Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Γιατί η λύση του Κυπριακού θέλει τόλμη και γοητεία;

 Από τη σύσκεψη των Αθηνών το 1974 στα ίδια αδιέξοδα του 2020 



Του Διονύση Διονυσίου 

Κάποιοι στην Κύπρο, και δεν μιλώ μόνο για τους πολιτικούς αλλά και για κάθε πολίτη αυτής της χώρας, κάνουν πώς δεν γνωρίζουν πού βρισκόμαστε στο Κυπριακό. Σε μεγάλο βαθμό ισχύει το φαινόμενο του στρουθοκαμηλισμού. Ο στρουθοκάμηλος χώνει το κεφάλι του στην άμμο και αφήνει το τεράστιο κορμί του εκτός, νομίζοντας ότι επειδή δεν βλέπει αυτός, δεν τον βλέπουν και αυτοί που τον κυνηγούν. 


Οι πολιτικοί 


Ενημερώνοντας το λήμμα «Εισβολή 1974» στην εγκυκλοπαίδεια www.polignosi.com ξαναθυμήθηκα εκείνη την κρίσιμη Πανεθνική Σύσκεψη στην Αθήνα από τις 30-1η Δεκεμβρίου 1974 λίγο πριν την επιστροφή του Προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο. Κάποια αποσπάσματά της δημοσιεύθηκαν στον Τύπο στην Κύπρο και επίσης τα πλήρη πρακτικά της βρίσκονται στο Αρχείο Καραμανλή. Η σύσκεψη είχε ως σκοπό την ανασκόπηση της κατάστασης 5 μήνες μετά την εισβολή για να προχωρήσει στη λήψη στρατηγικών αποφάσεων. Σε αυτή τη σύσκεψη ήταν όλοι παρόντες: Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο ΥΠΕΞ Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Πρόεδρος Μακάριος, ο Γλαύκος Κληρίδης, ο Σπύρος Κυπριανού, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, ο πρέσβης Μιχάλης Δούντας, ο Δημήτρης Μπίτσιος και άλλοι. 



Η ανασκόπηση


Ας θυμηθούμε πώς έβλεπαν τα πράγματα οι βασικοί πρωταγωνιστές πριν ακριβώς 46 χρόνια, έχοντας εκ των υστέρων το προνόμιο να κρίνουμε τις σκέψεις και τις αποφάσεις τους: 


Μακάριος: «Είμεθα υποχρεωμένοι να αρχίσωμεν από μίαν πραγματικότητα την οποίαν δεν δυνάμεθα να παραγνωρίσωμεν. Οι Τούρκοι κατέχουν το 40% της νήσου. Δεν μπορούμεν να τους εκδιώξωμεν διά των όπλων. Δεν συμμερίζομαι μερικάς απόψεις αι οποίαι εκφράζονται εν Ελλάδι και εν Κύπρω, ότι δηλαδή η Ελλάς θα ηδύνατο ίσως αργότερον διά πολέμου να εκδιώξη εκ της Κύπρου τους Τούρκους».


Καραμανλής: «Εάν υπήρχε δυνατότης θα το επεδιώκαμεν. Αλλά δυστυχώς είναι απραγματοποίητον λόγω των γεωγραφικών δεδομένων. Σας αποκαλύπτω ότι εις τας 14 Αυγούστου απεφασίσαμεν την κήρυξιν του πολέμου κατά της Τουρκίας και αναθέσαμεν εις το Επιτελείον την πραγματοποίησιν του εγχειρήματος. Κατόπιν όμως των συστάσεων του Επιτελείου εις τας 21 Αυγούστου το σχέδιον εματαιώθη».


Αβέρωφ: «Εις τας 14 Αυγούστου ο Πρόεδρος έλαβε την απόφασιν. Εγώ διεφώνησα. Ο Πρόεδρος επέμεινε να στείλωμεν μίαν μεραρχίαν εις την Κύπρον. Εζητήσαμεν από τους Άγγλους αεροπορικήν κάλυψιν. Οι Άγγλοι απέρριψαν το αίτημά μας. Κατόπιν τούτου, ο Πρόεδρος εισηγήθη να επιβώμεν εκείνος (ο κ. Καραμανλής) και εγώ της νηοπομπής και να πάμε στην Κύπρο. Βέβαιοι ότι οι Τούρκοι δεν θα μας εβομβάρδιζαν, εφόσον θα εκάναμεν γνωστόν ότι ο κ. Καραμανλής θα επέβαινε της νηοπομπής. Τελικώς όμως επείσθημεν περί του ματαίου της επιχειρήσεως» (σελ. 21-22).


