Η εικόνα είναι εκκωφαντικά απελπιστική. Η Κύπρος τελικά δεν είναι η γη της λεμονιάς και της ελιάς, δεν είναι χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος. Είναι ένας ατελείωτος και κακάσχημος σκουπιδότοπος. Μέσα σε ένα φρικαλέο περιβάλλον που όζει απελπισίας, πολιτικοί μαζεύουν σε μαυροσάκουλα τις μίζες τους, αστυνομικοί αναζητούν στοιχεία να τους καταδικάσουν, δημόσιοι υπάλληλοι κρύβονται κάτω από τόνους απορριμμάτων, ο υπόλοιπος λαός παρακολουθεί κι από πάνω κοράκια, γύπες και άλλα πουλιά των σκουπιδιών πετούν, τους βλέπουν και γελούν. Αν ζούσε ο Διαμαντής δεν θα ζωγράφιζε τον «Κόσμο της Κύπρου», όπως τον ξέρουμε. Θα ζωγράφιζε ένα ΧΥΤΥ. Έναν απέραντο σκουπιδότοπο. Αν ο Διαμαντής ήταν σουρεαλιστής ζωγράφος, όπως ο Ντε Κίρικο, θα έκανε ένα βήμα παρακάτω. Θα ζωγράφιζε τους εγκεφάλους μας ως σκουπιδότοπους ή καλύτερα σκουπιδοτενεκέδες. Διότι περί αυτού πρόκειται.
Τι άλλο από σκουπίδια μπορούμε να έχουμε στους εγκεφάλους μας όταν ακόμα και από ένα σύστημα υγειονομικής ταφής απορριμμάτων προσπαθούμε να κλέψουμε τους συμπολίτες μας;
Η ιστορία της Κύπρου, για να φύγουμε από τη ζωγραφική, γράφεται εν ολίγοις μέσα από τα ρεκόρ παραγωγής σκουπιδιών κατά κεφαλήν σε αυτό τον τόπο, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Και τι δεν πετάμε; Γενικά ό,τι δεν μας αρέσει: Φαγητά, κι ας πεινάνε οι πρόσφυγες, ρούχα κι ας κρυώνουν οι μετανάστες, ανθρώπινες ζωές που ξεψυχούν στις παραλίες, πολτοποιημένα έμβρυα, όνειρα, ιδεολογίες, πολιτική ηθική, ιδανικά, σύμβολα, ιδέες! Όλα αυτά χωράνε στον σκουπιδοτενεκέ του παρόντος για να προετοιμάσουν το αχανές τοπίο της χωματερής του μέλλοντός μας.
Τι κρατάμε
Την ίδια στιγμή βέβαια κρατάμε και κάποια πράγματα. Προς Θεού δεν τα πετάμε όλα. Κρατάμε τα χρήσιμα. Την άγνοιά μας, το απύθμενο θράσος μας, τους τακτικισμούς μας, τα συμφέροντά μας, τους φόβους μας, την ψευτιά μας, την απροσμέτρητη μαγκιά μας, τον εθνικισμό μας. Αυτά δηλαδή που διαφημίζουν οι επιτήδειοι λαοπλάνοι μετατρέποντας το μυαλό μας σε ένα τεράστιο σκουπιδόλακκο. Ό,τι πιο βρομερό και απαίσιο και επικίνδυνο υπάρχει.
• Τη στιγμή που μιλάμε, πέρα από τον ΧΥΤΥ της Κόσης, δηλαδή λίγο πιο πέρα από τη μύτη μας, η Ευρώπη και η Μέση Ανατολή έχουν μετατραπεί σε ένα σκουπιδότοπο ψυχών.
• Τη στιγμή που μιλάμε η Τουρκία εμπορεύεται μερικά εκατομμύρια πρόσφυγες με τη Μέρκελ, για να κερδίσει δισεκατομμύρια ευρώ και σίγουρα βίζες για να ταξιδεύουν οι Τούρκοι στην ΕΕ, ενώ ο μικρός Αϊλάν ξεψυχά αβοήθητος σε μια ερημική παραλία. Ενώ τα σκουπιδιάρικα στο Μποντρούμ με το χάραμα μαζεύουν όλους τους νεκρούς πρόσφυγες από την κοσμική παραλία πριν ξυπνήσουν οι τουρίστες και αντικρίσουν το αποτρόπαιο θέαμα και τους κάτσει το English breakfast στον λαιμό.
• Τη στιγμή που μιλάμε, το Κυπριακό βαλτώνει, η διχοτόμηση εμπεδώνεται, αλλά όλα τα κόμματα στην Κύπρο μέσω των αστείων υποψηφίων τους περιφέρονται ανά τας οδούς και τα ρύμας, μαζεύοντας εισφορές από απατεώνες… με αντιπαροχή έναν άλλο σκουπιδότοπο που θα νομοθετήσουν, πουλώντας ελπίδα και γεμίζοντας τον σκουπιδοτενεκέ της κεφαλής μας με ψεύτικες ελπίδες για το μέλλον.
Το χθεσινό δελτίο
Το χθεσινό αστυνομικό δελτίο δεικνύει ότι η Κύπρος μετατρέπεται αργά αλλά σταθερά σε μια χωματερή υλικών απορριμμάτων και ανθρώπινων ψυχών. Κοινωνιολογικά ο αλγόριθμος στέκει. Όσα περισσότερα σκουπίδια παράγουμε, τόσο περισσότερο ανόητοι και σκάρτοι γινόμαστε. Όσο δε γινόμαστε ένα με τα σκουπίδια, τόσο περισσότερο επικοινωνούμε με τα κοράκια που εμφιλοχωρούν στις χωματερές.
Κάποτε ο φιλόσοφος Διογένης μάζεψε το πιθάρι του και πήγε στην Αθήνα να διδάξει. Στήθηκε στη μέση της αγοράς των Αθηναίων και άρχισε να μιλά: Για τη λιτότητα που χρειάζεται να έχουν οι άνθρωποι, την αποποίηση των υλικών αγαθών, για την απλότητα και για την αναγκαιότητα να έχουν πλούσιο μυαλό παρά πλούσια τα ελέη τους. Κανένας δεν τον άκουγε. Όλοι τον αγνοούσαν.
Σταμάτησε να μιλά και άρχισε να φωνάζει: «Ε, άνθρωποι πού είστε;». Σαν μαζεύτηκαν κάμποσοι, πολιτικάντηδες, τότε άρχισε να τους κυνηγά και να τους χτυπά με το ραβδί του, λέγοντάς τους: «Ανθρώπους κάλεσα, όχι παλιανθρώπους».