το ζητούμενο από την ανάγνωση της ιστορίας, για να είναι «εθνικό» πρέπει να είναι και αληθές, κατά πώς το έγραψε και ο Διονύσιος Σολωμός.
Η διδασκαλία
Πώς μας «μεταλαμπαδεύεται» σήμερα σε πανελλήνια διδασκαλία η Επανάσταση του 1821; Επιτρέψτε μου εδώ μια παρέκβαση: Το ρήμα δεν χρησιμοποιείται τυχαία. Αρύεται τον συνειρμό του από την αρλούμπα δίκην συνέντευξης που έδωσε ο κ. Ζουράρις πρόσφατα σε έντυπο στην Αθήνα: «Εγώ είμαι Πυρίκαυστος Ελλάδα (…) που θα πατήσει ξανά πόδι στο Βερολίνο» με τους μεταφραστές της νοηματικής να τρέχουν και πάλιν να μην συφτάνουν. Πώς διδάσκεται όμως η ιστορία μας και δη η πιο σημαντική επανάσταση ενός έθνους, η οποία δρομολόγησε τη διαδικασία συγκρότησης κράτους, γέννησε τη Μεγάλη Ιδέα και τον Αλυτρωτισμό και εξέθρεψε (για να θέσουμε και την Κύπρο στη μεγάλη εικόνα) το ενωτικό κυπριακό κίνημα που έλκει την καταγωγή του από το 1827;
- Υπηρετώντας το εθνικό ανάδελφο ψώνιο, δεν διδάσκεται συνδυαστικά με τον Διαφωτισμό, την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, ωσάν να προέκυψε από το πουθενά. Συνήθως τα βιβλία διδασκαλίας ξεκινούν με το συνέδριο του Βερολίνου του 1815, όπου λίγο-πολύ στη συνέχεια προβάλλεται η γνωστή απλοϊκή προσέγγιση ότι όλοι οι κακοί βασιλείς και αυτοκράτορες και ο παγκάκιστος Μέτερνιχ επιχείρησαν να την καταπνίξουν εν τη γενέσει της. Συμπέρασμα: Στο πολιτικό DNA των απανταχού Ελλήνων από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού αποτυπώνεται, εν είδει κόμπλεξ κατωτερότητας, η ψευδής εντύπωση ότι όλοι οι ξένοι μάς κατατρέχουν.
- Εξωραΐζεται στα όρια της παραχάραξης η στάση της Εκκλησίας, στην οποία αποδίδεται εθναρχικός ρόλος. Στην πραγματικότητα ο επικεφαλής του έθνους πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ ή ο Κύπριος εθνάρχης και φοροσυλλέκτης του σουλτάνου Κυπριανός, καθώς και οι περισσότεροι βολεμένοι Φαναριώτες, υπήρξαν υποχείρια του σουλτάνου. Όλοι αυτοί, μέχρι την πολιτικά σταθμισμένη εκτέλεσή τους για παραδειγματισμό, πολέμησαν με πάθος τους Έλληνες διαφωτιστές, αφόρισαν τον Ρήγα Φεραίο, έστειλαν εις το πυρ το εξώτερον τη Φιλική Εταιρεία, τον Υψηλάντη και τους επαναστατημένους στη νότια Ελλάδα. Ακόμα και τον ηρωικώς πεσόντα στο Μανιάκι Παπαφλέσσα τον χαρακτήριζαν «εξωνημένο». Συμπέρασμα: Στα παιδιά μας διδάσκεται ότι η Εκκλησία υψώνει λάβαρα ελευθερίας, ορκίζει παλικάρια, με αποτέλεσμα να συντηρεί ιστορικά έναν ρόλο ηθικού καθοδηγητή, δυσανάλογο της προσφοράς της, ο οποίος μάλιστα έχει εμφιλοχωρήσει και στον χώρο της πολιτικής, στη δε Κύπρο και στον χώρο της προνομιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας.
- Υποβαθμίζεται η σφαγή 30.000 αμάχων Τούρκων στην Τρίπολη το 1821 από τα στρατεύματα του Κολοκοτρώνη, πράξη που εξώθησε ακόμα και τους μεγαλύτερους φιλέλληνες να διαρρήξουν τα ιμάτιά τους. Ήταν η πρώτη πράξη εθνικού ξεκαθαρίσματος στα Βαλκάνια, αλλά κανένα ελληνικό εγχειρίδιο ιστορίας δεν το παραδέχεται. Απεναντίας, προβάλλεται η μικρότερης έκτασης και εξίσου απαράδεκτη σφαγή της Χίου και των Ψαρών, που έγιναν ως αντίποινο από τους Τούρκους. Συμπέρασμα: Η ελληνική ιστοριογραφία προβάλλει μονομερώς τις τουρκικές βαρβαρότητες, υποβαθμίζοντας τις ελληνικές, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η έχθρα με την Τουρκία, η οποία εντάθηκε λόγω της μικρασιατικής καταστροφής το 1922 και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλεισθεί μία ακόμα πολεμική αναμέτρηση.