Ο άχρηστος ΟΗΕ και οι ΗΠΑ 


Καθολική υπήρξε επίσης η διαπίστωση ότι ελάχιστα θα μπορούσε να αναμένει η Κύπρος από τον ΟΗΕ:


Κληρίδης: «Θα ήθελα να προσθέσω ότι δεν πρέπει να δίδεται η εντύπωσις, εις τον κυπριακόν λαόν, ότι το Κυπριακόν μπορεί να λυθή μέσω των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό δημιουργεί ψευδαισθήσεις».


Καραμανλής: «Λύσιν δεν δίδουν, απλώς δημιουργούν ένα κλίμα ευνοϊκόν». 


Κληρίδης: «Αλλά δεν βλέπω τους ισχυρούς να υλοποιούν το κλίμα αυτό. Χαρακτηριστικόν είναι το μήνυμα το οποίον απέστειλε ο Κίσινγκερ αμέσως μετά την δημοσίευσιν του ανακοινωθέντος της [αμερικανοσοβιετικής] Διασκέψεως Κορυφής του Βλαδιβοστόκ, ότι το Κυπριακόν δεν συνεζητήθη εις το Βλαδιβοστόκ και ότι απλώς περιελήφθη εις το ανακοινωθέν διά λόγους εντυπώσεων» (σελ. 29-30). 


Οι ΗΠΑ


Λιγότερο ομόφωνες ήταν οι εκτιμήσεις όσον αφορά τον καθοριστικό ρόλο των ΗΠΑ. Το εντυπωσιακό είναι ότι στις καλές υπηρεσίες της Ουάσινγκτον φαίνεται να εναποθέτουν κάθε ελπίδα εκείνοι ακριβώς που έχουν καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση ως οι πιο αντι-Αμερικανοί. Με πρώτο και καλύτερο, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ο οποίος από το 1964 φλέρταρε με τη Μόσχα.


Μακάριος: «Είμαι βέβαιος ότι [οι Τούρκοι] δεν σκέπτονται την τουρκοποίησιν των 40%. Δεν επιστρέφουν όμως αμέσως το πλεονάζον του πραγματικού σχεδίου των, διά λόγους διαπραγματευτικούς. Θα ήτο ευχής έργον να επιστραφή η επί πλέον περιοχή χωρίς δεσμεύσεις και ανταλλάγματα εκ μέρους ημών. Ο Κίσινγκερ ήλπιζε εις ωρισμένας παραχωρήσεις άνευ ανταλλαγμάτων. Αλλά αι παραχωρήσεις αύται δεν ήσαν σοβαραί. Το γεγονός ότι σήμερον δεν υπάρχει τουρκική κυβέρνησις είναι και αυτό εις βάρος μας. Δυστυχώς δύο φορές εδοκίμασεν ο Κίσινγκερ να πάει στην Τουρκία, αλλά δεν υπήρχε κυβέρνησις» (σελ. 25).


Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Τάσσος Παπαδόπουλος: «Έχω την εντύπωσιν ότι η κυριωτέρα μας ελπίς είναι η άσκησις πιέσεως επί της Τουρκίας υπό άλλων δυνάμεων και δη υπό της Αμερικής» (σελ. 47).


Ο Κληρίδης, αντίθετα, εμφανίζεται περισσότερο σκεπτικιστής: «Οσον αφορά τον αμερικανικόν παράγοντα, το μάξιμουμ που μπορεί να προσφέρει είναι να κρατήσει τώρα τους Τούρκους να μην κινηθούν. Αλλά η λύσις την οποίαν ευνοεί είναι αι δύο ζώναι ή δύο περιοχαί τουρκικαί, εκ των οποίων η μία προς βορράν μεγάλη. Οι Βρετανοί είναι σαφώς υπέρ διχοτομικού σχεδίου. Ο ρωσικός παράγων δεν είναι διατεθειμένος να κινηθή δυναμικώς διά να εκδιώξη τους Τούρκους, και δεν επιδεικνύει διάθεσιν να αναμειχθή εις τα εσωτερικά μας» (σελ. 28).



Διαπραγμάτευση ή όχι; 


Το κρίσιμο ερώτημα αφορούσε, φυσικά, την πιθανότητα βελτίωσης της κατάστασης μέσα από διαπραγματεύσεις. Ο Κληρίδης ενημερώνει τους συνομιλητές του ότι «οι Τούρκοι δεν δέχονται καμίαν μορφήν λύσεως η οποία να έχει την μορφήν ενιαίου κράτους», αλλά «επιμένουν επί γεωγραφικής ομοσπονδίας». Εκτιμά, μάλιστα, ότι «δεν αποκλείεται να δεχθούν μίαν μεγάλην περιοχήν εις τα βόρεια με άνοιγμα προς την θάλασσαν και δύο ή τρία καντόνια αλλαχού» (σελ. 12). 


Μακάριος: «Τίθεται λοιπόν σήμερον το ερώτημα: Να δεχθώμεν γεωγραφικήν ομοσπονδία; Και ποίον ποσοστόν μπορούμεν να επιτύχωμεν; Εάν οι Τούρκοι πρόκειται να μας επιστρέψουν μόνον το 10% των όσων κατέλαβον και ημείς να υπογράψωμεν, τότε είναι προτιμότερον να έχουν το 40% χωρίς να υπογράψωμεν» (σελ. 22).


Κληρίδης: «Νομίζω ότι η παράτασις της σημερινής καταστάσεως, χωρίς λύσιν, θα είναι καταστρεπτική. Όσον αφορά το θέμα που έθεσε ο Μακαριώτατος, κατά πόσον θα πρέπει να δεχθώμεν την «αρχήν» [της ομοσπονδίας] χωρίς να έχομεν συγκεκριμένας προτάσεις, νομίζω ότι διά να γίνει διάλογος μπορούμεν να δεχθούμε την αρχή υπό ωρισμένας προϋποθέσεις». 


Δούντας: «Όσον αφορά την ακολουθητέαν στρατηγικήν, νομίζω ότι μπορεί να γίνη αποδοχή επί διερευνητικής βάσεως» (σελ. 30-31).


Αβέρωφ: «Θεωρώ καταστρεπτικήν την παράτασιν της σημερινής καταστάσεως. Όσον περισσότερον κυματίζει η τουρκική σημαία εις ένα μέρος, τόσον δυσκολώτερα θα μπορέσουμε να την υποστείλωμεν» (σελ. 35).


Κυπριανού: «Φοβούμαι ότι εάν δεχθώμεν την γεωγραφική ομοσπονδία, θα φύγει ο ελληνισμός της Κύπρου και θα καταληφθεί ολόκληρο το νησί από τους Τούρκους. [...]


Κληρίδης: «Και εάν διατηρήσουν οι Τούρκοι το 40% δεν κινδυνεύει να καταληφθή ολόκληρος η Κύπρος»; 


Καραμανλής: «Οι Τούρκοι δεν αποβλέπουν εις κατάκτησιν ολοκλήρου της νήσου. Εάν ήθελαν, θα την κατελάμβαναν. Από την διεξαχθείσαν συζήτησιν δεν διαπιστώνω σύμπτωσιν γνωμών όσον αφορά την εκτίμησιν της καταστάσεως. Στο νησί υπάρχει μια δραματική κατάστασις. [...] Αντιλαμβάνεσθε ότι με την πάροδον του χρόνου εξασθενεί η θέσις μας. Τουναντίον οι Τούρκοι ομιλούν από θέσεως ισχύος. Ο χρόνος τρέχει εις βάρος μας» (σελ. 37-9).