- Προβάλλεται ορθά ο ανείπωτος ηρωισμός του πρώτου έτους της επανάστασης, αλλά υποβαθμίζεται συνειδητά ο πανεθνικός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων, οι δολοφονίες οπλαρχηγών, η κόντρα εξουσίας μεταξύ Πελοποννησίων και Στερεοελλαδιτών και Υδραίων. Το 1827 και ενώ ο Ιμπραήμ πασάς λυμαίνεται τη Στερεά και την Πελοπόννησο, ο Γρίβας, φρούραρχος του Παλαμηδίου, βομβαρδίζει ανηλεώς με τα κανόνια του την Ακροναυπλία υπό τον Φωτομαρά, και τανάπαλιν. Η Ύδρα με τους Κουντουριώτηδες κηρύσσει πόλεμο κατά του Καποδίστρια, ο οποίος στέλνει τον Κανάρη να την καταστείλει. Τον συλλαμβάνει ο Μιαούλης, ο οποίος μετά πολιορκεί το Ναύπλιο και τον Πόρο και πυρπολεί τη μεγάλη φρεγάτα «Ελλάς» που η Ελλάδα αγόρασε με δάνειο. Με λίγα λόγια ο Ιμπραήμ πασάς είχε στην ουσία καταστείλει την επανάσταση, η οποία είχε αποτύχει. Αν δεν παρενέβαιναν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής στο Ναβαρίνο, ίσως η Ελλάδα να παρέμενε ως επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για πολύ περισσότερο. Συμπέρασμα: Η Ελληνική Επανάσταση ήταν περισσότερο ένας τρίτος γύρος του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά ουδείς έμαθε από τις πικρές αναφορές του Θουκυδίδη. Αν η ιστορία δεν μορφώνει, επαναλαμβάνεται εσαεί ως φάρσα, είτε με την κόντρα Βενιζέλου -Κωνσταντίνου το 1914, είτε με τον Εμφύλιο το 1945, είτε με τη δικτατορία του 1967, είτε το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο το 1974. Η στάση αυτή της διχόνοιας, της πολιτικής ανευθυνότητας, των ανόητων παλληκαρισμών και της παράδοσης καμένης γης από τη μια πολιτική ηγεσία στην άλλη, αποτελεί πολιτική πρακτική του σήμερα, ίνα πληρωθεί το ρηθέν του Ζαν-Πολ Σαρτρ «ότι κανένας λαός δεν μαθαίνει από την ιστορία του».
- Ο μόνος Έλληνας πολιτικός αυτής της περιόδου, που παρά τις εμμονές του πάσχισε να κτίσει ένα νέο ευρωπαϊκό ελληνικό κράτος, το οποίο ίδρυσαν και επέβαλαν περισσότερο οι μεγάλες δυνάμεις και όχι ο μεγαλειώδης αγώνας των Ελλήνων, ήταν ο Καποδίστριας, ο οποίος όμως βρέθηκε απέναντι στους κλέφτες, τους αρματολούς, τους πυρπολητές, τους κοτζαμπάσηδες και τους ιεράρχες του έθνους. Οι οποίοι και τον δολοφόνησαν σε ένα στενοσόκακο του Ναυπλίου στις 9 Οκτωβρίου 1831. Αυτή την τεράστια προσωπικότητα το πανελλήνιο βιβλίο ιστορίας της τρίτης Λυκείου την προσπερνά σε μισή σελίδα. Συμπέρασμα: Οι πολιτικοί με όραμα που θέλουν να διορθώσουν το κράτος ακόμα και σήμερα δεν έχουν κανένα μέλλον, ούτε θέση ανάμεσά μας. Ο ελληνικός λαός έχει εκπαιδευθεί ιστορικά να ακολουθεί τους ψεύτες, τους κλέφτες και τους λαϊκιστές, με την αρπαχτή να έχει αναδειχθεί σε εθνικό σπορ.
Η αναλογία
Είμαι σίγουρος ότι θα κατηγορηθώ ότι επιχειρώ να μειώσω τη σημασία της Ελληνικής Επανάστασης από τις γνωστές πατριωτικές χορωδίες του ελληνικού χώρου. Η κάθε επανάσταση έχει μεγαλειώδεις στιγμές αλλά και στιγμές ντροπής. Επιμένω λοιπόν ότι όλα πρέπει να λέγονται για να μπορούν οι νέες γενιές να εμπνέονται και από το μεγαλείο, αλλά κυρίως να μαθαίνουν από τα λάθη των παλαιοτέρων. Αν κάτι δεν συνέβη στον ελληνικό χώρο από το 1821 και εξής είναι ότι η Ελλάδα δεν έμαθε από τα λάθη της. Η Ελλάδα ξεκίνησε την πορεία της ως κράτος με το αθάνατο, πλην νοθευμένο, κρασί του 1821 και έκτοτε πορεύεται τρελή κι αλλοπαρμένη, παίρνοντας τις περισσότερες φορές μαζί της και την Κύπρο, σε ατραπούς που οδηγούν σε αδιέξοδα. Οι πολιτικοί της απλώς φόρεσαν κουστούμια, αλλά συμπεριφέρονται όπως οι πάλαι ποτέ φουστανελάδες, κλέφτες, αρματολοί και κοτζαμπάσηδες. Η χώρα, όπως και το 1821, είναι ένα απέραντο πεδίο μάχης, με τον νικητή κάθε φορά να δικαιούται τα λάφυρα.