Αρκετά αισιόδοξος, όσον αφορά τις προοπτικές, αλλά και τα χρονικά περιθώρια επίλυσης του Κυπριακού, δήλωνε, τέλος, ο Τάσσος Παπαδόπουλος: «Δέχομαι την άποψιν του κ. Αβέρωφ ότι εάν κυματίση η τουρκική σημαία επί πολύ εις τα κατακτηθέντα κυπριακά εδάφη, θα είναι δύσκολον ύστερα να την κατεβάσουμε. Πιστεύω ότι θα παρέλθουν δύο έως τρεις μήνες πριν γίνει δεκτή από τους Τούρκους οιαδήποτε δική μας πρότασις. Σε τρεις μήνες όμως δεν μπορεί να μεταβληθή η κατάστασις. [...] Εφόσον ο Κίσινγκερ δεν έχει χάσει τας ελπίδας του δι' ένα πολυπεριφερειακόν ομοσπονδιακόν σύστημα, πώς θα το εγκαταλείψωμεν εμείς;» (σελ. 42-3).


Το πολιτικό κόστος


Με βάση τα πιο πάνω φαίνεται ότι οι Μακάριος - Κυπριανού και Τάσσος κινούνταν προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης μιας σκληρής γραμμής. Όχι γιατί δεν αντιλαμβάνονταν την κατάσταση που επικρατούσε, αλλά διότι φοβούνταν να πουν κάποιες αλήθειες στον κυπριακό λαό: 


Μακάριος: «Εάν προβώμεν εις υποχωρήσεις από τούδε, και οι πρόσφυγες θα αντιδράσουν και οι Ελληνοκύπριοι γενικώτερον θα δυσαρεστηθούν. Διότι δικαίως θα είπουν ότι προέβην εις παραχωρήσεις πριν ακόμη έλθω εις επαφήν μαζί τους, και πριν διαπιστώσω προσωπικώς την κατάστασιν. [...] Δεν θα ήθελα να σημειωθούν προ της μεταβάσεώς μου εις Κύπρον επεισόδια. Τούτο θα δώσει αφορμήν ώστε να δικαιωθούν αυτοί που αντιδρούν εις την μετάβασίν μου στην Κύπρο» (σελ. 39-41).


Παπαδόπουλος Τάσσος: «Πιστεύω ότι αφ' ης στιγμής θα δεχθώμεν την αρχήν [της ομοσπονδίας], και κατά συνέπειαν θα αποδεχθώμεν ότι μεγάλο μέρος των προσφύγων δεν θα επιστρέψει εις τας εστίας του, τότε θα αντιμετωπίσωμεν κατακραυγήν εναντίον της κυπριακής κυβερνήσεως, κατακραυγήν εναντίον της ελληνικής κυβερνήσεως και φυγήν των δυναμικών στοιχείων της Κύπρου. Εάν οι Ελληνοκύπριοι αντιληφθούν ότι εν πάση περιπτώσει ένα μεγάλο τμήμα της Κύπρου θα γίνει τουρκικόν, τότε οι πρόσφυγες θα στραφούν εναντίον μας. Τότε η ΕΟΚΑ Β' και σημαντικόν τμήμα του ελληνικού πληθυσμού θα έχει ως σύνθημα την διπλήν ένωσιν. Και το σύνθημα αυτό θα έχει απήχησιν. Ίσως αυτό δεν είναι λογικόν, αλλ' εν πάση περιπτώσει το αίσθημα αυτό θα δημιουργηθεί».


Κληρίδης: «Δεν υπάρχει τέτοιο σύνθημα. Ίσως οι πρόσφυγες ανθέξουν λίγο, αλλά ύστερα θα στραφούν εναντίον μας» (σελ. 31).


Κληρίδης vs Μακάριος


Στην πραγματικότητα στην πανεθνική αυτή σύσκεψη υπήρχαν δύο ξεκάθαρες γραμμές. Η γραμμή Κληρίδη και η γραμμή Μακαρίου. Οι διάλογοι είναι όντως αποκαλυπτικοί: 


Κληρίδης: «Επαναλαμβάνω ότι πρέπει να συνειδητοποιήσωμεν την πραγματικότητα και να χαράξωμεν μίαν ρεαλιστικήν γραμμήν. Δεν με ανησυχεί τι θα πει η κοινή γνώμη στην Κύπρο. Πρέπει να γίνη μια θυσία. Ο άνθρωπος που θα υπογράψη αυτήν την λύσιν θα καταστραφή πολιτικώς, αλλά πρέπει να αναλάβη τας ευθύνας του. Εάν δεν καταλήξωμεν εις μίαν συμφωνίαν, δεν είμαι διατεθειμένος να συνεχίσω ως διαπραγματευτής. Άλλος πρέπει να αναλάβη αυτήν την διαπραγμάτευσιν. Εγώ δεν πιστεύω εις αυτήν την πολιτικήν».


Μπροστά στην τοποθέτηση αυτή του Γλαύκου Κληρίδη συζητήθηκαν διάφορες τακτικές κινήσεις στη διαπραγμάτευση, ωστόσο ο Πρόεδρος Μακάριος έκοψε τη συζήτηση: 


Μακάριος: «Διαφωνώ επί του καθορισμού δευτέρας και τρίτης γραμμής υποχωρήσεως. Διότι τότε θα πάμε απευθείας εις την τρίτην γραμμήν. [...] Προτιμώ οι Τούρκοι να κρατούν εναντίον της θελήσεώς μας το 40% παρά το 28% με την θέλησίν μας» (σελ. 48-49).




Η γραμμή Μακαρίου


Αργότερα το 1977 ο Πρόεδρος Μακάριος υπέγραψε τη συμφωνία υψηλού επιπέδου με τον Ντενκτάς που έκανε λόγο για ομοσπονδία αλλά ο γρήγορος θάνατός του δεν επέτρεψε να εμπεδωθεί αυτή η πολιτική.

Οι διάδοχοι του Σπύρος Κυπριανού με τη στήριξη στο Κυπριακό του Τάσσου Παπαδόπουλου, με το ΑΚΕΛ να αποδέχεται τις πολιτικές της Σοβιετικής Ένωσης και του Εζεκία Παπαιωάννου που θεωρούσε κάθε πρόταση λύσης Νατοϊκή, ακολούθησαν στην πραγματικότητα τη γραμμή Μακαρίου όπως αυτή διατυπώθηκε το 1974 και σίγουρα όχι τη στροφή Μακαρίου στις Συμφωνίες Κορυφής.

Ποια ήταν η γραμμή Μακαρίου; «Προτιμώ οι Τούρκοι να κρατούν εναντίον της θελήσεώς μας το 40% παρά το 28% με την θέλησίν μας». Ο συμβιβασμός που πέτυχε ο Μακάριος το 1977 για ομοσπονδία στην κυριολεξία πετάχθηκε την επόμενη δεκαετία στον κάλαθο των αχρήστων». 


Ο Βασιλείου


Μια πραγματική στροφή στη γραμμή Μακαρίου του 1977 επιχείρησε ο Γιώργος Βασιλείου, αποδεχόμενος το σχέδιο Γκάλι υιοθετώντας ανοικτά και ξεκάθαρα τη λύση ομοσπονδίας. Στη γραμμή αυτή πορεύτηκε και το ΑΚΕΛ το οποίο με κάθε τρόπο υπερτόνιζε ότι τη λύση ομοσπονδίας τη συμφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. 

Δυστυχώς ο Γλαύκος Κληρίδης για να εκλεγεί στην Προεδρία συμπορεύτηκε το 1993 με το ΔΗΚΟ, ακόμα και με τον Τάσσο, ξεχνώντας αυτά που είπε στην Πανεθνική το 1974. Οτι δηλαδή πρέπει να «να χαράξωμεν μίαν ρεαλιστικήν γραμμήν. Δεν με ανησυχεί τι θα πει η κοινή γνώμη στην Κύπρο. Πρέπει να γίνη μια θυσία. Ο άνθρωπος που θα υπογράψη αυτήν την λύσιν θα καταστραφή πολιτικώς, αλλά πρέπει να αναλάβη τας ευθύνας του».


Ο Γλαύκος Κληρίδης επανήλθε δυναμικά στη γραμμή του το 2003-4 όταν στήριξε το σχέδιο Ανάν. Ίσως εδώ κάποιος σημειώσει ότι ο Κληρίδης πέτυχε το 2004 ένα πολύ πιο πλήρες σχέδιο σε σχέση με το πλαίσιο Γκάλι. Πέτυχε ένα σχέδιο λύσης το οποίο θα μπορούσε να υλοποιηθεί με περισσότερη ασφάλεια για τους Ε/Κ εντός της Ευρώπης. Ο χρόνος βέβαια από την άλλη εμπέδωνε καταλυτικά τα τετελεσμένα της εισβολής. 


Τάσσος - Χριστόφιας


Τα επόμενα 10 χρόνια οι δύο επόμενοι Πρόεδροι δεν προχώρησαν σε λύση. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος απέρριψε το σχέδιο Ανάν (ενώ οι Τ/Κ το υπερψήφισαν) ο Δημήτρης Χριστόφιας δεν τόλμησε να κλείσει την εσωτερική πτυχή στην παρουσία του Μπαν Κι μουν το 2010. Οι Τ/Κ και πάλιν διά του Ταλάτ ήταν έτοιμοι να υπογράψουν. Αυτές οι δύο αρνήσεις δυστυχώς μας κατατρέχουν μέχρι σήμερα, με την Τουρκία σταδιακά να εμπεδώνει τη θέση διεθνώς ότι οι Ε/Κ δεν θέλουν λύση.



Ο Αναστασιάδης


Τελικά το 2013 ήρθε η στιγμή η ε/κ πλευρά να πάρει τη ρεβάνς. Εξέλεξε τον Νίκο Αναστασιάδη ο οποίος το 2004 αποδεδειγμένα ήθελε λύση, ήταν ο πολιτικός ο οποίος κληρονόμησε τον ρεαλισμό του Γλαύκου Κληρίδη, οπότε μπορούσε να βγάλει την Κύπρο από το αδιέξοδο. 

Με βάση ωστόσο τη μέχρι στιγμής πολιτική που ακολουθεί φαίνεται ότι έχει ανακρούσει πρύμναν. Από τον Κληρίδη δεν φαίνεται να κράτησε κάτι, πλην ίσως της ανακολουθίας του το 1993 όταν δηλαδή πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων το σχέδιο Γκάλι για να εκλεγεί. 

Μετά μάλιστα τη διάσκεψη του Κραν Μοντανά το 2017 ο Νίκος Αναστασιάδης μάλλον επιστρέφει και αυτός στη γραμμή Μακαρίου του 1974: «Προτιμώ οι Τούρκοι να κρατούν εναντίον της θελήσεώς μας το 40% παρά το 28% με την θέλησίν μας». 


Τι πρέπει να κάνουμε; 


Αν σταθούμε στα συμπεράσματα της Πανεθνικής εκείνης σύσκεψης μετά την εισβολή του 1974 και συνυπολογίσουμε τον χρόνο που διέρρευσε, τις νίκες και τις ήττες μας από τότε, σε ποια συμπεράσματα μπορούμε να καταλήξουμε:


1. Σε αυτό που είπε ο Μακάριος ότι δεν μπορούμε με πόλεμο να ανατρέψουμε την εισβολή, Μετά από 46 χρόνια η θέση αυτή ηχεί ως ρεαλιστική. 

2. Σε αυτό που είπε ο Κληρίδης ότι κάποιος πολιτικός πρέπει να αναλάβει την ευθύνη κι ας καταστραφεί λέγοντας την αλήθεια στον λαό ότι η μοναδική λύση είναι ο συμβιβασμός. Αυτή την αλήθεια δεν βρέθηκε ακόμα πολιτικός να την ασπαστεί μέχρι τέλους. 

3. Σε αυτό που έπραξε ο Γιώργος Βασιλείου αναγνωρίζοντας επίσημα και θαρραλέα το 1988 ότι η μοναδική λύση που υπάρχει στο τραπέζι είναι η ομοσπονδία. Όλοι πιπιλάνε τη λύση ομοσπονδίας αλλά κανένας δεν τολμά να κάνει το βήμα παρακάτω. 

4. Οφείλουμε να επενδύσουμε στην καλή οικονομία και το βιοτικό επίπεδο του λαού μας, επιθετικά. Μετά το 1974 σαφέστατα πετύχαμε πολύ περισσότερα ως ε/κ κοινότητα σε σχέση με την τ/κ Κοινότητα. Θα πρέπει να εκμεταλλευθούμε αυτή την οικονομική κατάσταση στέλνοντας μήνυμα επανένωσης στους Τ/Κ με αξιοπιστία. Ότι μπορούμε χωρίς ξένους πάτρωνες.

5. Η ένταξή μας στην ΕΕ ήταν μεγάλη νίκη και θα μπορούσε να ανατρέψει σοβαρά κάποια από τα τετελεσμένα της εισβολής. Χωρίς την ένταξη και των Τ/Κ στην Ευρώπη, αυτή η πολιτική έδειξε ότι δεν έχει ανάλογο αντίκρισμα. 

 

Δυστυχώς οι διαφωνίες του 1974 παραμένουν ακόμα διαφωνίες του 2020. Η Τουρκία μετά το 2004 όταν κατάφερε (δίκαια ή άδικα) να αποσείσει από πάνω της την εισβολή και την κύρια ευθύνη για το αδιέξοδο, έχει αποθρασυνθεί και προχωρεί στο επόμενό της βήμα. Που φαίνεται να είναι τα δύο κράτη και ο γεωπολιτικός έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου. Ανοίγει την Αμμόχωστο, ελέγχει τη θάλασσα γύρω από την Κύπρο, εξαφανίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα διά των εποίκων, οδηγεί σε αποαναγνώριση την Κυπριακή Δημοκρατία.

Η ρήση του Μακαρίου «Προτιμώ οι Τούρκοι να κρατούν εναντίον της θελήσεώς μας το 40% παρά το 28% με την θέλησίν μας», που εδραζόταν στην ψευδαίσθηση ότι το status quo θα παρέμενε απαρασάλευτο, έχει τα τελευταία χρόνια υπερκεραστεί. Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Αν η Τουρκία ανοίξει την Αμμόχωστο κανένας πλέον Ε/Κ πολιτικός δεν μπορεί να συζητήσει ξανά το Κυπριακό. Εν ολίγοις τους επόμενους λίγους μήνες οι Ε/Κ θα κληθούν να αποφασίσουν λύνοντας τον γόρδιο δεσμό:


Είτε λύση ομοσπονδίας, είτε δύο κράτη. Αν έχουμε μια ηγεσία με αυτοπεποίθηση θα υιοθετήσει τη θαρραλέα πολιτική Βασιλείου - Κληρίδη για έναν συμβιβασμό. Που απαιτεί αναγνώριση της πολιτικής ισότητας των Τ/Κ και μια στρατηγική συμφωνία εφαρμογής της τελικής λύσης τους επόμενους μήνες που θα οδηγήσει σε εδαφικές αναπροσαρμογές και τερματισμό του μονομερούς δικαιώματος επέμβασης της Τουρκίας στην Κύπρο. Υπό τις συνθήκες θα ήταν σωστότερο, στο τέλος και όχι στην αρχή αυτού του χρονοδιαγράμματος να γίνουν τα δημοψηφίσματα, για να διαπιστώσουμε επί του εδάφους ότι θα υλοποιηθούν τα συμφωνηθέντα. Σε διαφορετική περίπτωση κι αν υπάρξουν ξανά ΟΧΙ στα δημοψηφίσματα να οδηγηθούμε συντεταγμένα και συμφωνημένα στη λύση δύο κρατών. Με λίγα λόγια ας αποφασίσουμε τη λύση του Κυπριακού εκ του αποτελέσματος των συμφωνιών και δημοκρατικά διά της ψήφου μας. 

Το όραμα για μια ευρωπαϊκή ομοσπονδιακή Κύπρο, που θα λειτουργεί ως οικονομικό κέντρο στην Ανατολική Μεσόγειο έχοντας ως συμμάχους και φίλους την Τουρκία, την Ελλάδα την Αίγυπτο, το Ισραήλ, το Λίβανο, τη Συρία και εν γένει τις χώρες της Μέσης Ανατολής είναι εκεί, αλλά για τους πολιτικούς που διαθέτουν τόλμη και γοητεία. Όσοι επιμένουν να παραμένουν στην Πανεθνική Διάσκεψη του Νοεμβρίου του 1974 και στην άποψη που τότε επικράτησε, χάνουν τη μεγάλη εικόνα κρυβόμενοι πίσω από νομικισμούς, μάταιες επικλήσεις του διεθνούς δικαίου και ετσιθελισμούς, οδηγούν αυτή τη χώρα στην καταστροφή. Όσοι διά των ενεργειών αυτών συντηρούν τη διατήρηση του status quo, συνειδητά επιλέγουν η Κύπρος σταδιακά να περιέλθει υπό τον στρατηγικό έλεγχο της Τουρκίας.